Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Ερωτικός λόγος και παγανισμος στον Παπαδιαμάντη

ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ N. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΠΑΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΙΚΗ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Η ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΤΟΥ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΠΡΟΤΥΠΟΥ
Διατριβή Master of Arts Nεoελληνικής Λογοτεχνίας, υποβλειθείσα στο Tμήμα Ελληνικών Σπουδών του Rand Afrikaans University, του Γιοχάννεσμπουργκ, Νοτίου Αφρικής.

Επιβλέποντες: 1. Prof. B. Hendrickx
2. Δρ. Thekla Sansaridou - Hendrickx
Γιοχάννεσμπουργκ 2004

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ …………………………………………………… 5
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ……………………………………………………………………. 10
ΜΕΡΟΣ Α΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑΣ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
1. Το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου
αιώνα …………………………………………………………………………. 20
2. Κοινωνικές νόρμες και ιδεολογία του φύλου ………………………………... 35
3. Κοινωνικοποίηση της γυναίκας και πολλαπλότητα ρόλων ………………….. 42
4. Γυναικείο πρότυπο και βασικές αποκλίσεις ………………………………….. 51
5. Έρωτας - γάμος και κοινωνική οριοθέτηση ………………………………….. 60
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
TOY ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
1. Ο έρωτας πέρα από την ιστορία και το μύθο ………………………………….72
2. Η Μετανάστις: Η πρώτη αγαπημένη …………………………………………. 80
3. Αυγούστα και παράνομο πάθος: Μια αδικημένη ηρωΐδα ……………………. 83
4. Γυφτοπούλα: Η πτώση του έρωτα προ της πτώσης του Βυζαντίου ………….. 91
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
TOY ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
1. Ο έρωτας στη μετεπαναστατική Ελλάδα …………………………………….. 99
2. Τα πρώϊμα πάθη ……………………………………………………………... 105
3. Η χρήση του παραδοσιακού προτύπου ………………………………………. 116
3
4. Το οριακό πρότυπο και η αναλογική δράση του ……………………………. 118
5. Το υπερβατικό πρότυπο και η προέκτασή του ……………………………. …123
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΑ
TOY ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
1.
Πόσις και Δάμαρ: η απώλεια της Εδέμ …………………………………… 129
ΜΕΡΟΣ Β΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
1. Φυσιολατρικός παγανισμός: ο μουσικός υποβολέας ……………………….. 136
2. Ο χώρος της μαγείας και το εξωπραγματικό στοιχείο ……………………… 150
3. Γλωσσικός παγανισμός και αισθητική επίδραση ……………………………. 165
4. Η μεταφυσική του έρωτα ……………………………………………………. 176
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ ……………………………………………………………. 180
ΠΕΡΙΛΗΨΗ - ABSTRACT ………………………………………………….... 184
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ ……………………………………………………………… 190
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ …………………………………………………………….... 192
4
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
«… Έρως, ανίκατε μάχαν
έρως, ος έν κτήμασι πίπτεις,
ος εν μαλακαίς παρειαίς
νεάνιδος εννυχεύεις
……………………………
ο δε έχων, μέμηνεν…»
(Σοφοκλής, Αντιγόνη, 775-783)
Η πρώτη μου συνάντηση με το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911), κατά τη διάρκεια των Γυμνασιακών μου χρόνων, δεν με ενθάρρυνε σε μια ουσιαστική γνωριμία μαζί του, επειδή τα σχολικά αναγνώσματα περιορίζονταν σε αποσπάσματα μιας συντηρητικής κοινωνικής και θρησκευτικής ηθογραφίας. Το γλωσσικό κριτήριο παρουσιαζόταν διφορούμενο˙ άλλωστε οι έντονες βιωματικές εμπειρίες της εφηβικής ηλικίας σε σχέση με την εποχή των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων της δεκαετίας του ’80, όπου δοκιμαζόταν πειραματικά η κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο κείμενο στο Γυμνάσιο, δεν άφηνε πολλά περιθώρια.
Αργότερα, τα λογοτεχνικά μου ενδιαφέροντα μετατοπίστηκαν από το χώρο της ξένης κλασσικής λογοτεχνίας στη σύγχρονη Ελληνική. Η σπουδή όμως των κοινωνικών επιστημών, κατά τη διάρκεια των φοιτητικών χρόνων, άνοιγε το δρόμο για μια περιοχή ανεξερεύνητη. Η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία, η ψυχολογία, η ιστορία ακόμη και η θρησκεία ενσωματώνουν στην έρευνά τους την επίδραση ενός ανθρώπινου συναισθηματικού παράγοντα και συνδιαλέγονται με τη δυναμική του: τον έρωτα. Οι αναζητήσεις μου λοιπόν στράφηκαν σ’ ένα λογοτεχνικό χώρο, όπου ο γυναικείος ρόλος δεν είναι αμελητέος, όπως στο έργο του Παπαδιαμάντη: η αφηγηματική πλοκή συχνά δέχεται την αμφίδρομη επίδραση του ερωτικού 5
στοιχείου, κυρίως σε σχέση με ιστορικά συμβάντα που μεταβάλλουν την κοινωνική πραγματικότητα και επηρεάζουν τη προσωπική.
Η δεύτερη συνάντηση μου με το έργο του Παπαδιαμάντη έγινε τυχαία στη διάρκεια θερινών διακοπών στη γενέτειρά του, στη Σκιάθο. Η επίσκεψη στο πατρικό του σπίτι που λειτουργεί ως μουσείο, κίνησε τα μυστηριώδη νήματα μιας μεταφυσικής προσέγγισης κι έδωσε το έναυσμα για μια συστηματική μελέτη του έργου του. Δεν είναι καθόλου περίεργο πώς ένας μουσειακός χώρος ενώ στέκει παράμερα βουβός, περικλείει μια υπερφυσική ζωντάνια μες στη στατικότητα που τον περιβάλλει.
Η τρίτη συνάντηση μαζί του έγινε υπό τις συγκυρίες της θεατρικής απεικόνισης˙ μια αξιοσημείωτη απόδοση της Φόνισσας σε ερμηνεία Λ. Κονιόρδου από το θέατρο Πολιτεία, στη Φορτέτζα του Ρεθύμνου, στάθηκε η μοιραία γνωριμία μου με το γυναικείο Παπαδιαμαντικό κόσμο. Εκεί, ο έρωτας κι ο θάνατος μειδιούν στον καθρέπτη ενός γυάλινου κόσμου, όπου η πενία, η υστεροβουλία και η υποκρισία συνθέτουν τη βάση ενός δυναμικού γυναικείου προλεταριάτου.
Η ανάγνωση του έργου του, υπό το πρίσμα του γυναικείου προτύπου και του ερωτικού λόγου, είναι μια αποκαλυπτική ερμηνεία στην οποία η συγχώνευση της λογοτεχνικής και κοινωνικής πραγματικότητας δεν είναι καθόλου ευδιάκριτη, ενώ το μεταφυσικό στοιχείο κερδίζει έδαφος αναπαράγοντας την κριτική πολυσημία. Σύμφωνα με τη Μαρία Γκασούκα (1998: 16-17), οι ελλείψεις που παρατηρούνται κατά την απόπειρα ανασύνθεσης της κοινωνικής-ιστορικής παρουσίας της γυναίκας στον Ελλαδικό χώρο, σχετίζονται κυρίως με την απώλεια ή την αλλοίωση των πηγών. Πράγματι, τούτη η έλλειψη γίνεται φανερή, όταν επεκτείνεται στην εφαρμογή των κοινωνικών θεσμών σε σχέση με το στερεότυπο της γυναικείας ερωτικής στάσης1.
1 Οι μελέτες που αναφέρονται γενικά στη θέση της γυναίκας στο έργο του Παπαδιαμάντη ή εξετάζουν την ερωτική της υπόσταση είναι μέχρι τώρα οι ακόλουθες: του Μιχαηλίδη (1938), του Κεχαγιόγλου (1984), του Τριανταφυλλόπουλου (1992), της Βούλας Λαμπροπούλου (1992), της Γκασούκα (1998), του Καλοσπύρου (1999), της ΑγγελικήςΤαλιγκάρου (2000) και του Μαυρίδη (2002).
6
Η σκοποθεσία της παρούσας εργασίας είναι:
α) Nα καταγράψει και να αναλύσει τη δυναμική του ερωτικού λόγου σε αποκλειστική συνάρτηση με τη διαμόρφωση του γυναικείου προτύπου τόσο στην Ελληνική κοινωνία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αι., όσο και στο έργο του Παπαδιαμάντη. Η καταγραφή του ανδρικού προτύπου, αν και δεν είναι άμεσος στόχος, εντούτοις αναφέρεται κάθε φορά που η χρήση του συνεισφέρει στην αποτελεσματικότητα του προσδoκόμενου σκοπού.
β) Nα αναλύσει τη χρήση του παγανιστικού στοιχείου και τη σχέση του με τον ερωτικό λόγο και το γυναικείο πρότυπο.
γ) Nα συμπληρώσει, όσο είναι εφικτό, την επιστημονική έρευνα στον τομέα αυτό, χωρίς να αγνοεί πως η εξέταση αφορά μια μόνο πτυχή της ερμηνευτικής προσέγγισης.
Η έννοια ερωτικός λόγος αναφέρεται στην ερωτική στάση, συμπεριφορά και αγωγή που είναι κοινωνικά προσδιορισμένη για το γυναικείο φύλο καθώς επίσης και στις διαφοροποιήσεις του, όπως καταγράφονται από την πέννα του Παπαδιαμάντη. Η έννοια του παγανισμού αναφέρεται στη χρήση του υπερφυσικού στοιχείου, όπως αναδύεται από τον κόσμο της μαγείας, της δεισιδαιμονίας και της νατουραλιστικής περιγραφής. Η έννοια του γυναικείου προτύπου αφορά τόσο το παραδοσιακό στερεότυπο, το οποίο οριοθετείται κοινωνικά αλλά και τις αποκλίσεις που καταγράφονται στο έργο του Παπαδιαμάντη.
H Παπαδιαμαντική πεζογραφία, προσθέτει η Γκασούκα (1998: 19), συμπληρώνει το ιστορικό κενό, παρέχοντας πληροφορίες για την κοινωνική δράση της γυναίκας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αι. Ο αριθμός των ηρωΐδων του είναι τόσο σημαντικός, ώστε μπορεί να θεωρηθεί ότι, ως ένα βαθμό, αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα των γυναικών της εποχής. Άλλωστε, η κύρια συγγραφική πηγή του Παπαδιαμάντη είναι η βιωματική του εμπειρία (ο. π., 209). Ακόμη δεν μπορεί να παραγνωρισθεί η λογοτεχνική προσφορά που πηγάζει από το έργο του συγγραφέα ως σημαντική βοηθητική πηγή της ιστορικής έρευνας. Όπως επισημαίνει ο Ross (1993: 396-397), ο καλλιτέχνης ποτέ δεν μιμείται άμεσα την πραγματικότητα, μιμείται όμως αισθητά όντα που μοιάζουν με την 7
πραγματικότητα. Άλλωστε, σπέρματα λογοτεχνικής δομής εντοπίζονται από πολύ παλιά, λ.χ. στο ιστοριογραφικό έργο του Θουκιδίδη2 και στο φιλοσοφικό του Αριστοτέλη3.
Η έρευνα έγινε με βάση τα Άπαντα του Τριανταφυλλόπουλου καθώς και ποικίλα άρθρα, δοκίμια, κριτικές, πηγές που καλύπτουν ένα ευρύ επιστημονικό φάσμα και προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες, κάποιες φορές αντιφατικές μεταξύ τους. Η αξιολόγηση τους υπήρξε πολύτιμο υλικό στην απόδειξη της ερμηνευτικής πολυσημίας του έργου του Παπαδιαμάντη καθώς και στη γενίκευση των συμπερασμάτων. Αυτός ο ετερόκλητος θίασος ανάγνωσης ανοίγει νέους δρόμους προσέγγισης και οι συγκρούσεις γίνονται πιο έντονες. Λίγο μετά το θάνατο του Παπαδιαμάντη, ο Ξενόπουλος (1911) έγραψε μια μελέτη, η οποία προκάλεσε αντιφατικές κριτικές4.
Σύμφωνα με τον Μαντά (2000: 17), η πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση της λογοτεχνικότητας του Παπαδιαμάντη εκδηλώνεται από τον Δημαρά καθώς και από τον Μουλλά. Διαλεκτική συνέχεια τους αποτελεί η κριτική του
2 Το ακόλουθο απόσπασμα είναι μια αναφορά στα παλαιά ήθη και στους νεωτερισμούς στην αρχαία Αθήνα και Σπάρτη: «… Εν τοις πρώτοι δε Αθηναίοι … των ευδαιμόνων … επειδή χιτώνας τε λινούς επαύσαντο φορούντες και χρυσών τεττίγων ενέρσει κρωβύλων αναδούμενοι των εν τη κεφαλή τριχών. Μετρία δε αυ εσθήτι … πρώτοι Λακεδαιμόνιοι εχρήσαντο …». Ανθολογείται από τον Τσαγκαράκη (1984: 29). Για λόγους τεχνικής φύσεως και μόνο, στην παρούσα μελέτη, ακολουθείται το μονοτονικό σύστημα σε χωρία της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας και της καθαρεύουσας.
3 Η περίφημη ρήση του «… φιλοσοφικώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν, η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθόλου, η δ’ ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει …», υπογραμμίζει το σκοπό της ποιητικής τέχνης, την έκφραση μιας καθολικής αλήθειας, ενώ η ιστορία με την περιγραφή των γεγονότων και την αναγκαία σχέση αιτίου-αιτιατού συσκοτίζεται από πολλές παρεμβάσεις. Bλ. σχετ. Αριστοτέλη, Περί Ποιητικής, 9. 1451a 36 – 1451 b 32. Αναφέρεται από τον Ross (1993: 367).
4 Πρόκειται για το γνωστό μελέτημα του Ξενόπουλου, Το έργον του Παπαδαιμάντη, το οποίο προκάλεσε αντιμαχόμενες απόψεις. Kατά τον Τριανταφυλλόπουλο (1978: 46), οι απαξιωτικές απόψεις του Ξενόπουλου για τον Παπαδιαμάντη στάθηκαν το θεμέλιο για τη φιλολογική του καταδίκη, καθώς για τη συγγραφή της μελέτης βασίστηκε αποκλειστικά και μόνο στη μνήμη του. Αντιθέτως, ο Μαντάς (2000: 16) πιστεύει πως ο Ξενόπουλος έκανε μια θετική αποτίμηση του Παπαδιαμαντικού έργου παρά τις κάποιες επιφυλάξεις που είχε.
8
Τριανταφυλλόπουλου, όπου με τη μέθοδο του Όμηρον εξ Ομήρου σαφηνίζειν αντιμετωπίζονται οι σπουδαιότερες παρερμηνείες στο έργο του Παπαδιαμάντη5. Τόσο κάποιες από τις μελέτες6, που ακολούθησαν μεταπολεμικά, όσο και άλλες σύγχρονες, οι οποίες εκβάλλουν τον εμπειρικό τους χαρακτήρα και εφαρμόζουν μοντέρνες μεθόδους λογοτεχνικής θεώρησης, παρουσιάζουν ποικίλα αποτελέσματα είτε πραγματεύονται την ενδοκειμενική προσέγγιση είτε στρέφονται στην εξωκειμενική προβολή του έργου (ο. π).
5 Ο Δημαράς (1949: 26-29) βάσισε τα κύρια σημεία της αμφισβήτησής του στα σχόλια του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής, Μπαλάνου, σε αφιέρωμα της Νέας Εστίας για τον Παπαδιαμάντη τα Χριστούγεννα του 1941. Επίσης, ο Μουλλάς (1979: 36) επικρίνει αρκετά τον Παπαδιαμάντη. Ο Τριανταφυλλόπουλος έρχεται να εξομαλύνει τα σημεία τριβής των Παπαδιαμαντικών κειμένων με τη βοήθεια του ίδιου του κειμένου που προϋποθέτει αλλεπάλληλες αναγνώσεις για να επιτευχθεί η εξοικείωση του εκδότη με το ύφος και τη γλώσσα του συγγραφέα. Αναφέρονται από τον Μαντά
(ο. π. ).
6 Μεταπολεμικά εκδόθηκαν οι ακόλουθες αξιόλογες μελέτες: του Ελύτη (1976), του Λορεντζάτου (1979) και του Φωκά (1982). Σύγχρονες έρευνες στις οποίες εφαρμόζονται μοντέρνες μέθοδοι αντίστοιχα – κοινωνιολογική, ψυχαναλυτική, λογοτεχνική – με ποικίλα αποτελέσματα, είναι οι εξής: της Γεωργίας Φαρίνου-Μαλαματάρη (1987), του Παπαγιώργη (1997) και του Προγκίδη (1998).
9
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Παπαδιαμάντης πρωτοπορεί στην καταγραφή έναρξης μιας γυναικείας λογοτεχνίας7, καθώς συνδιαλέγεται με το γυναικείο κόσμο μέσα από ένα πλέγμα αντιφατικών και ιδιόμορφων σχέσεων: κατανόησης, έρωτα, φόβου και αποστροφής. Είναι δύσκολο να αποκαλυφθεί το εύρος και το πλάτος της ερωτικής του πτυχής - ούτε η αλληλογραφία του δεν παρέχει πληροφορίες – επειδή ο ερωτικός του λόγος αγνοήθηκε τόσο από τους μελετητές του, όσο και από τις ίδιες τις γυναίκες. Η σκόπιμη παραμέρισή του υπαγορεύτηκε από την καταλυτική βαρύτητα που άσκησε η έννοια της θρησκευτικότητας στο έργο του, όπως καταλήγουν αρκετοί μελετητές8, αν και η έμφαση σ’ αυτή την πλευρά της δημιουργίας αρχικά θεωρήθηκε καλλιτεχνικό μειονέκτημα.
7 Η Γκασούκα (1998: 16-17) ορθώς δικαιολογεί τον όρο γυναικεία λογοτεχνία στον Παπαδιαμάντη, καθότι η ανάγνωση του έργου του Παπαδιαμάντη υπό το πρίσμα της διάκρισης των δύο φύλων είναι μια έκπληξη – ένας άνδρας συγγραφέας και μάλιστα θρησκευόμενος – κατάφερε να συγκεντρώσει και να αποκαλύψει τόσα σημαντικά στοιχεία για τη ζωή των γυναικών της εποχής του, τη θέση, το ρόλο, τις στάσεις, τις αντιστάσεις και τις εσωτερικευμένες συγκρούσεις τους. Οι γυναίκες αναλαμβάνουν, γενικά, πρωταγωνιστικό ρόλο, στην εργογραφία του, ως φορείς των κοινωνικών αξιών, ενώ οι άνδρες υποβιβάζονται σε δεύτερους ρόλους, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνία (ο. π.). Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η κλίση του Παπαδιαμάντη προς την καταγραφή των γυναικείων προσώπων ίσως προέρχεται από την εξοικείωση του συγγραφέα με το γυναικείο κόσμο κατά την παιδική του ηλικία, ως άμεση απόρροια της συναισθηματικής έκφρασης που εξυπηρετεί τις καλλιτεχνικές του ανάγκες.
8 Η θρησκευτικότητα στο έργο του Παπαδιαμάντη ανάγεται στον πυρήνα της συγγραφικής του δημιουργίας, όπως διαπιστώνει ο Τριανταφυλλόπουλος (1978: 132). Το ερώτημα που εγείρεται όμως είναι κατά πόσον η απόπειρα ερμηνείας της έννοιας της θρησκευτικότητας εντάσσεται ή όχι στο γενικό πλαίσιο της βιοθεωρίας του. Ο Καραντώνης (1965: 157) ισχυρίζεται ότι ο Παπαδιαμάντης παρά τους δογματικισμούς του έκανε το Χριστιανικό του κέφι. Η Γκασούκα (1998: 33) εκφράζει την άποψη ότι η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη πλησιάζει πιο κοντά στον κοινωνική θεώρηση του Τολστόϋ παρά στο θεολογικό σπαραγμό του Ντοστογιέφσκυ. Ο Παπαγιώργης (2002: 159-161) θέτει το θέμα της αμφίδρομης σχέσης ανάμεσα στην πίστη και στην λογοτεχνική παράδοση στο Παπαδιαμαντικό έργο˙ άμεσα δίδεται απάντηση από χωρίο του 10
Η διερεύνηση του ερωτικού λόγου αναφέρεται στην πολυφωνία των εξής παραγόντων:
α) Την επίδραση του φυσιολατρικού και γλωσσικού παγανισμού καθώς και του υπερφυσικού στοιχείου, όσον αφορά το πρώτο μέρος του θέματος. Η έμφαση δίνεται στην έννοια του παγανισμού τόσο κυριολεκτικά (μαγικός, εξω-πραγματικός ρεαλισμός), όσο και μεταφορικά (ταύτιση φύσης με τη θυμική διάθεση του ήρωα – γλωσσικός πλουραλισμός).
β) Την κοινωνική θέση της γυναίκας ως μέρος της ερμηνευτικής του παραδοσιακού προτύπου και των αποκλίσεών του, όπως προκύπτουν από την κοινωνική ασυμμετρία των δυο φύλων 9 και αφορά το δεύτερο μέρος του θέματος. Επίσης, η θέση της γυναίκας εξετάζεται σε άμεση συνάρτηση με την κρατούσα ανδρική αντίληψη που επικεντρώνεται στους όρους της τιμής και της διαπραγματευτικής αξίας της10.
Το πεδίο μελέτης αφορά το βασικό κορμό του πεζογραφικού έργου του Παπαδιαμάντη που περιλαμβάνει τη μυθιστορηματική και διηγηματογραφική παραγωγή του11. Η εισχώρηση της λογοτεχνικής πραγματικότητας στην κοινωνική γίνεται με τη χρήση πολλαπλών επιστρωμάτων˙ έτσι, πολλές φορές η διάκριση της κίνησης του ερωτικού λόγου από το ένα επίπεδο στο άλλο δεν είναι εύκολη υπόθεση. Εκεί, τα λογοτεχνικά μοτίβα συμπορεύονται ή μεταλλάσσονται με τα γυναικεία πρότυπα κατ’ αντιστοιχία με τη γλωσσική στάση.
Λορεντζάτου (1979: 225-226) που αναφέρεται στη μεταφυσική ρίζα της ζωής. Επίσης, πρβλ. Σταφυλά (1980: 363-369), Κελεσόπουλου (1994: 32-36), Παπαϊωάννου (1948: 29) και Κολυβά (1987: 80-83).
9 Για την ανάπτυξη της ταυτότητας του φύλου εκτός από το σημαντικό ρόλο που παίζουν κοινωνικοί και πολιτιστικοί παράγοντες, η επιίλυση του Οιδιππόδειου συμπλέγματος καθορίζει σε ένα βαθμό την έννοια της κοινωνικής ασυμμετρίας. Το αναφέρει η Ελένη Αμβραζή (1993: 35). Περισσότερα στοιχεία, Κεφ. Α΄ παρ. 2.
10 Στην παρούσα εργασία όλες οι αναφορές που καλύπτουν τη θέση και το ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία της εποχής του Παπαδιαμάντη περικλείονται στον όρο κοινωνική πραγματικότητα.
11 Επίσης, οι αναφορές στα γυναικεία πρότυπα από το έργο του Παπαδιαμάντη ανταποκρίνονται στη λεγόμενη λογοτεχνική πραγματικότητα.
11
Κατά τη διερευνητική διαδικασία, μια σειρά βασικών ερωτημάτων θεωρητικής και πρακτικής φύσεως εγείρεται όπως:
α) Τί επιδιώκει η έρευνα και ποιός ο κύριος θεματικός άξονας.
β) Ποιά η προσέγγιση του θέματος και ποιά η επιστημονική βάση και προσφορά της.
γ) Πώς γίνεται η κίνηση του ερωτικού λόγου σε σχέση με τις αποκλίσεις του παραδοσιακού προτύπου και τα κύρια λογοτεχνικά μοτίβα.
δ) Πώς η χρήση του νατουραλιστικού, υπερφυσικού και γλωσσικού στοιχείου συμβάλλει στην υπερβατική θεώρηση του.
ε) Πώς η συγχώνευση της κοινωνικής στη λογοτεχνική πραγματικότητα συμμετέχει στη σχέση γυναίκα-ερωτικός λόγος.
Το θεωρητικό πλαίσιο της μεθοδολογίας βασίζεται σε μια πειραματική εφαρμογή συγχώνευσης παλαιότερων και σύγχρονων μορφών έρευνας, όσον αφορά την ανάλυση της δυναμικής του ερωτικού λόγου:
α) Του φορμαλισμού σε σχέση με την επίδραση της νατουραλιστικής περιγραφής.
β) Του στρουκτουραλισμού και της γλωσσικής σημειολογίας στην αλληγορική χρήση των λέξεων12.
γ) Του Μαρξισμού13 και της σύντομης καταγραφής των συνεπειών των κοινωνικών αλλαγών στο έργο του Παπαδιαμάντη (αστυφιλία, μετανάστευση, εκβιομηχάνιση).
δ) Του φεμινισμού και της εξέτασης του γυναικείου ρόλου, των συγκρούσεων και των ηθικών αξιών στο κοινωνικό γίγνεσθαι και στη λογοτεχνική του παραγωγή14.
12 O στρουκτουραλισμός είναι μια μεθοδολογία βασισμένη στη μελέτη των δομών, μια γενική αντίληψη αξιολόγησης των μορφών της γλώσσας. Οι Ρώσσοι φορμαλιστές έδειξαν το δρόμo, εξετάζοντας τη δυναμική των δομικών στοιχείων. Βλ. σχετ. Genette (1997: 91-93) και Levi – Strauss (1966: 17).
13 Για τον Μαρξιστή αναλυτή ο δρόμος για το σοσιαλισμό ταυτίζεται με την ίδια την ιστορία. Μια ορθή κατανόηση της κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας είναι η προϋπόθεση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Βλ. σχετ. Lukacs (1997: 163).
12
Αυτή η εργασία είναι μια λογοτεχνική θεώρηση που βασίζεται στα δεδομένα της κοινωνιολογίας ως θετικής επιστήμης των κοινωνικών φαινομένων, η οποία μελετά τον άνθρωπο σε ένα οργανωμένο κοινωνικό σύνολο, χάνοντας ένα μεγάλο μέρος από τη προσωπική του ελευθερία15. Η Πλατωνική ιδεαλιστική προσέγγιση16 επιχειρείται για την ανάδειξη της υπερβατικής διάστασης του ερωτικού λόγου. Η επισκόπηση του έργου του Παπαδιαμάντη υπο το πρίσμα της λαογραφίας συνεπάγεται μόνον όσο είναι αναγκαία, για την εξυπηρέτηση των παραπάνω παραμέτρων και δεν αποτελεί κύριο σκοπό της παρούσας μελέτης.
Η επικουρία των ακόλουθων προσεγγίσεων είναι απαραίτητη για τη διεπιστημονική συσχέτιση της λογοτεχίας, της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας:
α) Της εξωτερικής ανάλυσης (ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο, βιογραφικά στοιχεία).
β) Της κειμενικής17.
γ) Της διακειμενικής (σύνδεση κειμένου με την ιδεολογία της εποχής).
14 H φεμινιστική κριτική είναι κριτική της ηθικής, καθώς οι γυναίκες είναι οι θέσεις προβολής των ανδρικών κεκτημένων. Τα γυναικεία στερεότυπα εκφράζουν το δυϊσμό ανάμεσα στα σωματικά και πνευματικά χαρίσματα όπως: πνεύμα – ύλη, ψυχή - σώμα, παρθενία – σεξουαλικότητα, καλό - κακό. Πρβλ. Josephine Donovan (1997: 214), Μaggie Humm (1986: 28-32) και Juliet Mitchell (1984: 37).
15 H κοινωνιολογία είναι κοινωνική φυσική γιατί μελετά τα πλαίσια της κοινωνικής διάρθρωσης μέσα στα οποία το άτομο εντάσσεται υποχρεωτικά και υφίσταται τους αναπόδραστους καθορισμούς. Βλ. σχετ. Κατσιμάνη (1998: 144, 246).
16 Ο ιδεαλισμός είναι μια φιλοσοφική τάση αντίθετη στον υλισμό που πρεσβεύει την ανωτερότητα της συνείδησης καθώς δεν είναι προϊόν ύλης. Διακρίνεται στον υποκειμενικό ιδεαλισμό (το συναίσθημα ως βάση) και στον αντικειμενικό ιδεαλισμό (η συνείδηση ως βάση). Ο ιδεαλισμός συνδέεται αναπόσπαστα με τη θρησκεία αφού η ιδέα του Θεού είναι η ανώτερη έννοια που συνέλαβε ο ανθρώπινος νους. Βλ. σχετ. Θεοδωρίδη (1982: 429).
17 Σύμφωνα με τη Μαρίνα Αρετάκη (2002: 19-20), όταν το λογοτεχνικό κείμενο του Παπαδιαμάντη συνθλίβεται κάτω από το βάρος μιας ιδεολογικής προσέγγισης, εκεί όπου η σύζευξη ζωής-έργου-πολιτιστικών αξιών είναι ορατή, προβάλλει έντονα το αίτημα μιας κειμενοκεντρικής προσέγγισης, καθώς προσφέρει εργαλεία χρήσιμα για την ανάλυση και την πρόσβαση στην ουσία του Παπαδιαμαντικού λόγου. Η άποψη του Barte (1973: 30), συνεχίζει η ίδια ερευνήτρια είναι ουσιώδης καθώς ο «… σκοπός της κειμενικής κριτικής είναι να επισημάνουμε τις λεωφόρους της σημασίας, έτσι ώστε να … ζήσουμε τον πληθυντικό του κειμένου, το άνοιγμα της σημασίας του …».
13
δ) Της συγκριτικής τεχνικής (παραβολή παράλληλων κειμένων).
ε) Η κοινή χρήση της παραγωγικής (από το γενικό στο ειδικό) και της αναλογικής επιχειρηματολογίας (από τα επιμέρους στοιχεία προς τα επιμέρους) εναλλάσσεται με μια σειρά άμεσων και έμμεσων συλλογισμών, εκ των οποίων τα συμπεράσματα προκύπτουν κατ’ αντιστοιχία είτε μετά από πολλές κρίσεις είτε από μια και μόνο18. Η συνέπεια που καλλιεργείται μέσω της παραγωγικής και αναλογικής προσέγγισης ενδέχεται ενίοτε να διασπάται λόγω έμφασης ή παράκαμψης κάποιων σημείων. Όσο τα μεθοδολογικά κριτήρια επηρεάζονται από την υποκειμενική στάση του μελετητή, η εκτίμηση των πορισμάτων σχεδόν πάντα ζει υπό το καθεστώς της επιστημονικής ανατροπής. Η διαδικασία ελέγχου αυτοδιασφαλίζει, όσο είναι δυνατό τα όρια τούτα.
Οι δυσκολίες που παρουσιάστηκαν κατά την ερευνητική διαδικασία, ξεπηδούσαν μέσα από το ίδιο το έργο και αφορούσαν:
α) Τη διατήρηση μιας καθορισμένης επιστημονικής γραμμής και τις αναγκαίες αναθεωρήσεις στη σύνθεση κάποιων κεφαλαίων καθώς η μια γυναικεία φωνή αναιρούσε την άλλη και οι κατευθυντήριες γραμμές έχαναν την ισορροπία τους.
β) Την ανεύρεση βιβλιογραφίας σχετικής με το συγκεκριμένο θέμα . Η γενική βιβλιογραφία για τον Παπαδιαμάντη είναι πολυπληθέστατη, καλύπτει τομείς σχεδόν αποκλειστικά λαογραφικής και θεολογικής φύσης. Οι αναλύσεις των γυναικείων προσώπων, όπως καταλήγει και η Γκασούκα (ο. π., 17), επικεντρώνονταν ως τώρα στο πρόσωπο της Φόνισσας, ενώ μια μια σειρά αξιόλογων χαρακτήρων παρέμεινε στην αφάνεια, ώσπου πρόσφατα άρχισε να τις αποδίδεται μια πρώτη εκτίμηση˙ η Αυγούστα, η Αϊμά, η Λαλιώ, η Βασίλω διεκδικούν τη χαμένη τους αίγλη.
Σχετικά με το θεωρητικό πλαίσιο, η επιλογή της συγχώνευσης ποικίλων μεθόδων θεωρήθηκε η πλέον κατάλληλη για την κάλυψη των κενών που
18 Στην παραγωγική συλλογιστική, οι παράμετροι ενός θεωρήματος απομονώνονται από την ευρύτερη περιφέρεια για να εντοπιστούν σε μια πιο ειδικευμένη περιοχή (από το όλο στο μέρος), ενώ στην αναλογική υπάρχει η έννοια της κυριολεκτικής και μεταφορικής σημασίας που εκθέτει το συμπέρασμα σε κρίση. Βλ. σχετ. Τσολάκη (2003: 13-18).
14
άφηνε η κάθε μια μέθοδος από μόνη της. Η πρώτη δυσκολία έδειχνε ότι προσωρινά ξεπερνιόταν αλλά ταυτόχρονα έθετε το ζήτημα της αρμονικής συνύπαρξης διαφορετικών μεθοδολογικών πλαισίων. Το ίδιο το Παπαδιαμαντικό έργο όμως αντέχει στην ερευνητική πολυσημία, όπως διαπιστώνουν αρκετοί μελετητές19. Η δεύτερη δυσκολία που αφορούσε τις βιβλιογραφικές αναφορές αντιμετωπίστηκε επιτυχώς, χάρη στη πλούσια βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου R.A.U, στη βοήθεια στενών φίλων από την Ελλάδα, οι οποίοι έστελναν πολύτιμο υλικό από βιβλία και άρθρα του ημερήσιου Τύπου καθώς και στις πληροφορίες του διαδικτύου.
Σημαντική αρωγή για την επίλυση των παραπάνω δυσκολιών προσέφεραν οι καθηγητές Prof. B. Hendrickx και Δρ. Θέκλα Σανασαρίδου-Hendrickx. Επίσης, θερμές ευχαριστίες στο συζυγό μου που μου συμπαραστάθηκε καθόλη τη διάρκεια της προσπάθειας καθώς και στη μητέρα μου, στη μνήμη της οποίας αφιερώνεται η παρούσα μελέτη.
Ένα άλλο πρόβλημα που αφορά την αποκατάσταση του κειμένου είναι μείζον, σύμφωνα με τον Τριανταφυλλόπουλο (1989: ιθ΄), καθώς η διάκριση ανάμεσα σε γραμματικά, συντακτικά και σε συνειρμικά ή μνημονικά λάθη δεν γίνεται με σαφήνεια. Αν και δεν υπάρχει ικανοποιητικός αριθμός χειρογράφων, τα λάθη των πρώτων δημοσιεύσεων πολλαπλασιάστηκαν ακόμη και σε σημεία που δύσκολα υποπτεύεται κανείς την ύπαρξη της φθοράς παρόλο που ο γραφικός χαρακτήρας του Παπαδιαμάντη χωρίς να είναι ευανάγνωστος, δεν παρουσιάζει τα προβλήματα του Σολωμικού (ο. π., ιγ΄-ιδ΄).
Η πρώτη έκδοση του Φέξη έγινε όταν ο Παπαδιαμάντης δεν ήταν εν ζωή κι έχει ιστορική σημασία, αν και η αξιοπιστία του κειμένου αμφισβητείται. Η έκδοση Δικαίου εξαθηναΐζει το Σκιαθίτικο ιδίωμα, η έκδοση Ελευθερουδάκη επαυξάνει τα λάθη της εκδόσεως Φέξη, ενώ του Καραβία περιορίστηκε στο μικρό
19 Η Αρετάκη (2002: 20) κάνει λόγο για την πολυπρόσωπη φύση του έργου του Παπαδιαμάντη που καλεί σε διάλογο. Ο Προγκίδης (2002: 11) ισχυρίζεται το έργο από μόνο του διαψεύδει κάθε προσπάθεια υπαγωγής του σε μια και μοναδική ερμηνεία καθώς συνυφαίνονται οι παραδόσεις και οι αναθεωρήσεις. Επίσης, η Φαρίνου-Μαλαματάρη (2002: 13) θέτει το ερώτημα της πρεοσέγγισης ή της απομάκρυνσης του Παπαδιαμαντικού μετα-κειμένου που προκύπτει από τις ποκίλες προσεγγίσεις.
15
τόμο των Θαλασσινών ειδυλλίων. Η έκδοση Βαλέτα (1954), συνεχίζει ο Τριανταφυλλόπουλος (ο. π., ι΄-ια΄), παρουσιάζει τα κενά των πρώτων εκδόσεων, αν και θεωρήθηκε μνημειώδης καθώς και η έκδοση Σεφερλή που είναι πιο έγκυρη, εντούτοις η έλλειψη επέμβασης διαιώνισε τυπογραφικά σφάλματα. Αν οι πρώτες δημοσιεύσεις σε περιοδικά και εφημερίδες δεν θεωρούνται ταυτόχρονα ως χειρόγραφα (manuscripta) και ως πρώτες εκδόσεις (editiones principes), τότε ο εκδότης του Παπαδιαμάντη αντιμετωπίζει παρόμοιες δυσκολίες με τον εκδότη ενός αρχαίου συγγραφέα (ο. π., ις΄).
Ο Παπαδιαμάντης δεν διόρθωνε τα τελικά τυπογραφημένα κείμενα, όπως μαρτυρεί ο Δροσίνης (1925: 69) κι έτσι μια σφαλερή ανάγνωση του χειρόγραφου δημιουργούσε προβλήματα διπλοτυπίας ή πολυτυπίας των λέξεων20. Το ζήτημα της διάσωσης του αρχείου του και της απώλειας ενός μεγάλου μέρους του εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο της αποκατάστασης των Παπαδιαμαντικών κειμένων. Βέβαια τούτο το ζητούμενο είναι η θεματική μιας ξεχωριστής έρευνας, της οποίας όμως οι προεκτάσεις και οι ελλείψεις επιδρούν στην επιστημονική τεκμηρίωση οποιασδήποτε μελέτης αφορά την εργογραφία του Παπαδιαμάντη. Κάτω από το καθεστώς αυτού της λογοτεχνικού κενού κείται και η παρούσα εργασία.
Η βασική δομική σύσταση της μελέτης διαρθρώνεται στη μεθοδολογική εγγραφή που προαναφέρθηκε. Η διαίρεση των κεφαλαίων ξεκινά από μια κοινωνική αναφορά του γυναικείου στερεότυπου της εποχής του συγγραφέα και συνεχίζει με το λογοτεχνικό του χαρακτήρα. Το πρώτο μέρος της εργασίας περιλαμβάνει τα κεφάλαια (Α΄- Δ΄) που αναφέρονται στον ερωτικό λόγο και στη σχέση του με το γυναικείο πρότυπο. Στο Α΄ Κεφάλαιο αναλύεται η επίδραση του κοινωνικού και ιστορικού περιβάλλοντος στη διαμόρφωση της
20 Κατά τον Δροσίνη (ο. π., 69) από απόσπασμα άρθρου του στο περιοδικό Η εικονογραφημένη της Ελλάδος, γνωστοποιείται πρώτη φορά το πρόβλημα της αποκατάστασης των κειμένων: «… ό,τι έγραφε, … ούτε ζητούσε να μάθη πότε θα δημοσιευθεί, ούτε και διορθώσεις έβλεπε από το τυπογραφείο: τα χειρόγραφά του ήταν έκθετα, ριγμένα στη βρεφοδόχο του Βρεφοκομείου …». Ειδικά στις πρώτες δημοσιεύσεις, προσθέτει ο Τριανταφυλλόπουλος (1989: κζ΄), συναντώνται πολυτυπίες λέξεων στις οποίες, ενδέχεται, κατά αυθαίρετο τρόπο να προκρίνεται η στατιστικά συχνότερη. Πρβλ. Τριανταφυλλόπουλου (1976: 323, 333).
16
προσωπικότητας του Παπαδιαμάντη (Βαυαροκρατία, οργάνωση νεοσύστατου κράτους, εθνική πτώχευση) καθώς και οι παράγοντες (κοινωνικοί, θρησκευτικοί, πολιτιστικοί) που καθόρισαν το παραδοσιακό γυναικείο πρότυπο εκείνης της εποχής. Στο Β΄ Κεφάλαιο καταγράφονται τα πρώτα βήματα στη δημιουργία των προτύπων και των μοτίβων στο μυθιστορηματικό του κόσμο, όπως διαγράφονται σε σχέση με τη δράση των γυναικείων προσώπων. Στο Γ΄ Κεφάλαιο περιγράφονται οι παραλλαγές, οι συγχωνεύσεις και οι μετασχηματισμοί τους, όπως προβάλλουν μέσα από τον κόσμο της διηγηματογραφίας. Η τήρηση της χρονικής ακολουθίας κατά τη συγγραφική του παραγωγή - από τα μυθιστορήματα στα διηγήματα - εξυπηρετεί την αναζήτηση των θεματικών μοτίβων και την παρακολούθηση της εξέλιξής τους σε σχέση με την άρση των αφηγηματικών δομών. Το Δ΄ Κεφάλαιο περιλαμβάνει το θεατρικό διάλογο φιλοσοφικού περιεχομένου, Πόσις και Δάμαρ, έργο της όψιμης δημιουργίας του (1901) που καταγράφει τον εξουσιαστικό χαρακτήρα του ερωτικού λόγου. Το δεύτερο μέρος της εργασίας περιλαμβάνει το Ε΄ Κεφάλαιο που πραγματεύεται την επίδραση του παγανισμού στη διαλεκτική του ερωτικού λόγου σε συνάρτηση με το φυσιολατρικό χαρακτήρα, το υπερφυσικό στοιχείο και τη γλωσσική ιδιομορφία. Στον επίλογο εκθέτονται τα γενικά και τα ειδκότερα συμπεράσματα.
Το αρχικό σχέδιο της μελέτης δεν περιελάμβανε την καταγραφή των παγανιστικών στοιχείων στο έργο του Παπαδιαμάντη˙ η ερευνητική πορεία όμως έδειξε πως η έλλειψη αυτού του παράγοντα ήταν σημαντική στην περιγραφή της διάστασης του ερωτικού λόγου, καθώς αφαιρούσε τη σχέση με το χώρο του εξω-πραγματικού. Έτσι, θεωρήθηκε σωστό να στραφεί η έρευνα και προς αυτή την κατεύθυνση, για να έρθουν στο φως τα στοιχεία εκείνα που συνηγορούν στην υπερβατική διάσταση του ερωτικού λόγου. Το πρώτο πλάνο αναφερόταν αποκλειστικά στην προβολή των ερωτικών έργων του Παπαδιαμάντη˙ εν συνεχεία προστέθηκε η κοινωνική προσέγγιση του γυναικείου προτύπου, για να υπάρχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της θέσης και του ρόλου της γυναίκας την εποχή που έζησε ο συγγραφέας. Η εργασία ξεκινά ουσιαστικά από το δεύτερο σκέλος του τίτλου, από την καταγραφή του γυναικείου προτύπου, το οποίο προηγείται θεματικά για τη διερεύνηση του πρώτου σκέλους που αφορά τον ερωτικό λόγο και τον παγανισμό.
17
Μια παράμετρος του έργου του Παπαδιαμάντη που πρέπει να εξεταστεί, σύμφωνα με την ορθή γνώμη της Γκασούκα (1998: 26), είναι η διαμόρφωση της προσωπικότητάς του σε σχέση με το ιδιαίτερο οικογενειακό περιβάλλον του και τα κοινωνικά φαινόμενα της εποχής του21. Γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1811 από ιερατική οικογένεια22 - ο πατέρας του Αδαμάντιος Εμμανουήλ ήταν ιεροδιδάσκαλος με ναυτική καταγωγή - οι ρίζες της έφταναν ως την ονομαστή οικογένεια του Χατζηγιάννη που ανέδειξε κληρικούς και ιερομόναχους23. Η μητέρα του ήταν γόνος της αρχοντικής οικογένειας Μωραΐτη.
Οι εγκύκλιες σπουδές του – κύριο πατρικό μέλημα – ξεκίνησαν από το Δημοτικό σχολείο της Σκιάθου το 1856, χωρίς ουσιαστικά να ολοκληρωθούν ποτέ. Το 1866 πήρε το απολυτήριο του σχολαρχείου και ξεκίνησε τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο Χαλκίδας ένα χρόνο αργότερα λόγω οικονομικών δυσχερειών. Το 1869 συνέχισε στην Γ΄τάξη Γυμνασίου στον Πειραιά, όπου ξαναδιέκοψε πηγαίνοντας στο Άγιο Όρος χάριν προσκυνήσεως. Το 1874 πήρε το απολυτήριο του Γυμνασίου από τη Βαρβάκειο Σχολή. Κατόπιν, εγγράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή δίχως να πάρει ποτέ το πτυχίο του (ο. π., λδ΄).
Υπηρέτησε για λίγο διάστημα τη στρατιωτική του θητεία λόγω αναβολής σπουδών. Το 1879 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, τη Μετανάστιδα και παράλληλα άρχισε να συνεργάζεται με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά (ο. π., λε΄). Ο Παπαδιαμάντης εξάσκησε το επάγγελμα του μεταφραστή ως βιοποριστικό σε μια διαφορετική εποχή χωρίς την πολυτέλεια του χρόνου ή της
21 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 1. Η Κ. Χρυσομάλλη - Henrich (1997: 207) ακολουθεί μια διαφορετική περοσέγγιση στην εργασία της χωρίς ίχνος βιογραφισμού.
22 Σύμφωνα με τον Παπαγιώργη (2002: 92), η διαμόρφωση του ονόματος του Παπαδιαμάντη ακολουθεί την εξής πορεία: Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, Αλέξανδρος παπά -Αδαμαντίου, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
23 Τα στοιχεία αντλούνται από τον χρονολογικό δείκτη της ζωής του Παπαδιαμάντη, όπως καταγράφεται από τον Τριανταφυλλόπουλο (1989: λγ΄-λς΄). Ο ίδιος, όπως σημειώνει (ο. π. ) χρησιμοποίησε ως πηγές τις πληροφορίες του Φραγκούλα (1978) με τη συγκατάθεση του συγγραφέα. Επίσης, βλ. σχετ. Βαλέτα (1955: 47, 606-612). 18
καλής αμοιβής που απολαμβάνουν σήμερα οι μεταφραστές24. Το 1903 δημοσίευσε τη Φόνισσα στο περιοδικό Παναθήναια με τον υπότιτλο κοινωνικό μυθιστόρημα. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε σκοτεινά και ανήλιαγα δωμάτια της Αθηναϊκής πολιτείας, νοσταλγώντας τη γενέτειρά του, την οποία επισκεπτόταν και έμενε κατά μεγάλα διαστήματα. Το 1903 γιορτάστηκε στον Παρνασσό η 25ετηρίδα του ερήμην του. Στις 2 Ιανουαρίου του 1911, πέθανε στη Σκιάθο από πνευμονία25. Μόλις πριν είχε τιμηθεί με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος (ο. π., λς΄).
24 Ο Παπαδιαμάντης εργάστηκε ως επαγγελματίας μετεφραστής για είκοσι πέντε έτη. Έμαθε μόνος του ξένες γλώσσες – Αγγλικά, Γαλλικά – και συνεργάστηκε με τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, έναντι πενιχρής αμοιβής (Ραμπαγιάς, Νέο Πνεύμα, Κόσμος, Παναθήναια, Εστία, Άστυ, Εφημερίδα, Ακρόπολις, Νεολόγος, Μη Χάνεσαι). Βλ. σχετ. Τριανταφυλλόπουλου (2001: 77-80) καθώς και του ιδίου (1993: 34-39).
25 Για το τέλος του Παπαδιαμάντη, βλ. σχετ. Φαλτάϊτς (1921: 6) και Μωραϊτίδη (1921). 19
ΜΕΡΟΣ Α΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑΣ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
1. ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ου ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ
Το γενικότερο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής που έζησε ο Παπαδιαμάντης, όπως φαίνεται από τον ακόλουθο πίνακα26 σε σχέση με το περιβάλλον της ιδιαίτερης πατρίδας του και τις λογοτεχνικές επιρροές που δέχτηκε, διαμόρφωσε το χαρακτήρα του μέσα από μια σειρά γεγονότων ή ειδικών γνωρισμάτων όπως: επίδραση της Βαυαροκρατίας, έλλειψη οργάνωσης του μετεπαναστατικού κράτους, τάση αστυφιλίας, μεταναστευτικό ρεύμα.
Ο ερευνητικός σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι η συστηματική καταγραφή των βασικότερων κοινωνικών και ιστορικών γεγονότων σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο, που επηρέασαν την ιδεολογική πραγματικότητα της εποχής του Παπαδιαμάντη. Επίσης, ενδέχεται να καταγραφούν πολιτικοί ή οικονομικοί παράγοντες, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του κοινωνικού γίγνεσθαι καθώς και ιδιαίτεροι παράγοντες, λ.χ. εκπαιδευτικοί που συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας κοινής αντίληψης για το αποδεκτό γυναικείο πρότυπο.
Οι προβληματισμοί, που προκύπτουν από την επιστημονική επεξεργασία των δεδομένων, συνοψίζονται στους ακόλουθους:
26 Για τη σύνταξη του χρονολογικού πίνακα (σχήμα 1), όσον αφορά τα ιστορικά-πολιτικά συμβάντα χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το σχολικό ιστορικό εγχειρίδιο της Γ΄ Γυμνασίου, βλ. σχετ. Σφυρόερα (1993: 211, 236, 242), για τα εκπαιδευτικά γεγονότα, πληροφορίες από το έργο Νεοελληνικός πολιτισμός, σε επιμέλεια Φανούρη (1983: 130-132), ενώ για τη βιογραφία του συγγραφέα αντλήθηκαν στοιχεία από τα Άπαντα Παπαδιαμάντη, σε κριτική έκδοση Τριανταφυλλόπουλου (1988: λβ΄-λς΄).
20
α) Πώς και σε ποιό βαθμό τα επιτεύγματα στο χώρο των τεχνών, των επιστημών και της λογοτεχνίας άσκησαν άμεσες ή έμμεσες επιδράσεις στο έργο του Παπαδιαμάντη27.
β) Πώς οι κοινωνικοί και θρησκευτικοί κανονισμοί υπαγορεύουν την διαμόρφωση της συγκεκριμένης ιδεολογίας του φύλου με ιδαίτερες αναφορές στη συγκρότηση της ερωτικής συμπεριφοράς28.
γ) Ποιοί είναι οι σπουδαιότεροι παράγοντες που συνέβαλαν στην κοινωνικοποίηση της γυναίκας την εποχή του Παπαδιαμάντη29.
δ) Πώς ο κοινωνικός κώδικας ηθικών αξιών οδηγεί στη δημιουργία του παραδοσιακού γυναικείου προτύπου και των αποκλίσεών του30.
ε) Κατά πόσο υφίσταται η έννοια της κοινωνικής οριοθέτησης μέσω του θεσμού του γάμου με έμφαση στον ερωτικό λόγο31.
1. 1. Κοινωνικά και ιστορικά γεγονότα
Σύμφωνα με τον Τσουκαλά (1985: 31-38), η κρίσιμη και συναρπαστική δεκαετία συγκρούσεων και ανακατατάξεων για την Ελλάδα είναι εκείνη του 1870-1880, κατά την οποία η πολιτική και πνευματική ζωή της Ευρώπης καθορίζεται από τη ραγδαία εξέλιξη της βιομηχανικής επανάστασης32. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις διαδέχονται η μία την άλλη, με σημαντικότερες τον
27 Το ερώτημα προς διερεύνηση τίθεται στο Κεφ. Α΄, ενότητα 1.
28 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, ενότητα 2.
29 Βλ. σχετ. Κεφ. Α, ενότητα 3.
30 Βλ. σχετ. κεφ. Α΄, ενότητα 4.
31 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, ενότητα 5.
32 Η βιομηχανική επανάσταση, δηλ. η μεταβατική φάση από την αγροτική οικονομία στη μαζική μηχανική παραγωγή που ξεκίνησε από την Αγγλία στα τέλη του 18ου αι. και επεκτάθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη, έφερε ραγδαίες εξελίξεις στις κοινωνικές και οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις. Η εκβιομηχάνιση στην Ελλάδα όμως παρουσίασε σημαντική επιβράδυνση. Η έλλειψη οργάνωσης του νεοσύστατου κράτους, η οικονομική και πολιτική εξάρτηση του από τις Μεγάλες Δυνάμεις (Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία) και η δημιουργία κομμάτων που καθορίστηκε από το πλαίσιο της Βαυαροκρατίας, σφράγισαν την πολιτική ζωή του τόπου για δεκαετίες (ο. π.). Για το παραπάνω ζήτημα, βλ. σχετ. Τσουκαλά (1999: 36-39), Φίλια (1985: 45, 61), Αγριαντώνη (1986: 30-33) καθώς και Clapham (1994: 28).
21
ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, το τηλέφωνο και τον κινηματογράφο. Τη προώθηση του εκβιομηχανισμού και του εκσυγχρονισμού που στην Ελλάδα σημείωσε καθυστέρηση, ανέλαβε το κόμμα του Χ. Τρικούπη. Όμως η υπερχρέωση του Δημοσίου, η εθνική πτώχευση του 1893 και η ήττα του 1897 (κατάληψη της Θεσσαλίας από τους Τούρκους, δέσμευση της Ελλάδας για καταβολή πολεμικής αποζημίωσης, λήψη δανείου) παρέδωσαν την οικονομία στους δανειστές της (ο. π.). Το κίνημα στο Γουδί (1909) ήταν η έκφραση της ικανοποίησης του Ελληνικού λαού για την πάταξη του παλαιοκομματισμού. Ταυτόχρονα την κοινωνική ζωή χαρακτήριζε η μικροπολιτική παρά το γεγονός ότι το νέο Σύνταγμα εξασφάλιζε ενεργητική συμμετοχή στην κρατική ζωή (ο. π.). Το υποτελές πολιτικά και οικονομικά Ελληνικό κράτος άρχιζε να μετασχηματίζεται υποτυπωδώς, έστω με την απαρχή των πρώτων εργατικών διεκδικήσεων και την ανάπτυξη της επαγγελματικής συνείδησης33.
33 Στο τέλος του 19ου αι. εργατικές διεκδικήσεις με έντονο χαρακτήρα εκδηλώνονταν στην εκβιομηχανισμένη Ευρώπη και στην Αμερική - η απεργία των ανθρακωρύχων στη Γαλλία το 1890, η απεργία των οδηγών τραμ στη Ν. Υόρκη το 1886 - προτού εμφανιστούν στην Ελλάδα, π. χ. η μεγάλη απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη το 1936 που κατέληξε σε αιματοχυσία. Η απεργία, ως νέα μορφή κοινωνικής σύγκρουσης, ήταν το μέσο πάλης της εργατικής τάξης κατά της αστικής. Όπως έναν αιώνα πριν οι αστοί βρίσκονταν σε ρήξη με τους αριστοκράτες-φεουδάρχες, έτσι τώρα γίνονταν οι ίδιοι στόχος διεκδικήσεων. Η Μαρξιστική θεωρία του ιστορικού υλισμού ενίσχυε το συνδικαλιστικό αγώνα και την ανάπτυξη της εργατικής συνείδησης καθώς αποσκοπούσε σε μια μορφή αταξικής κοινωνίας, όπου ο λαός θα κατείχε τα μέσα παραγωγής και θα επικρατούσε δίκαιη κατανομή του κοινωνικού πλούτου σε όλους. Περισσότερα στοιχεία για την εποχή των κοινωνικών μετασχηματισμών, βλ. σχετ. Μοσκώφ (1972: 56), του ιδίου (1985: 25), Κρεμμυδά
( 1988: 226-232), Πουλαντζά (1985: 26-29) καθώς και Hobsbawn (1994: 80, 336). 22
ΠΙΝΑΚΑΣ - ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
ΕΤΟΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΤΟΥ ΑΛ.
Π΄΄ΔΙΑΜΑΝΤΗ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ/
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ
ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ
ΕΛΛΑΔΑ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ/
ΥΠΟΛΟΙΠΟ
ΚΟΣΜΟ
ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ/
ΓΡΑΜΜΑΤΑ/
ΜΟΥΣΙΚΗ /
ΤΕΧΝΕΣ ΣΤΗΝ
ΕΥΡΩΠΗ
1851
Γεννήθηκε στη
Σκιάθο
Ηλεκτρικός σιδηρόδρομος/
Κ. Παίητζ.
1857
Φοιτά στο
Δημοτικό Σχολείο Σκιάθου
Πεθαίνει ο Δ.
Σολωμός στην
Κέρκυρα
Τέλος Κριμαϊκού
πολέμου
(1853-1857)
Πρώτα βήματα
στη χρήση
αερόπλοιου /
Ε. Ζιφάαρ
1862
Μένει στη
Σκιάθο /
Οικονομικές
δυσχέρειες
Εκθρόνηση του
Όθωνα
Ο Βίσμαρκ Ο.
πρωθυπουργός
στη διηρημένη
Γερμανία
Κίνημα του
Ρομαντισμού στη μουσική/
Ε. Μπερλιόζ
1866
Παίρνει το
απολυτήριο του
Σχολαρχείου από
τη Σκόπελο
Έναρξη Κρητικής
Επανάστασης / Ο Ε.
Ροΐδης γράφει την
Πάπισσα Ιωάννα
Όπερα:
Τζ. Βέρντι/
Ρ. Βάγκνερ/
Γ. Στράους
1874
Εγγράφεται στη
Φιλοσοφική Αθηνών
Δημοσιεύεται άρθρο του Χ. Τρικούπη, με
τίτλο: Τις πταίει;
Πρώτα βήματα
στην έγχρωμη
φωτογραφία /
Χ. Φόγκελ
1879
Δημοσιεύει το
μυθιστόρημα
Η Μετανάστις
Εκδίδεται Η Διάπλα-
σις των παίδων / Ο
Δ. Βικέλας γράφει
τον Λ. Λάρα
Πρώτα βήματα
στη χρήση
τηλεφώνου /
Γ. Μπέλ 23
1884
Δημοσιεύει το
μυθιστόρημα
Η Γυφτοπούλα
Λειτουργεί μέρος
του Ο.Σ.Ε./ Διαγω-
νισμός Εστίας
Μεταναστευτικό
ρεύμα προς την
Αμερική
Απομόνωση βακ
κίλου τετάνου /
Α. Νικολάιεφ
1887
Δημοσιεύει το
διήγημα
Το Χριστόψωμο
Μακεδονικό ζήτημα/
Ίδρυση Κρατικού
φροντιστηρίου
Ανακάλυψη
Γραμμοφώνου/
Α. Μπέρλινερ
1893
Ασχολείται με
μεταφραστική
εργασία
Κίνημα Γ. Ψυχάρη/
Διάκριση Διδ/λείου-
Παρθεναγωγείου
Γαλλο-Ρωσσική
συμμαχία κατά
Γερμανίας
Κινηματογράφος
Θ. Έντισον /
Κ. Τζέκινς
1897
Συνεργάζεται με
την εφημερίδα
Ακρόπολις
Ανακατάληψη
Θεσσαλίας από τους
Τούρκους
Ενδυνάμωση
εθνικισμού στην
Κίνα
Ασύρματος
τηλέγραφος /
Γ. Μαρκόνι
1903
Δημοσιεύει το
διήγημα
Η Φόνισσα
Ίδρυση Κομιτάτου
Μακεδονικού/ Ο Γρ.
Ξενόπουλος γράφει
τη Τρισεύγενη
Υποβρύχια
πειράματα/
Τ. Χόλλαντ
1911
Πεθαίνει από
πνευμονία στη
Σκιάθο
Νέο Σύνταγμα επί
Ελ. Βενιζέλου /
Εκπ/κό νομοσχέδιο
Ι. Τσιριμώκου
Επέτειος ενός
έτους από το
θάνατο του Λ.
Τολστόϋ
Σχήμα 1
Ο νεαρός Παπαδιαμάντης βίωνε τις επιπτώσεις ενός τέτοιου ιστορικού περίγυρου κι ερχόταν σε άμεση επαφή με τις ιδιαιτερότητες της γενέθλιας γής και γενικά της Ελληνικής υπαίθρου. Η Σκιάθος με τις φυσικές της ομορφιές δεν κατάφερνε να εξωραΐσει τα κοινωνικά της προβλήματα: η κλειστή της οικονομία που βασιζόταν στην οικογενειακή διαχείριση και στην αυτάρκεια 24
συχνότατα οδηγούσε στην ανέχεια. Ο θεσμός34 της εκτεταμένης μορφής οικογένειας σε σχέση με τις ανάγκες της αγροτικής κοινωνίας καθιστούσε τη διαβίωση μια καθημερινή πάλη με τις ασθένειες, την έλλειψη στοιχειώδους ιατρικής παροχής και την παιδική θνησιμότητα. Ένα από τα πολλά διηγήματα που αναφέρονται σε πρόωρο θάνατο παιδιού είναι Η φωνή του δράκου (Άπαντα, Η φωνή του δράκου, 611: «… μετ’ ολίγα δευτερόλεπτα, ο Κώτσος έπιπτε κάτω εις την γην, από ύψους είκοσι μέτρων …»).
Σύμφωνα με τον Ψαρούκη (1974: 37), ένα άλλο πρόβλημα που έκανε την εμφάνισή του εκείνη την εποχή, το μεταναστευτικό ρεύμα ειδικά προς το Νέο Κόσμο, έπαιρνε μαζικές διαστάσεις. Σχεδόν αποτελούσε κοινωνική πληγή35 που άφηνε πίσω της τα απομεινάρια μιας ιδιότυπης κοινωνικής οργάνωσης, όπου οι γυναίκες - κυρίως των ναυτικών και των ξενιτεμένων - φαίνονταν να αποκτούν κάποια μορφή οικονομικής εξουσίας. Στο διήγημα Τ’ αγνάντεμα ο Παπαδιαμάντης περιγράφει παραστατικά την απουσία και την αναμονή της επιστροφής (Άπαντα, Τ’ αγνάντεμα, 200: «… Τον καιρόν εκείνον, καράβια και γολέτες έδεναν μεσούντος του φθινοπώρου. Οι θαλασσινοί μας αγαπούσαν πολύ της εστίας την θαλπωρήν, τον καπνόν του μελάθρου …»).
Όπως διαπιστώνει ο Βαλέτας (1972: κα΄), τη πτώση της φεουδαρχίας36 και τον ξεπεσμό του μοναχισμού, διαδέχθηκε το ιερατικό κίνημα
34Οι κοινωνικοί θεσμοί είναι πλέγματα κανόνων που συντονίζουν επαναλαμβανόμενες διαπροσωπικές σχέσεις με τη δημιουργία κατάλληλων προσδοκιών. Η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων είναι ένα μεταβλητό στοιχείο των θεσμών. Βλ. σχετ. Γέμτου (1999: 108), του ιδίου (1984: 35) και του ιδίου (1995: 47).
35 Λόγοι κοινωνικοί και οικονομικοί υπαγόρευαν την αναζήτηση καλλίτερης τύχης στο εξωτερικό. Έτσι, η Ελλάδα βίωνε τις δυσμενείς επιπτώσεις του φαινομένου της μαζικής μετανάστευσης στην πληθυσμιακή της σύνθεση, κυρίως της υπαίθρου. Ένας μεγάλος αριθμός μεταναστών ανέβαλε επ’ αόριστο τον επαναπατρισμό, με άμεση συνέπεια την ανάληψη οικονομικών και κοινωνικών υποχρεώσεων από τα γυναικεία μέλη της οικογένειας. Βλ. σχετ. Μερακλή (1973: 34). Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που παραθέτει σε πίνακα ο Douglas (1989: 443), ο αριθμός των μεταναστών το 1907 ανέρχεται σε 29.619, από τους οποίους 28.808 πήγαν στην Αμερική.
36 Οι αγρότες, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, νοίκιαζαν τη γη των ντόπιων ή των Τούρκων τσιφλικάδων ή εργάζονταν με ημερομίσθιο. Με την αποπομπή των Τούρκων μεγαλοκτηματιών η γη μεταβιβάστηκε στο κράτος, το οποίο την νοίκιαζε στους αγρότες – πρόκειται για τα λεγόμενα εθνικά 25
των Κολλυβάδων37, η εμφάνιση του οποίου επηρέασε βαθιά τη θρησκευτική συνείδηση του Παπαδιαμάντη. Ο αμφιλεγόμενος ρόλος του κινήματος στη λεγόμενη Λαϊκή Ορθοδοξία ανέδειξε φυσιογνωμίες, όπως του Μακάριου Νοταρά, του Νικόδημου Αγιορείτη, του Αθανάσιου Πάριου, των οποίων η αυστηρότητα στα ζητήματα της λατρείας κάποιες φορές βρήκε πρόσφορο έδαφος στην καλλιέργεια δογματικών εκκλησιαστικών απόψεων. Στο διήγημα Οι Ελαφροΐσκιωτοι γίνεται μνεία για την άφιξη των μοναχών και στην εκστατική εμπειρία που βιώνει ο Αγάλλος κατά τη διάρκεια ολονυχτίας (Άπαντα, Οι Ελαφροΐσκιωτοι, 475: «… μέγα φως εντός του ναού … σεβάσμιος πρεσβύτης ιερομόναχος … οστεώδης … με λιπόσαρκους … χαρακτήρας … ο εν λόγω διδάσκαλος … είχεν ακολουθήσει τινά των παλαιών εθίμων μοναστικής τινός κοινότητα, λίαν αρχαιοπρεπούς …»).
Σύμφωνα με τον Πούχνερ (1983: 1070), στο νέο κράτος ο αγροτικός και ο αστικός κόσμος αναπτύσσονταν παράλληλα με αμφίδρομες επιδράσεις παρά την κοινωνική διαφοροποίηση που δημιουργήθηκε από την τάση αστυφιλίας38. Τα γνωρίσματα τόσο της παλιότερης παραδοσιακής κοινωνίας όσο και της σύγχρονης αντανακλώνται στο Παπαδιαμαντικό έργο, μολονότι η βαρύτητα που δίδεται στην παλιότερη κοινωνική οργάνωση σε πολλά σημεία δεν ξεφεύγει από μια έντονη μεροληπτική διάθεση39.
κτήματα που αρχικά υποθηκεύτηκαν για τη χορήγηση των Αγγλικών δανείων. Πάντως, η διατήρηση των φεουδαρχικών σχέσεων παρεμπόδιζε την κοινωνικοπολιτική εξέλιξη της Ελλάδας. Βλ. σχετ. Κατσουλάκου (1994: 33), Βεργόπουλου (1975: 34) και Douglas (1989: 377).
37 Μοναχοί του Αγίου Όρους (1754-αρχές του 19ου αι.) που πρέσβευαν την επιστροφή στην αρχαία παράδοση της εκκλησίας. Από τους αντιπάλους τους ονομάστηκαν περιφρονητικά Κολλυβάδες γιατί επέμεναν πως την Κυριακή δεν έπρεπε να γίνονται μνημόσυνα (κόλλυβα) αλλά μόνο το Σάββατο. Βλ. σχετ. Μπέγζου (1999: 217) καθώς και Παπαγιώργη (2002: 36, 169). Η άποψη της Θεοδοσοπούλου (2001: 42) ότι η θέση του Παπαγιώργη είναι υπέρ των Κολλυβάδων, παρουσιάζει κενά καθώς στερείται επιχειρηματολογίας.
38 Στην Αθήνα του 19ου αι. ο αστικός πληθυσμός παρουσιάζει ανομοιογένεια, καθώς διατηρεί έντονα τα γνωρίσματα της αγροτικής καταγωγής και της πνευματικής επίδρασης από τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ευρώπης. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει ο Καιροφύλλας (1990: 47), ο πληθυσμός της Αθήνας αυξάνεται ραγδαία από 48.107 χιλ. κατοίκους το 1870 στις 114. 355 το 1889. Επίσης, βλ. σχετ. Σαρηγιάννη (1978: 28-29).
39 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 2. Επίσης, πρβλ. Σκουζέ (1961: 31-34). 26
Η κοινωνική διαστρωμάτωση40 της Αθηναϊκής πολίχνης που βάδιζε το δρόμο της αστικοποίησης εμπλουτίζεται από ένα μωσαϊκό νέων τάξεων41, όπως διαπιστώνει η Σκαλτσά (1983: 29), των ευπόρων Ελλήνων της Διασποράς προερχόμενων από την Ευρώπη, την Αίγυπτο ή από περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, των μικροαστών βιοτεχνών, των εργατών και των αγροτών που συρρέουν στη πρωτεύουσα από την επαρχία προς αναζήτηση καλλίτερης τύχης. Η συγκρότηση της κεντρικής και Δημόσιας διοίκησης αν και παρουσιάζει οξύτατα προβλήματα, δέχεται την εισβολή των νέων ηθών από την Ευρώπη (ο.π.). Σύμφωνα με την Γκασούκα (1998: 170), ο εξευρωπαϊσμός είναι μια έννοια που διέπει κυρίως την κοινωνική ζωή, χωρίς όμως οι μετασχηματισμοί που προτείνει να γίνονται αποδεκτοί στο σύνολό τους από τον ετερόκλητο κοινωνικό ιστό επειδή χαρακτηρίζεται ακόμη από την επαρχιακή νοοτροπία παρά μόνο στα ανώτερα στρώματα της. Η κοινωνική θέση42 της γυναίκας αν και εξωραΐζεται στην πραγματικότητα διαφοροποιείται με αργούς ρυθμούς (Σκαλτσά, 1983: 31), καθώς το θεσμικό κοινωνικό πλαίσιο της εποχής εκείνης απηχεί μια έντονη διάκριση των φύλων στον τομέα της κοινωνικοποίησης, της εκπαίδευσης, στο χώρο εργασίας, ακόμη και στην επιλογή του μέλλοντα συζύγου.
1. 2. Κοινωνία, εκπαίδευση και φεμινιστικό κίνημα
40 Ο όρος στρώμα αναφέρεται σε ομάδες που διαφοροποιούνται μεταξύ τους με κριτήρια ανώτερου και κατώτερου αλλά δεν συγκροτούν κοινωνική ομάδα. Ο όρος τάξη είναι στο επίκεντρο της Μαρξιστικής θεωρίας και αναφέρεται σε κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται σε ανταγωνιστή σχέση με τα μέσα παραγωγής και συντελούν στις κοινωνικές μεταβολές. Η κοινωνική διαστρωμάτωση προϋποθέτει κριτήρια διάκρισης ή συνδυασμό αυτών: εισοδηματικές διαφορές, πρόσβαση στην εξουσία, μόρφωση. Βλ. σχετ. Γέμτου (1999: 111-112) και Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη (1986: 67).
41 Ο εμπλουτισμός του κοινωνικού κορμού είναι εντυπωσιακός, όπως επίσης και η έλλειψη σταθερής πολιτισμικής σύνθεσης. Καινούριες μικροαστικές συνοικίες δημιουργούνται για να εξυπηρετήσουν τα νέα κοινωνικά δεδομένα. Βλ. σχετ. Άννινο (1971: 43).
42 Η έννοια της κοινωνικής θέσης είναι ένα είδος κόμβου σ’ ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων καθώς οι ρόλοι συνδέονται εννοιολογικά με τις κοινωνικές θέσεις. Η κατανομή κοινωνικών ρόλων προϋποθέτει κοινωνική διαφοροποίηση, δηλαδή την ύπαρξη μιας δομής κοινωνικών θέσεων. Βλ. σχετ. Τσουκαλά (1987: 48). 27
Όπως αναφέρει ο Φανούρης (1983: 130), στο χώρο της εκπαίδευσης επικρατεί έλλειψη συστηματικής κρατικής οργάνωσης. Στα χρόνια του Όθωνα, τα σχολεία δεν ήταν πολλά και υπήρχαν μόνο σε κεφαλοχώρια. Η ίδρυση της Φιλεκπαιδευτικής εταιρείας το 1836, είχε ως αρχικό σκοπό την ανάπτυξη της Δημοτικής εκπαίδευσης αλλά περιορίστηκε τελικά μόνο στην εκπαίδευση των θηλέων (ο. π.). Από το 1860 η αριστοκρατική τάξη συνήθιζε να δίνει διακοσμητική μόρφωση στα κορίτσια – ξένες γλώσσες, μουσική - στέλνοντάς τα σε ξένα σχολεία (Παρθεναγωγείο Χίλλ). Το 1861 ιδρύθηκε το Ανώτερο Παρθεναγωγείο, το οποίο αναγνωρίστηκε από την Ελληνική κυβέρνηση ως Διδασκαλείο θηλέων που επέτρεπε στις αποφοίτους να δίνουν πτυχιακές εξετάσεις43. Στο Σύνταγμα του 1864 υιοθετήθηκαν για την εκπαίδευση οι διατάξεις του 184444, ενώ έκλεισε το Διδασκαλείο που προετοίμαζε δασκάλους. Νέα αναλυτικά προγράμματα ανανέωσαν τον προσανατολισμό του 1836, ενώ τα δημοσυντήρητα σχολεία ήταν υπό διάλυση. Συνεχίζοντας ο Φανούρης (ο. π.) αναφέρει ότι από το 1878 επαναλειτούργησε το Διδασκαλείο και καταργήθηκε η αλληλοδιδακτική. Το 1885 το κράτος ανέλαβε την οικονομική υποστήριξη των δημοσυντήρητων σχολείων. Το 1887 ιδρύθηκε Κρατικό φροντιστήριο – μια επιπλέον τάξη επανάληψης για τους απόφοιτους Γυμνασίου – κατόπιν ακολούθησε το νομοσχέδιο του 1889/1890 χωρίς καμιά ουσιαστική βελτίωση (ο. π.). Η νομοθετική ρύθμιση του 1893 διαχώρισε το
43 Η Εταιρεία ίδρυσε πολλά αστικά σχολεία και παραρτήματα Διδασκαλείων σ’ όλη τη χώρα (Καλαμάτα, Τρίκαλα, Τρίπολη, Κέρκυρα, Πάτρα, Λάρισα) που απέκτησαν μεγάλη φήμη στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος. Η σύνταξη του προγράμματος μαθημάτων προσαρμόστηκε στη φύση της γυναίκας (ανάγνωση, γραφή, χειροτεχνία, οικοκυρικά). Η μέση εκπαίδευση των θηλέων παρέμενε όμως σε χαμηλό επίπεδο λόγω έλλειψης συστηματικής οργάνωσης˙ ενεδεικτικά αναφέρεται ότι το πτυχίο του ανώτερου Παρθεναγωγείου αν και ισοδυναμούσε με το απολυτήριο του Γυμνασίου, δεν έδινε το δικαίωμα εγγραφής στο Πανεπιστήμιο και σε άλλες σχολές αντίστοιχες μ’ αυτό. Το 1919 τα ανώτερα Παρθεναγωγεία αφομοιώθηκαν με τα αστικά σχολεία. Για περισσότερες πληροφορίες, πρβλ. Ζιώγου Καραστεργίου (1986: 47-50) και Μπελιά (1970: 32-36).
44 «… η ανωτέρα εκπαίδευσις ενεργείται δαπάνη του κράτους, εις δε την δημοτικήν συντρέχει και το κράτος κατά το μέτρον της ανάγκης των δήμων …». Βλ. σχετ. Φανούρη (1983: 130), απόσπασμα από το άρθρο 16 του Συντάγματος του 1864.
28
επαγγελματικό σχολείο, το Διδασκαλείο, από το γενικό, το ανώτερο Παρθεναγωγείο45.
Το 1896 θεσπίστηκε διάταγμα που παραχωρούσε το δικαίωμα ίδρυσης νηπιαγωγείων σε ιδιωτική πρωτοβουλία. Το εκπαιδευτικό πρόβλημα σε σχέση με το γλωσσικό σημάδευσε την αρχή του νέου αιώνα. Το 1901 έλαβαν χώρα μεγάλα συλλαλητήρια γνωστά ως Ευαγγελιακά με αφορμή τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική και λίγο αργότερα τα Ορεστειακά με αφορμή την παρουσίαση αρχαίας τραγωδίας μεταφρασμένης στη νέα Ελληνική γλώσσα. Το 1904 πραγματοποιήθηκε το Α΄ εκπαιδευτικό συνέδριο, όπου μεταξύ των άλλων συζητήθηκε το ζήτημα της υποχρεωτικής μόρφωσης των κοριτσιών (ο. π.).
Το 1908 τα νομοσχέδια του Στάη αναγνώριζαν το γεγονός ότι η οργάνωση της εκπαίδευσης των θηλέων υστερούσε σε σχέση με των αρρένων και προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες τόσο του αστικού όσο και του αγροτικού πληθυσμού, δίνοντας τη δυνατότητα στα κορίτσια μετά το Δημοτικό να φοιτήσουν σε Οικοκυρικές ή Αγρονομικές Σχολές ή στο Παρθεναγωγείο46.
Παρά το γεγονός ότι αργότερα συζητιόταν στους ευρύτερους πνευματικούς κύκλους το ζήτημα της εκπαίδευσης των κοριτσιών και τα θετικά βήματα που είχαν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση υπό την αιγίδα αξιόλογων παιδαγωγών του Εκπαιδευτικού Ομίλου - όπως του Δελμούζου και του Γληνού - και την ίδρυση του Παρθεναγωγείου του Βόλου (1908), εντούτοις η κοινωνική αποδοχή θα καθυστερήσει αρκετά. Άλλωστε οι νεωτερισμοί αυτοί προκάλεσαν την αντίρρηση των συντηρητικών στοιχείων και την παραπομπή σε δίκη του Α. Δελμούζου, στο Ναύπλιο, το 1914 (ο. π., 132).
45 Οι δασκάλες που διδάξανε για δεκαετηρίδες στα Δημοτικά σχολεία θηλέων μορφώθηκαν στα Διδασκαλεία της Εταιρείας. Η διάκριση ανάμεσα στο Διδασκαλείο και στο Παρθεναγωγείο, ουσιαστικά δε συνέβαλε στην αναβάθμιση της εκπαίδευσης. Βλ σχετ. Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου (1986: 67). Επίσης, σημαντικές πληροφορίες για την ανάπτυξη της εκπαίδευσης παρέχει η μελέτη του Μπουζάκη (1986: 28-34) και του Φουρναράκη (1989: 47).
46 Από τη β΄ τάξη του Παρθεναγωγείου, τα κορίτσια μπορούσαν να γραφτούν στο Διδασκαλείο, το Γυμνάσιο ή τις Εμπορικές Σχολές «… συμφοιτώσαι μετά αρρένων, ένθα δεν υπάρχουσιν ισοβάθμια σχολεία θηλέων …». Πρβλ. Ευαγγελόπουλου (1987: 35) καθώς και Σ. Τζουμελέα-Παναγοπούλου (1933: 46-49).
29
Το 1910 το νεοσύστατο Λαϊκό κόμμα του Παπαναστασίου συμπεριέλαβε στο πρόγραμμά του σαφείς εκπαιδευτικούς στόχους λ.χ. επέκταση της επαγγελματικής παιδείας και παροχή υποτροφιών (ο. π.). Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του Αλεξανδρή (1911), του Τσιριμώκου (1913) ακόμη και του Βενιζέλου (1929) είναι πολύ μακριά από την εποχή που γράφει ο Παπαδιαμάντης και μεταφέρει την απήχηση της κοινής γνώμης για τη μόρφωση των κοριτσιών47.
Πάντως, σύμφωνα με τον Σκουλάτο (1984: 128-129), το αίτημα για τη γυναικεία χειραφέτηση48 εμφανίστηκε αργότερα στην Ελλάδα με την ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και την είσοδο των γυναικών στα Πανεπιστήμια. Το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη ενός κινήματος για τα δικαιώματα των γυναικών ξεκίνησε πρώτα από τα αστικά στρώματα και τους κύκλους των διανοούμενων. Το 1887 κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της Εφημερίδος των Κυριών. H εκδότρια, η Καλλιρρόη Παρρέν (1887-1917)49, έχει συνδέσει το όνομά της με την ιστορία του
47 Περισσότερα στοιχεία για την εκπαίδευση των θηλέων στην εποχή του Παπαδιαμάντη, βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, ενότητα, 3. Μια σύγχρονη αναφορά στο θέμα των εκαπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων αποτελεί η έρευνα της Άννας Φραγκουδάκη (1987: 19-23).
48 Το οργανωμένο φεμινιστικό κίνημα εκδηλώθηκε πρώτα στην αστικοποιημένη Αγγλία και αργότερα επεκτάθηκε στις υπόλοιπες βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες. Το 1903, η Ε. Πανκχώρστ ίδρυσε την Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών (τα μέλη της ονομάζονταν σουφραζέτες), με βασικό αίτημα το δικαίωμα ψήφου. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη Δήμητρα Σαμίου (2002: 5) το δικαίωμα της γυναικείας ψήφου κατοχυρώθηκε νομοθετικά το 1952 (άρθρο 70-ερμηνευτική δήλωση) ενώ στη Φιλανδία το 1906 και στην Ελβετία μόλις το 1954. Η Μαρία Ρεπούση (2002: 14) συμπληρώνει πως οι Ελληνίδες ψηφίζουν πρώτη φορά στις αναπληρωματικές εκλογές της Θεσσαλονίκης το 1953 και συνολοκά στην επικράτεια το 1956. Για τα γεγονότα που μεσολάβησαν πριν την κατοχύρωση της γυναικείας ψήφου, βλ. σχετ. Ζώγια Χρονάκη (2002: 7, 9), Αγγέλικα Ψαρρά (2002: 11-12), της ιδίας (1979: 10-11). Γενικά, για τα δικαιώματα των γυναικών, βλ. σχετ. Μαρία Σβώλου (1924: 24), η οποία υπήρξε μια δυναμική μορφή της πρώτης γενιάς φεμινιστριών. Ακόμη, πρβλ. Χ. Γιαννού (1925: 23), Ελένη Βαρίκα (1981: 54), της ιδίας (1987: 35-42). Επίσης, ιδέ Κεφ. Α΄, παρ. 2, υποσ. 61.
49 Η Κ. Παρρέν καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια, τελείωσε το Αρσάκειο Διδασκαλείο, εργάστηκε ως διευθύντρια στο Παρθεναγωγείο της Οδησσού και αγωνίστηκε με πάθος για το δικαίωμα της γυναίκας στη μόρφωση. Επίσης, βοήθησε στην ίδρυση του Λυκείου Ελληνίδων, επιδιώκοντας από το 1911 τη δημιουργία ιματιοθήκης και εθνικών ενδυμασιών. Βλ σχετ. Παρρέν (1903: 19) και Καιροφύλλα (1990: 185). Γενικά, για την ανάπτυξη του Ελληνικού φεμινιστικού 30
γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα. Στο Παπαδιαμαντικό έργο, οι νύξεις που γίνονται για τα δικαιώματα των γυναικών είναι συνυφασμένες με τα κοινωνικά δεδομένα, χωρίς να παίρνουν τη μορφή οργανωμένης φεμινιστικής τοποθέτησης50.
1. 3. Λογοτεχνικές επιδράσεις και Παπαδιαμάντης
Όταν ο Παπαδιαμάντης έρχεται σε επαφή με το Πανεπιστήμιο51 και τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης, επικρατεί ο ρομαντισμός52. Το κίνημα του
κινήματος, πρβλ. Στέλλα Μόσχου-Σακοράφου (1990), Ξηραδάκη (1988) και Παπαδοπούλου (1975). Επίσης, αξιομνημόνευτες είναι οι μελέτες των Πάντου (1959: 26), Ελένη Αβδελά (1985: 26), της ιδίας (1990: 52), (1993: 19) και (1997: 24-36). Από τον Τύπο της εποχής εκείνης διακρίνονται τα άρθρα των Χατζόπουλου (1908: 1031-1032) και Φωτιάδη (1902: 68), ενώ από τη σύγχρονη αρθογραφία για την εξέλιξη της γυναικείας πολιτικής ισότητας ξεχωρίζουν τα άρθρα των Παντελίδου-Μαλούτα (2002: 18-19) της ιδίας (1990: 104) καθώς και Α. Γιωτοπούλου–Μαραγκοπούλου (2002: 22-23) και Χριστίνα Δαμουλιάνου (2002: 30-31).
50 Βλ. σχετ. Κεφ. Δ΄.
51 Το 1874 εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών – με συμφοιτητή τον Βιζυηνό - από την οποία δε θα πάρει ποτέ το πτυχίο του, απογοητεύοντας έτσι την οικογένειά του που έβλεπε να χάνονται οι ελπίδες της για οικονομική ανάκαμψη. Βλ. σχετ. Γκασούκα (1998: 30) και Τριανταφυλλόπουλου (1989: λδ΄).
52 Πατέρας του είδους ήταν ο Scott που ανέπλασε ιστορικά τη μεσαιωνική ζωή της Αγγλίας. Κατά τη διάρκεια ανάπτυξής του (1830-1880), στο χώρο της πεζογραφίας κυριάρχησε το ιστορικό μυθιστόρημα, ως μίμηση των Ευρωπαϊκών προτύπων. Η μεταφύτευση του ρομαντισμού στην Ελλάδα δεν τέθηκε σε σωστές βάσεις. Μολονότι ο ρομαντισμός εμπνεύστηκε από τις ρίζες του λαού και βοήθησε στην ηθική εξύψωση του αγώνα του ’21, εντούτοις η λογοτεχνική παραγωγή δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τον κούφιο πατριωτισμό, τη ρηχή συναισθηματολογία, τον πομπώδη στόμφο και την αυστηρή μορφή καθαρεύουσας. Το κίνημα του ρομαντισμού που επηρέασε σημαντικά την Παλαιά και Νέα Αθηναϊκή Σχολή ανανεώθηκε:
α) Στην πεζογραφία από το ρεύμα του ρεαλισμού (πιστή αλλά όχι φωτογραφική απεικόνιση της πραγματικότητας με έμφαση στο ηθογραφικό, κοινωνικό ή ψυχογραφικό διήγημα) και του νατουραλισμού (λεπτομερής εικόνα της πραγματικότητας, επίδραση κληρονομικότητας και περιβάλλοντος στον άνθρωπο).
β) Στην ποίηση εμφανίστηκε ο παρνασσισμός (πλαστική επεξεργασία, ηχηρός στίχος, πλούσια ρίμα) και ο συμβολισμός (μουσικότητα του στίχου, υποβλητικότητα).
Η τάση του Τύπου ευνοούσε τις σύντομες αφηγήσεις βοήθησε την προβολή του διηγήματος και του χρονογραφήματος. Η νέα λογοτεχνική γενιά, με τη στροφή της προς την ζωή της 31
ρομαντισμού επικυρώνει την αντίθεσή του προς τον κλασσικισμό και χαρακτηρίζεται από την ελεύθερη έκφραση του συναισθήματος και από την αγάπη προς το φανταστικό και το μυστηριώδες53. Οι ρίζες του ανάγονται στην Αγγλική λογοτεχνία (Σέλλεϋ, Βύρων), στη Γερμανική (Γκαίτε, Χάϊνε, Χαίλντερλιν) και κυρίως στη Γαλλική, όπου έφτασε στη πλήρη άνθησή του κατά τους Ναπολεόντειους χρόνους (Ουγκώ, Λαμαρτέν, Σατωμπριάν).
Η γνωριμία του Παπαδιαμάντη με τα Ευρωπαϊκά γράμματα και τους ξένους λογοτέχνες επιδρά αποφασιστικά στη συγγραφική του διαδρομή. Σύμφωνα με τον Προγκίδη (2002: 20) το 1884, την εποχή που αρχίζει ο Παπαδιαμάντης τη συγγραφική του καριέρα, στη Γαλλία επικρατεί ο νατουραλισμός (Ζολά, Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Μπωντλαίρ)54, στη Ρωσσία το ιστορικό-κοινωνικό μυθιστόρημα, (Ντοστογιέφσκυ, Γκόγκολ, Τολστόϋ), στην Αγγλία το περιπετειώδες (Ντίκενς, Στήβενσον) και στη Γερμανία ο ρομαντισμός (Γκαίτε, Χάουπτμαν). Ανάλογη άνθιση γνωρίζει το κίνημα του ρομαντισμού στις καλές τέχνες – στη ζωγραφική (Ντελακρουά, Τάρνερ) καθώς και στη μουσική (Σούμπερτ, Σούμαν, Μπερλιόζ). Ο Παπαδιαμάντης συνδιαλέγεται με την Ευρώπη
υπαίθρου συνέβαλε στην ανάπτυξη της πεζογραφίας. Ο νεαρός Παπαδιαμάντης δεν εντάχθηκε σε καμιά λογοτεχνική Σχολή – τουλάχιστον στην αρχή – και γλωσσικά παρέμεινε αποστασιοποιημένος από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του (Καρκαβίτσας, Μυριβήλης, Ξενόπουλος, Εφταλιώτης, Παλαμάς, Δροσίνης). Βλ. σχετ. Μερακλή (1981: 105), Βαρμάζη (1983: 44-52) και Γρηγοριάδη (1986: 25). Επίσης, πρβλ. Κεφ. Γ΄, παρ. 3, υποσ. 269.
53 Τα γνωρίσματα του κλασσικισμού που αρχικά ενστερνίστηκε η Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή συνοψίζονται στη στροφή προς την αρχαιότητα, στη λιτή έκφραση, στην τήρηση του μέτρου και της αναλογίας, στη φειδώ των εκφραστικών μέσων. Ο ρομαντισμός βασίστηκε στη χρήση αντίθετων χαρακτηριστικών όπως στροφή προς τη λαϊκή παράδοση, υπερτροφία του συναισθήματος, απόρριψη του μέτρου, αναζήτηση της υπερβολής που έφτανε στα όρια της πεισιθανάτιας απαισιοδοξίας. Για περισσότερες πληροφορίες, πρβλ. Βαρμάζη (1983: 44), Πολίτη (1989: 29-35) και Σαχίνη (1980: 134).
54 Η Φυσιολογική ή Φωτογραφική Σχολή του νατουραλισμού βρήκε πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης στην Ελλάδα μετά την έκδοση της Νανάς του Ζολά (1880). Η σύζευξη του λαϊκού στοιχείου με τα αμφίβολα ήθη μιας Παριζιάνας θεατρίνας μπλέκονται στην αναζήτηση του αυθεντικού στοιχείου στην ύπαιθρο, στον αγροτικό χαρακτήρα της κοινωνίας και στις ιδεολογικές προτεραιότητες. Βλ. σχετ. Βαρμάζη (ο. π.), Μερακλή (1981: 229-230) και Μηλιώνη (1992: 29-34).
32
και στέκεται ισάξια πλάι στον Τζόυς, στον Θερβάντες ή στον Ντοστογιέφσκυ (ο. π.). Επίσης, όπως καταλήγει ο Τριανταφυλλόπουλος (2001: 78-79) η μεταφραστική του εργασία στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της εποχής παίζει σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και των λογοτεχνικών δομών που υιοθετεί 55.
Όπως αναφέρει ο Σαχίνης (1980: 134), οι ιδιαιτερότητες της γενιάς του 1880 και της Νέας Αθηναϊκής Σχολής διαμορφώνονται από την εμφάνιση της ηθογραφικής τάσης56 καθώς και από τη στάση που τήρησαν οι εκπρόσωποί της στο ζήτημα του γλωσσικού διχασμού που επηρέασε τους πνευματικούς κύκλους της εποχής.
Η βιωματική συναλλαγή και η αλληλεπίδραση των παραπάνω παραγόντων σε σχέση με το οικογενειακό του περιβάλλον57, όπως διαπιστώνει η Γκασούκα (1998: 26), συνέβαλαν στη διαμόρφωση ενός αντιφατικού χαρακτήρα, απόκοσμου και επαναστάτη ταυτόχρονα, θρήσκου από τη μια και νοσταλγού της παράδοσης από την άλλη58. Η ηθική κρίση στον Παπαδιαμαντικό κόσμο βαθαίνει
55 Πρβλ. την εισαγωγή της παρούσας εργασίας με έμφαση στην υποσ. 21 καθώς και Κεφ. Γ΄, παρ. 1.
56 Η γενιά αυτή αμφισβήτησε το κίνημα του ρομαντισμού καθώς και τη λογοτεχνική γλώσσα, την καθαρεύουσα και στράφηκε προς την καταγραφή λαογραφικών στοιχείων της υπαίθρου. Η λαϊκή ψυχή και η γνήσια έκφρασή της γίνεται το ιδανικό της εποχής και προσδιορίζεται από τον όρο ηθογραφία. Βλ. σχετ. Μπαλούμη (α.χ., 46). Το λαογραφικό κίνημα και ο αγώνας του Ψυχάρη για την προώθηση της δημοτικής – το 1888 δημοσίευσε το πολύκροτο έργο Το ταξίδι μου, ένα γλωσσικό μανιφέστο – επηρέασαν σημαντικά την εποχή αυτή. Ο Παπαδιαμάντης ήταν κατά του ξενισμού, του ψευδαρχαϊσμού και του Ψυχαρισμού, απόψεις που γνωστοποίησε στη μελέτη του, Γλώσσα και κοινωνία (1907) : «… φοβερά είναι του ξενισμού η επίδρασις … οι νεωτερισμοί είναι ανάγκη αλλά κινδυνεύουν να εξαφανίσουν τη λαΐκή γλώσσα …». Ο ίδιος διαμόρφωσε τον τύπο μιας μικτής γλώσσας - της συγκερασμένης ταχυφθόγγου ελευθεριάζουσας καθαρεύιουσας στα αφηγηματικά μέρη ενώ στα διαλογικά τη δημοτική - που βρήκε πολλούς οπαδούς (Καμπούρης, Μητσάκης, Κονδυλάκης, Βερναδάκης, Πολυλάς, Χατζιδάκης). Βλ. σχετ. Κεφ. Ε΄, παρ. 3, υποσ. 256 καθώς και Βαλέτα (1972: μ΄).
57 Βλ. σχετ. εισαγωγή.
58 Για τη βαρύτητα που άσκησε η θρησκευτικότητα στην προσωπικότητα και στο έργο του Παπαδιαμάντη, βλ. σχετ. εισαγωγή, υποσ. 9. 33
το χάσμα ανάμεσα στη πρόοδο και στη δεισιδαιμονία. Επίσης, συνεχίζει η Γκασούκα (ο.π., 30-31), η αλληλογραφία του Παπαδιαμάντη πολλαπλά σχολιασμένη παρασύρει μεν σε κάποιες διαπιστώσεις, που ταυτίζονται με την ανεκδοτολογία αλλά αποκαλύπτει μια δραματική συνιστώσα του έργου του: την έλλειψη ουσιαστικής επαφής με τον πατέρα του, την απομόνωση και τη στέρηση59.
1. 4. Συμπεράσματα
Το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής που έζησε ο Παπαδιαμάντης ήταν ένα μεταβατικό στάδιο στην ανάπτυξη ενός νεοσύστατου κράτους. Όλα τα παραπάνω γεγονότα επηρέασαν άμεσα ή έμμεσα την προσωπικότητα του νεαρού τότε συγγραφέα με ιδιαίτερη βαρύτητα στο θρησκευτικό τομέα. Η ιδεολογία της εποχής, όπως θα εξετάσουμε εν συνεχεία60, συχνά απεικονίζεται στο λογοτεχνικό του έργο άλλοτε σε μικρότερο και άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό. Επίσης, ο Παπαδιαμάντης συνηθίζει να εκφράζει τη προσωπική του άποψη στα έργα του είτε φανερά είτε σιωπηλά, κυρίως για κοινωνικά ή θρησκευτικά θέματα και λιγότερο για πολιτικά61. Σύμφωνα με τον Γκολντμάν (1979: 93), τα πολιτισμικά προϊόντα αν και παρουσιάζονται ως δημιουργήματα
59 α) απόσπασμα επιστολής προς την οικογένειά του, 18-4-1874:
«… όθεν αν θέλετε να πάρω τώρα το απολυτήριον μου δια καλλίτερα πρέπει να μου οικονομήσετε λεπτά. Άλλως θα έλθω την 19 Μαΐου αναβάλλων δια το φθινόπωρον ταις απολυτηρίους μου εξετάσεις. Αλλά και πάλιν χρειάζομαι τουλάχιστον 30 δραχμάς να μοι στείλετε, δια τον ναύλον και τ’ άλλα μου έξοδα και χωριστά όσα χρεωστώ εις το ξενοδοχείον …».
β) απόσπασμα επιστολής προς την οικογένειά του, 12-7-187:
«... Έχω ανάγκη υποκαμίσων και φανελλών. Τα υποκάμισά μου … ευρίσκονται μεμειωμένα …»
γ) απόσπασμα επιστολής της μητέρας του προς τον ίδιο, έξι χρόνια αργότερα, 19-9-1893:
«… Με τον Αλ. Μωραϊτίδην σου εστήλαμαι 3 φανέλας τώρα με τον εξάδελφόν μας Σ. Οικονόμου να λάβης τρία υποκάμισα της κόλλας … και θα σου στείλομαι … άλλα τρία της κόλλας και δύο νυκτικά και με υγεία να τα χαλάσης …». Αναφέρονται από την Γκασούκα (1998: 30) με έμφαση στην υποσ. 14. Ακόμη, βλ. σχετ. Τριανταφυλλόπουλου (1992: 36), του ιδίου (2001: 71-72), Μοσχονά (1981: 20) καθώς και Μερλιέ (1934: 16), του ιδίου (1941: 50β).
60 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 2 -5. Επίσης, Κεφ. Β΄, παρ. 1-4 και Κεφ. Γ, παρ. 1- 5.
61 Η τριτοπρόσωπη αφήγηση είναι μια τεχνική που ο Παπαδιαμάντης χειρίζεται εξίσου θαυμάσια με τη πρωτοπρόσωπη γραφή. Βλ. σχετ. Κεφ. Γ΄, παρ. 2, 4. 34
μεμονωμένων ατόμων είναι όμως αποτελέσματα συλλογικής συνείδησης62. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μια τέτοια διερεύνηση πιθανό να συντήσει δυσκολίες σχετικά με τον ακριβή προσδιορισμό των παραμέτρων που αντανακλώνται στο έργο του Παπαδιαμάντη, ως απόρροια αυτής της ενότητας λόγω των πολύπλευρων και συχνά αντιφατικών στοιχείων.
2. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΝΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ
2. 1. Κοινωνικοί και θρησκευτικοί κανονισμοί
« Μικρό χωρίον, μεγάλη κακίαν »
Λαϊκή παροιμία
Σύμφωνα με την Αντμάν (1983: 13), η κοινωνική οργάνωση της παραγωγής, της αναπαραγωγής καθώς και το σύστημα των διαπροσωπικών σχέσεων παρουσιάζουν βασικές ομοιότητες αλλά και διαφορές μεταξύ του αγροτικού και του αστικού χώρου, του Δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, του κεντρικού και του περιφερειακού άξονα, του οικείου και του ξένου στοιχείου63. Οι κοινωνικοί κώδικες που υπαγορεύουν την κινητικότητα των δομών64 αλλά και των
62 Το έργο είναι ένα σημείο συνάντησης των πιο εξελιγμένων μορφών της συλλογικής συνείδησης και της ατομικής συνείδησης του δημιουργού. Το αναφέρει και η Γκασούκα (1998: 22).
63 Η μελέτη της Ελιζαμπέτ-Μαρί Αντμάν είναι μια σημαντική κοινωνιολογική προσέγγιση της ευρύτερης περιοχής των Σποράδων και του Πηλίου. Η κίνηση των μελών της κοινωνίας υπάγεται σε κώδικες συμπεριφοράς, π.χ την αναγνώριση της ανδρικής ισχύος, τη στάση των νεαρών ανύπαντρων κοριτσιών˙ η θέσπιση και η τήρηση των κανονισμών και των ηθικών αξιών ποικίλει από τόπο σε τόπο, ανάλογα με τις ιδιαίτερες κοινωνικές διαφοροποιήσεις και συσχετισμούς.
64 Οι κοινωνικοί κανόνες που διαμορφώνουν συμπεριφορικά πρότυπα και προσδοκίες ρόλων αποτελούν ρυθμιστικές επιταγές, η αποδοχή των οποίων γίνεται με εσωτερίκευση. Κοινωνική δομή λέγεται η κοινωνική σχέση με σταθεροποιητικούς μηχανισμούς που διασφαλίζει ότι η συμπεριφορά των μετεχόντων δεν μεταβάλλεται ουσιαστικά στο χρόνο. Συμβαίνουν όμως μεταβολές των κοινωνικών δομών, όταν εξωτερικοί παράγοντες εξουδετερώνουν τους μηχανισμούς. Βλ. σχετ. Γέμτου (1999: 110, 164). 35
ατόμων όσον αφορά την Παπαδιαμαντική κοινωνία διακτινίζονται γύρω από τους ακόλουθους κανονισμούς:
α) Τον τοπικό κανόνα που στον αγροτικό κόσμο καθορίζει τη θέση της γυναίκας, οι δραστηριότητες της οποίας έξω από τα σύνορα των οικιακών καθηκόντων επιτρέπονται υπό όρους όσο εξυπηρετούν την ανάπτυξη της οικογενειακής και αγροτικής οικονομίας (Γκασούκα, 1998: 71-72). Έτσι, οι γυναίκες μπορεί να εξασκούν κάποια παραδοσιακά επαγγέλματα, όπως της φουρνάρισσας (Άπαντα, Η Μαούτα, 67: «… η πτωχή χήρα …»), της παντοπώλισσας «… το Μαγδαλιώ, ήτις διετήρει το μαγαζείον …» (ο. π.) ή της μυλωνούς (Άπαντα, Τα συμβάντα στο μύλο, 520: «… εκεί εις τον κατήφορον ήτον ο μύλος της Μοσχαδώς …»). Ο δημόσιος χώρος για τη γυναίκα είναι ιδιότυπος και αντιστοιχεί στην εκκλησία, στη συμμετοχή της στα πανηγύρια και στις θρησκευτικές εορτές ή στο φούρνο της γειτονιάς που αναλογεί στο χώρο του καφενείου για τους άνδρες (ο. π.). Στο διήγημα Βαρδιάνος στα Σπόρκα γίνεται μια λεπτομερής περιγραφή των εργασιών για την παρασκευή του άρτου (Άπαντα, Βαρδιάνος στα Σπόρκα, 513: «… η προπαρασκευή του φούρνου είχε πολλά στάδια. Από το κόλλημα έως το πάνισμα και από το πλάσιμο έως το φούρνισμα των ψωμιών, τα εν τω μεταξύ κενά διαστήματα δια τίνος άλλου υλικού θα επληρούντο ειμή της κακολογίας; …»). Στον αστικό χώρο, η οικονομική ανέχεια οδηγεί τη γυναίκα στην έξοδό της προς την αγορά εργασίας περισσότερο στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, προς συμπλήρωση του οικογενειακού εισοδήματος65. Η τομέας της γυναικείας εργασίας σχετίζεται συνήθως με την ενασχόληση οικιακών καθηκόντων, όπως φαίνεται από τα ακόλουθα χωρία (Άπαντα, Το νάμι της, 120: «… έκαμνε, νομίζω, την σιδερώτριαν …»), ενώ ο χώρος της επιστήμης ή του εμπορίου απαντάται σε μικρότερη κλίμακα (Άπαντα, Ποία εκ των δύο, 107: «… ειργάζετο καθημερινώς εις το εργαστήριον υποδηματοποιού…»).
β) Το θρησκευτικό κανόνα που ξεφεύγει από τη πνευματική καθοδήγηση και διαμορφώνει συμβάσεις κοινωνικής διάρθρωσης. Η εκκλησία είναι τόπος κοινωνικών εκδηλώσεων, ο άφυλος ιερέας δημιουργεί σχέσεις με τις
65 Για περισσότερα στοιχεία, βλ. σχετ. Κουρτίδη (1883: 631).
36
γυναίκες που βασίζονται στην αμοιβαία αποδοχή66. Η προσέλευση στην εκκλησία είναι μαζική ως χώρος κοινωνικής έκφρασης και συνάντησης των δυο φύλων. Η θρησκευτική δράση των γυναικών είναι σημαντική αν και εξαντλείται σε δευτερεύοντες ρόλους (καθάρισμα εκκλησίας, άναμμα καντηλιών, ετοιμασία νεκρικών προσφορών). Στον αστικό χώρο η δράση αυτή περιορίζεται καθώς ο επίτροπος αναλαμβάνει παρόμοια καθήκοντα (Γκασούκα, 1998: 73).
γ) Τη βιωματική εμπειρία η οποία θεσπίζει άγραφους ηθικούς κανονισμούς οριοθέτησης της γυναικείας συμπεριφοράς. Οι συμβάσεις αυτές θεσμοθετούν κανόνες κοινωνικής στάσης ανάμεσα στα δυο φύλα και υπαγορεύουν την επικράτηση μιας ασυμμετρίας, η οποία σύμφωνα με την Γκασούκα (ο. π., 72) καθορίζεται αποκλειστικά από τη γενετική καταβολή της γυναικείας φύσης, τη μητρότητα. Η περιχαράκωση της γυναίκας στο πεπρωμένο της67 συμπαρασύρει μαζί της το ζήτημα της διαφύλαξης της τιμής και της διαπραγματευτικής της αξίας.
2. 2. Κοινωνικοί παράγοντες και ιδεολογία του φύλου
66 Η συνάντηση των δύο συντηρητικών δυνάμεων – του ιερατικού ηγετικού ρόλου και του επικουρικού γυναικείου - βασίζεται στην εθιμικά αναγνωρισμένη αρμοδιότητα της γυναίκας στο ζήτημα της οικογενειακής και κοινωνικής συνοχής. Βλ. σχετ. Μερακλή (1981: 98-110).
67 Τη θέση του γυναικείου πεπρωμένου προσπάθησησε να αναιρέσει η Simon de Beauvoir δημοσιεύοντας το πολύκροτο βιβλίο Το Δεύτερο Φύλο, το 1949. Η γνωστή ρήση της De Beauvoir (1960: 9) «… one is not born but rather becomes a woman …», η οποία αναφέρεται και από την Αμβραζή (1992: 310), προκάλεσε πoικίλα σχόλια. Στη φράση αυτή συμπικνώνεται η έννοια της γενεαλογίας του φύλου που δικαίως θεωρήθηκε από τις σημαντικότερες προσφορές της φεμινιστικής σκέψης στην επιστήμη. Επειδή, όμως και η ίδια η συγγραφέας δεν γεννήθηκε αλλά έγινε φεμινίστρια, πολύ αργότερα υποστήριξε πως αν ξαναδούλευε την ίδια μελέτη θα ανέλυε τη θέση της γυναίκας σε σχέση με την οικονομική συγκρότηση της κοινωνίας (1999: 10). Ιδέ και την πιο σύγχρονη Ελληνική έκδοση του Δεύτερου φύλου (1979), την οποία οι κριτικοί του φεμινισμού θεωρούν ως κοινωνιολογική μελέτη και το υπόλοιπο έργο ως αξιόλογη λογοτεχνία. Επίσης, πρβλ. την άποψη της Κάρεν Βιντιές (1998: 27-33) σχετικά με το ηθικό-φιλοσοφικό υπόβαθρο της έρευνας, το οποίο σε μερικά σημεία επεκτείνει το εννοιολογικό πλαίσιο του υπαρξισμού επηρρεασμένη σαφώς από τη σκέψη του Σάρτρ. Ακόμη, βλ. σχετ. Jackson (1996: 18) καθώς και Mαρίνα Μεϊδάνη (1999: 12) για τη δράση της Delphy, η οποία εξέδωσε το περιοδικό Questions Feministes που η de Beauvoir υπήρξε συνιδρύτρια. 37
Η διαμόρφωση της ιδεολογίας του φύλου68 και της γυναικείας ταυτότητας προκύπτει από την αξιολόγησή της σχετικά με τα παραπάνω κριτήρια. Σύμφωνα όμως με την παραδοσιακή Φροϋδική ψυχανάλυση, όπως ισχυρίζεται η Αμβραζή (1993: 34), το Οιδιππόδειο σύμπλεγμα παίζει σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη της ταυτότητας του ατόμου και είναι συμμετρικά αντίθετο για τα δυο φύλα. Νέες έρευνες69 στη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς αποδεικνύουν ότι οι βάσεις για την ταυτότητα του παιδιού θέτονται στη προ-Οιδιππόδεια φάση, όπου η σχέση μητέρας-νηπίου είναι καθοριστική για την εξελικτική του πορεία. Η προ-Οιδιππόδεια σχέση μητέρας-κόρης διαρκεί περισσότερο, είναι πιο έντονη και χαρακτηρίζεται από αμφιθυμία. Ο οικογενειακός καταμερισμός της εργασίας κατά φύλα στη δυτική κοινωνία ερμηνεύει τη διαφορετικότητα του γυναικείου από τον ανδρικό ψυχισμό με βάση την ασυμμετρία ως προς την ανατροφή του παιδιού. Όπως προσθέτει η Αμβραζή (ο. π., 35), οι γυναίκες ως επί το πλείστον αναλαμβάνουν αυτό το ρόλο και κατά συνέπεια συμμετέχουν σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέσεις συναισθηματικής φύσης. Η ψυχοδυναμική του δεσμού αυτού δημιουργεί στα κορίτσια έναν ανάλογο καταμερισμό ψυχολογικών δυνατοτήτων που συνεπάγεται την αναπαραγωγή του. Η δυσκολία στην απόκτησή της ταυτότητας όμως γίνεται στην μετα-οιδιππόδεια φάση, όταν αρχίζει η διαδικασία αποχωρισμού του παιδιού από τη μητέρα και η ανατομική διαφορά των φύλων ορίζεται με βάση κοινωνικές και πολιτιστικές έννοιες70. Όπως συνεχίζει η Αμβραζή
68 Στην παρούσα μελέτη, όπου χρησιμοποιείται ο όρος ιδεολογία του φύλου ή το επίθετο φυλετικός, -ή, -ό, αντικατοπτρίζει μια διάκριση των δύο φύλων ως προς τη διαμόρφωση της ταυτότητας τους, όπως καθορίζεται με βάση οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά κριτήρια. Η σχέση μητέρας-κόρης κυριαρχεί στα καθήκοντα συγγένειας, καθώς εξυπηρετεί την κοινωνικοποίηση της γυναίκας με ένα σταθερά επαναλαμβανόμενο σχήμα. Βλ. σχετ. J. Dubisch (1992: 111).
69 Λ.χ η μελέτη της Nancy Chodorow (1978: 39-40) που θεωρεί τη σύγχρονη έκφραση του μητρικού ενστίκτου ως αποτέλεσμα ψυχολογικών διεργασιών σε σχέση με τις κοινωνικές δομές. Εφ’ όσον τον πρωταρχικό ρόλο της τροφού καλείται να παίξει η γυναίκα, η ανάπτυξη του ψυχισμού του κοριτσιού ακολουθεί αυτό το πρότυπο. Ανάλογες απόψεις εκφράζουν οι: Richard (1974: 47), Adrienne Rich (1976: 29), Mahler (1979: 54) καθώς και η Dorothy Dinnerstein (1976: 64).
70 Η διαδικασία του απογαλακτισμού είναι πιο δύσκολη για το κορίτσι παρά για το αγόρι καθώς φορτίζεται με έννοιες πολιτιστικά και κοινωνικά διαμορφωμένες. Βλ. σχετ. Αμβραζή (ο. π.) καθώς και Kegan (1985: 135), η οποία θεωρεί ότι οι λογοτεχνικές συμβάσεις αντανακλούν την κοινωνική 38
(ο. π., 39), η διαμόρφωση αυτή δομείται πάνω στην ανισοσκέλεια με την αρσενική ομάδα71 κυρίαρχη και τη γυναικεία να αποτελεί μια ξέχωρη υπο-ομάδα που διέπεται από τους δικούς της νόμους72. Στον πυρήνα ενός τέτοιου στερεότυπου73 και σε άμεση εξάρτηση με την εφαρμογή του κοινωνικού ελέγχου υπάρχουν όροι που διέπουν ηθικές αξίες˙ υπομονή, πίστη, εγκαρτέρηση, αφοσίωση (Βαρίκα, 1987: 36).
Κατ’ επέκταση, η κοινωνική θέση της γυναίκας την εποχή της συγγραφικής δράσης του Παπαδιαμάντη χαρακτηρίζεται από την επίδραση των παραπάνω θεσμιμάτων με μικρές διαφοροποιήσεις. Σύμφωνα με την άποψη της Γκασούκα (1998: 38), στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου οι γυναίκες ύστερα από τη προσφορά τους στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821, αποτραβήχτηκαν στον στενό ορίζοντα των οικιακών τους υποχρεώσεων. Καθώς το νέο κράτος συγκροτήθηκε, περιθωριοποίησε το γυναικείο στοιχείο στα δεσμά της παράδοσης και του αναλφαβητισμού. Σε μια κοινωνία, όπου η ανδρική υπεροχή προβάλλεται ως αξίωμα, η θέση της γυναίκας74 αποτελεί δείκτη οικογενειακού και κοινωνικού κύρους του πατέρα ή του συζύγου. Τόσο στο αγροτικό όσο και στο αστικό περιβάλλον η γυναίκα όχι μόνον εγκλωβίζεται στα παραπάνω γνωρίσματα
πραγματικότητα˙ η γυναίκα αισθάνεται ηθικά υπεύθυνη, ενταγμένη μέσα σ’ ένα δίκτυο ανθρωπίνων σχέσεων.
71 Κοινωνική ομάδα αποτελεί ένα σύνολο προσώπων που βρίσκονται σε κοινωνικές σχέσεις μεταξύ τους με κοινούς σκοπούς, κατανομή ρόλων και ομαδική συνείδηση. Πρβλ. Γέμτου (1999: 109).
72 Ο κόσμος της γυναίκας συγκροτείται από αναφορές σε διαδικασίες όπως: της εγκυμοσύνης, του τοκετού, της ανατροφής των παιδιών, των οικιακών καθηκόντων. Το σύνολο αυτών των βιωμάτων που διέπεται από τη δική του δυναμική και νομοτέλεια, αποτελεί μια ξεχωριστή εμπειρία που συμβάλλει στην ανάπτυξη της ιδεολογίας του φύλου. Ο Ardener (1978: 56) αποκαλεί τη γυναικεία ομάδα βουβή σ’ αντίθεση με την ανδρική που θεωρείται κυρίαρχη.
73Ο στερεότυπος είναι αυτός που εμφανίζεται με την ίδια μορφή, ο αμετάβλητος. Το γυναικείο στερεότυπο θεωρείται μια παγιωμένη μορφή ηθικών αξιών, κοινωνικά αποδεκτών που οδηγεί στη διαμόρφωση του προτύπου. Πρβλ. «στερεότυπος» Τεγόπουλου (1998: 843).
74 Για την αντιμετώπιση της γυναίκας ύστερα από πειριπτώσεις κοινωνικής δράσης, βλ. σχετ. Riencourt (1974: 33-36). Ακόμη, πρβλ. τη μελέτη της Gerda Lerner (1979: 52) για την ιστορική επανατοποθέτηση της γυναίκας.
39
που διέπουν την ιδεολογία του φύλου της αλλά και που ανάγονται σε μια ταξική αναφορά (ο. π. ).
Το φαινόμενο της συμμετοχής των γυναικών σε κοινωνικές εκδηλώσεις, λ.χ. εσπερίδες και βεγγέρες, άρχισε να εμφανίζεται μετά το 1870 αρχικά στους κόλπους της μεγαλοαστικής και εν συνεχεία της μικροαστικής τάξης75. Η διαφοροποίηση της θέσης της δημιουργείται από την επίδραση δυο νέων παραγόντων: της μισθωτής εργασίας και της εκπαίδευσης. Ο κύκλος της επιβίωσης χαρακτηρίζεται από δύσκολες συνθήκες όπως ανατροφή των παιδιών, οικιακές υποχρεώσεις, συντήρηση ηλικιωμένων μελών, πολύωρη χειρονακτική εργασία, χωρίς την εφαρμογή κανόνων υγιεινής που αποτελούν μέρος της γυναικείας φύσης, συχνά αθέατο και μη υπολογίσιμο (Γκασούκα, 1998: 40).
Ο Σαρηγιάννης (1978: 29) αναφέρει ότι ο Παπαδιαμάντης καταγράφει έντεχνα τόσο την ιδιόμορφη κλειστή οργάνωση της αγροτικής Σκιάθου όσο και τις διαφοροποιήσεις στις μικροαστικές αυλές76 της Αθηναϊκής πολίχνης που προσπαθεί να εγκολπώσει τα νέα ήθη. Η σεβαστή παράδοση και η τετριμμένη πραγματικότητα τυγχάνουν ισότιμης αισθητικής μεταχείρισης. Η παράδοση και ο παλιός κόσμος στέκονται πίσω από ένα τζάμι βουβοί, ανίκανοι, να συμμετέχουν
75 Η κοινωνική ζωή στην Αθήνα του 19ου αι. στρέφεται γύρω από μια συγκεντρωτική κεντρική διοίκηση. Διαθέτει χώρους κοινωνικών εκδηλώσεων για την ψυχαγωγία των κατοίκων της (Αγορά, πλατείες, κήποι, ζαχαροπλαστεία, καφενεία, λέσχες, ταβέρνες). Η εμφάνιση των γυναικών σε εορταστικές τελετές ως συνέπεια της επίδρασης των Ευρωπαϊκών ηθών, ξεκινά από τα ανώτερα στρώματα ως δείκτης της οικονομικής ευημερίας και προνόμιο της ελευθερίας που παρέχουν οι άνδρες προς τις γυναίκες. Βλ. σχετ. Σκαλτσά (1983: 29-35), Καιροφύλλα (1989: 28) και Ξηραδάκη (1992: 41-43). Όπως αναφέρει ο Λιδωρίκης (1990: 120) «… το εορτάζον Αθηναϊκό σπίτι εδέχετο … με μανίαν και λύσσαν. Πλούσιοι και πτωχοί, τιτλούχοι και μη, μεγάλοι και μικροί, μανιωδώς εδέχοντο … με μόνην διαφοράν ότι σε άλλα σπίτια προσέφεραν εκλεκτά γλυκίσματα και σε άλλα οικιακής κατασκευής …».
76 Ο χώρος της αυλής είναι κατεξοχήν γυναικείος, ένας καθρέπτης του μικρόκοσμου των λαϊκών τάξεων. Οι συνθήκες διαβίωσης πολύ δύσκολες, το σύστημα ηλεκτρισμού, υδροδότησης και αποχέτευσης σχεδόν ανύπαρκτο, ενώ η ανεύρεση ενός δωματίου συχνά αποτελεί κατόρθωμα. Εκεί σ’ έναν κοινό χώρο, όπου συνυπάρχουν άνθρωποι διαφορετικής προέλευσης και ιδιοσυγκρασίας - μονογονεϊκές οικογένειες, χήρες, διαζευγμένες, κακοποιημένες γυναίκες, εργένηδες - η ανάπτυξη αρμονικών σχέσεων είναι μια ουτοπία. Βλ. σχετ. Πούχνερ (1983: 1069).
40
στη γέννηση του νέου κόσμου που δεν πιστεύει στα θαύματα. Αν και ο ίδιος γίνεται υπέρμαχός της, συχνά δε διστάζει να έρθει σε ρήξη με τα κοινωνικά ή θρησκευτικά θεσμίματα, δημιουργώντας ηρωίδες77 από λογοτεχνική ζύμωση που αντέχουν στην πολύπλευρη ερμηνευτική προσέγγιση και συγκρούονται λιγότερο ή περισσότερο με την ιδεολογία του φύλου τους. Σύμφωνα με την Γκασούκα (1998: 200), ο ίδιος εμπνέεται από το παρελθόν αλλά ενεργοποιείται από το παρόν σ’ έναν κόσμο παράλληλο, όπου συνυπάρχουν και αντιμάχονται το ίδιο και το αντίθετο. Δηλώνει απερίφραστα την άποψή του και νοσταλγεί (Άπαντα, Αποκριάτικη νυχτιά, 355: «… έβρισκες καλούς ανθρώπους, κι εδώ μέσα και στα βουνά έξω. Άλλος κόσμος τότε. Πού κείνα τα χρόνια; …»)
Σε μια ανδροκρατική μορφή κοινωνίας η διαμόρφωση της γυναικείας ταυτότητας καθορίζεται, όπως είδαμε παραπάνω, από μια αυστηρή γραμμική οριοθέτηση κοινωνικών και θρησκευτικών κανονισμών - γραπτών ή άγραφων. Ο έρωτας, όπως αναμένεται, είναι μια κοινωνική απαγόρευση μολονότι οι αναφορές σ’ αυτόν είναι συχνές και σημαντικές. Η ανταπόκριση στις απαιτήσεις ενός τέτοιου έλλογου κώδικα αξιών δημιουργεί στον αντίποδα της βιωματικής εμπειρίας έναν αντι-κώδικα αρνητικών εννοιών εξίσου αποδεκτών. Η διαβολή, η υποκρισία, η κουτσομπολίστικη τακτική, η σεμνοτυφία, η δεισιδαιμονία, συνθέτουν το χαμένο παράδεισο μιας κοινωνίας που βιώνει το μαρασμό, πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας, όπως διαπιστώνει ο Προγκίδης (2002: 92) με πικρή ειρωνία. Ο Παπαδιαμάντης δεν διστάζει να θείξει το θέμα αυτό στους Ελαφροΐσκιωτους (Άπαντα, Οι Ελαφροΐσκιωτοι, 492: «… η μήτηρ δεν ήθελε το καλόν της κόρης, η πενθερά εμίσει ολοψύχως τη νύμφην. Η νύμφη δεν έλεγε καλημέρα εις την ανδραδέλφην …»).
2. 3. Συμπεράσματα
Η έννοια της μεταβολής κάποιων κοινωνικών σχέσεων που υπαγορεύουν τέτοιου είδους αντιφατικές συμβάσεις ή στάσεις φαίνεται η μοναδική λύση, όπως θα εξετάσουμε παρακάτω78 αλλά απαιτεί προσωπική ή κοινωνική υπέρβαση. Η στάση του ίδιου του συγγραφέα υπέδειξε μια τέτοια προοπτική,
77 Λ.χ. η Αυγούστα, η Χαδούλα, η Βασίλω, η Λαλιώ.
78 Βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, παρ. 3 και Κεφ. Γ΄, παρ. 5. 41
καθώς προσωπικά ήρθε σε ρήξη με τους κοινωνικούς κανόνες. Όπως παρατηρεί η Γκασούκα (1998: 29) δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του, να έχει μια τακτική εργασία ούτε να αποκαταστήσει αξιοπρεπώς τις τρεις αδερφές του – εκ των οποίων μόνο η μία απέκτησε δική της οικογένεια.
Το έργο του, στη βάση του γυναικοκεντρικό79, καθώς οι γυναίκες παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι η καταγραφή ενός κόσμου που πολλές φορές ξεπερνά τις προθέσεις του ίδιου του συγραφέα. Οι γυναίκες αποδέχονται τις κυρίαρχες ανδροκρατικές αξίες και με τη σειρά τους γίνονται φορείς της διατήρησης του ηθικού κώδικα συμπεριφοράς. Η κοινωνία από τη μια πλευρά τις αξιοποιεί ως εργατικά μέλη και από την άλλη τις ακυρώνει μέσα από μια διαδικασία αναπαραγωγής κοινωνικών κανονισμών.
3. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑΠΛΟΤΗΤΑ ΡΟΛΩΝ
3. 1. Παράγοντες κοινωνικοποίησης
Η κοινωνικοποίηση80 της γυναίκας – μια έννοια σύγχρονη - είναι μια διαδικασία που ξεκινά από τη πρώϊμη παιδική ηλικία με βασικούς φορείς:
α) Tο θεσμό της οικογένειας, το ρόλο και τη λειτουργία του: η δομή της οικογένειας που διακρίνεται από ένα σαφή καταμερισμό ρόλων δηλώνει μια συγκεκριμένη παιδαγωγική πρακτική με σκοπό την επιτάχυνση της ενσωμάτωσης του νεαρού κοριτσιού στον κοινωνικό ιστό. Ο θεσμός του γάμου είναι ένα σταθερό κριτήριο κοινωνικής ισορροπίας πάνω στο οποίο οικοδομείται η συνοχή της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Σύμφωνα με τη Margaret Mead (1967: 10), η μητέρα
79 Πάνω σ’ αυτό το συμπέρασμα επικεντρώνεται η εργασία της Γκασούκα (1998: 16-17, 200) και η μεθοδολογία που ακολουθεί. Επίσης, βλ.σχετ. εισαγωγή, υποσ. 8.
80 Η κοινωνικοποίηση είναι μια διαδικασία διαμόρφωσης και μετάδοσης προτύπων, δηλαδή πολιτιστικής και πνευματικής κληρονομιάς από γενιά σε γενιά και προϋποθέτει εσωρερίκευση των ρυθμιστικών προτύπων. Βλ. σχετ. Γέμτου (1999: 165). Ακόμη, σύμφωνα με τον Besse (1985: 47-48) η κοινωνικοποίηση ενός ατόμου οφείλεται στην αλληλεπίδραση υποκειμένου και κοινωνικού περιβάλλοντος. Πρβλ. Τερλεξή (1975: 29-31), Doll (1953: 57) και Golsin (1969: 34).
42
παίζει σπουδαίο ρόλο στην κοινωνικοποίηση του κοριτσιού και στη μεταβίβαση των γνωρισμάτων που καθορίζουν την ιδεολογία του φύλου. Η εκπαίδευση του κοριτσιού αφορά τα του οίκου81, τις καθημερινές ασχολίες του νοικοκυριού, την ανατροφή των παιδιών καθώς επίσης και την ενεργό συμμετοχή στην προετοιμασία της προίκας, όπως παρατηρεί η Γκασούκα (1998: 82-83). Η προίκα είναι ένας άγραφος ισχυρός κανονισμός που αποτελεί τμήμα της διαπραγματευτικής αξίας του κοριτσιού και αντανάκλαση του οικογενειακού κύρους. Η έκθεσή της σε κοινή θέα περιβάλλεται με στοιχεία τελετουργικότητας και συχνά δημιουργεί ανταγωνιστικές συγκρούσεις82. Η πολύωρη χειρονακτική εργασία, και ο ανταγωνισμός μεταξύ των κοριτσιών ενίοτε προκαλούσε προβλήματα, όπως φαίνεται από τα ακόλουθα χωρία. Στην Πιτρόπισσα η κοπέλλα παθαίνει υπερκόπωση (Άπαντα, Η Πιτρόπισσα, 311: «… η νέα είχε φθείρει τα νιάτα της, ημέρα νύκτα σκυφτή εις το εργόχειρον, κεντώσα ανενδότως τα προικιά της …») ενώ στα Άγια και πεθαμένα, η ηρωΐδα που ενσαρκώνει το παραδοσιακό πρότυπο έχει μοιραίο τέλος (Άπαντα, Άγια και πεθαμένα, 120: «… η Σεραϊνώ λευκή και ασθενής ως το κρίνον … ειργάζετο νυχθημερόν, εκέντα τα προικιά της … κατόρθωσε να κεντήση γωνίαν ουρανού με άστρα … έβαινε προς το ιδεώδες … όμως έφυγε φθισική και μαραμένη …»).
Η μητέρα λοιπόν είναι το πρώτο πρόσωπο που ασκεί κοινωνικό έλεγχο83 στην κόρη καθώς η πατρότητα είναι μια έννοια περιφερειακή – ο άνδρας συνήθως είναι απών είτε στην εργασία του είτε στο καφενείο, όπως καταλήγει η Γκασούκα (1998: 80). Κατά την ενδιάμεση αυτή ηλικία – της εφηβείας - όπου το κορίτσι αποκτά διαπραγματευτική αξία αρχίζει και η περίοδος της κοινωνικής του
81 Πρβλ. Μπακαλάκη (1987: 28-32) και M. Χρηστέα-Δουμάνη (1989: 96). Επίσης, ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη της Λ. Κοντογεωργοπούλου (1998: 27-34) για τη δομή της Ελληνικής οικογένειας στη λογοτεχνία.
82 Η έκθεση των προικιών σε κοινή θέα – μια συνήθεια που συναντάται ακόμη και σήμερα στην Ελληνική ύπαιθρο – επιδεικνύει τις παραγωγικές ικανότητες της γυναίκας: εργατικότητα-ποσότητα, χρυσοχέρα-ποιότητα. Περισσότερα στοιχεία για το έθιμο της προικοδότησης των κοριτσιών, βλ. σχετ. Νόρα Σκουτιιέρη-Διδασκάλου (1991: 194), Μέγα (1943: 87-89), Λουκάτου (1985: 214-220) και Ρήγα (1970: 245-321). Εκτενέστερη ανάλυση γίνεται στο Κεφάλαιο Α΄, παρ. 5 .
83 Η ικανότητα άσκησης αποτελεσματικής επιρροής με στόχο τον καθορισμό της συμπεριφοράς των άλλων προσώπων. Βλ. σχετ. Γέμτου (1999: 164). 43
απομόνωσης84 που συνδέεται άμεσα με την έννοια της τιμής (Άπαντα, Άγια και πεθαμένα, 121: «… εκλείσθησαν, εμανδαλώθησαν, κατά τα έθιμα του τόπου. Δεν έβγαιναν πλέον από το σπίτι ειμή πέντε φοράς τον χρόνον…»). Το νεαρό κορίτσι αποκτά υπόσταση ως μέλος της οικογένειας στην οποία ανήκει και κυρίως του πατρικού φορέα85. Αποδοκιμάζονται οι περιπτώσεις όπου νεαρά κορίτσια εργάζονται εκτός σπιτιού (Άπαντα, Έρμη στα ξένα, 78-79: «… τα κορίτσια του θαλασσινού χωρίου είχον ευχήν και κατάραν να μην πηγαίνουν ποτέ δούλες ή παραπαίδες …»).
Η διαπαιδαγώγηση του νεαρού κοριτσιού υπάγεται στην εφαρμογή ενός αυστηρού κώδικα ηθικών αξιών, στον οποίο καλλιεργείται το στερεότυπο της πίστης, της υπακοής, της αφοσίωσης. Σε αρκετά έργα του Παπαδιαμάντη προβάλλονται αυτά τα στοιχεία ως ιδανικά όπως στο Μια ψυχή (Άπαντα, Μια ψυχή, 230: «… ήτο φαιδρά και καλόγνωμη και ποτέ δεν παρήκουσε εις το θέλημα της μητρός της ...») καθώς και στο διήγημα Τ’ αγνάντεμα (Άπαντα, Τ’ αγνάντεμα, 200 : «…το κορίτσι να’ ναι φρόνιμο, ντροπαλό … άλλον να μην αγαπά από τον άνδρα της …»). Η αγωγή του κοριτσιού στα οικογενειακά και θρησκευτικά του καθήκοντα γίνεται έντονα πιο δεσμευτική από τα κατώτερα προς τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπου η τήρηση των κανονισμών είναι απαραβίαστο μέρος της ταξικής συμπεριφοράς.
β) Tο θρησκευτικό φορέα, το ρόλο και τη λειτουργία του: ως χώρος κοινωνικής προσέλευσης προσελκύει το γυναικείο στοιχείο, του οποίου η συμμετοχή στη ζωή της εκκλησίας θεωρείται καθήκον. Η μύηση στα ιερά μυστήρια και την εξομολόγηση γίνεται από τη μικρή ηλικία˙ η εξομολόγηση είναι ένα υποκατάστατο της επικοινωνίας με το άλλο φύλο καθώς ο ταξικός διαχωρισμός και η διαφοροποίηση στην αγωγή ακολουθεί μια κάθετη γραμμή. Όπως προσθέτει
84 Ο καταναγκαστικός χαρακτήρας αυτού του εθίμου έχει τις ρίζες του στην εποχή της Τουρκοκρατίας, όπου επικρατούσε ο φόβος της αρπαγής των κοριτσιών. Βλ. σχετ. Ελισσάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (1983: 26).
85 Ουσιαστικά, τα κορίτσια δεν ανήκουν από μόνα τους σε κάποια κοινωνική τάξη παρά μόνο μέσω του πατέρα ως αρχηγού της οικογένειας ή της μητέρας σε περίπτωση χηρείας. Το αναφέρει και η Γκασούκα (ο. π., 79). Πρβλ. Μουζέλη (1997: 33-36).
44
η Γκασούκα (1998: 53-55) στο έργο του Παπαδιαμάντη δεν είναι σπάνιες οι φορές που παρατηρείται πλήρη αποκοπή από τις έννοιες της θρησκευτικότητας, όπως συμβαίνει με τη Χαδούλα (Άπαντα, Η Φόνισσα, 430: «… ποτέ δεν το είχεν ειπή ούτε εις τον πνευματικόν της, εις τον οποίον άλλως, πολύ μικρά πράγματα έλεγεν …» και με την Αυγούστα (Άπαντα, Οι Έμποροι των Εθνών, 229-230: «… Δεν υπάρχει μετάνοια, πάτερ … θα επανέλθητε το ταχύτερον να μοι αναγνώσητε τούς εξορκισμούς … επιτρέψατέ μοι να δεχθώ τους ξένους τούτους …»). Παρόλα αυτά, ο ρόλος της εκκλησίας στη θέσπιση και στη διατήρηση ενός ιεραρχημένου κώδικα αξιών είναι σημαντικός και συμβάλλει στην αποτελεσματική άσκηση του κοινωνικού ελέγχου σε συλλογικό επίπεδο.
γ) Τον εκπαιδευτικό φορέα, το ρόλο και τη λειτουργία του: Η σχολική εκπαίδευση βρίσκεται ακόμα σε βρεφικό στάδιο ανάπτυξης λόγω της υποτυπώδους μορφής οργάνωσης του μετεπαναστατικού κράτους ειδικά στην επαρχία. Ο φόβος της θηλυγονίας86 και η αντίληψη ότι η γέννηση ενός κοριτσιού αποτελεί σχεδόν πλήγμα για την οικογένεια αντικατοπτρίζει μια δεινή πραγματικότητα, που σχετίζεται με το έθιμο της προικοδότησης. Η Χαδούλα το ομολογεί (Άπαντα, Η Φόνισσα, 428: «… ο άνθρωπος δε συμφέρει να κάμνη πολλά κορίτσια και ότι το καλλίτερον είναι να μην υπανδρεύεται κανείς …») ενώ ο πατέρας της Βασίλως δεν διστάζει να δηλώσει (Άπαντα, Χ. Μηλιόνης, 612-613: «… Τί το θέλεις αυτό το βάρος εις την οικίαν; …»).
Στη Σκιάθο λειτουργεί Δημοτικό σχολείο και για τα δύο φύλα, η εμφάνιση όμως έστω και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης θηλέων αμφισβητείται κοινωνικά και συναντά εμπόδια και δυσπιστία, όπως διαπιστώνει η Γκασούκα (ο. π., 146). Για τα κορίτσια η δυνατότητα μόρφωσης δεν είναι οικογενειακή μέριμνα ούτε καν κοινωνικά θεσμοθετημένη ή άγραφα επιβεβλημένη, όπως φαίνεται από το ακόλουθο χωρίο (Άπαντα, Η κόκκινη θάλασσα, 288: «… τώρα πού βγαίνουν και τα κορίτσια μας φωστήρες απ’ τα σχολεία, να βρίσκουν οι πατεράδες μας γραμματικούς για να γράφουν τέτοια γράμματα …»). Όσο για τα αγόρια, το
86 Βλ. σχετ. Οικονομίδη (1969: 76-80).
45
σχολείο αποτελεί χώρο άσκησης και πειθαρχίας και λιγότερο μάθησης87 που δρα ως αντιστάθμισμα στην ελευθερία του δρόμου (Άπαντα, Γυνή πλέουσα, 21: «… ελάκισεν από το … σχολείον … έτρεξε εις την άμμον κάτω, όπου ο μεγαλύτερος αδερφός του, δραπέτης ούτος τον είχε προλάβει …»).
Το διδασκαλικό επάγγελμα τυγχάνει σχετικού κύρους όσον αφορά μόνο τους άνδρες, ενώ για τις γυναίκες αντιμετωπίζεται με καχυποψία και αντιφατικότητα από τη πλειοψηφία της Παπαδιαμαντικής κοινωνίας, όπως διαπιστώνεται (Άπαντα, Η θεοδικία της δασκάλας, 112: «… αι τρεις διδασκάλισσαι είχον εις εν θαλαμίσκον την τουαλέττα τους, τις μυρουδιές και τα καθρεπτάκια τους … η τέχνη αύτη ετελειοποιείτο εντός του μικρού Παρθεναγωγείου …»). Ο Παπαδιαμάντης κάνει μια νύξη της αποτελεσματικότητας του διδασκαλικού έργου που αφορά την κοινωνικοποίηση και τη γενική μόρφωση των θηλέων στο διήγημα Της δασκάλας τα μάγια (Άπαντα, Της δασκάλας τα μάγια, 212: «… η διδασκάλισσα χλωμή … λευκοφορεμένη, καθώς και η μικρά συνοδός της, αναδεδεμένη τον στέφανον της πλουσίας κόμης της, άμεμπτος εις τας μόδας – αλήθεια τα κορίτσια του σχολείου είχον μάθει καλούς πολιτισμένους τρόπους … γράμματα και χειροτεχνήματα έκαμναν ως και γυμναστική …»).
Καθώς λοιπόν απουσιάζει ο φορέας της συστηματικής σχολικής εκπαίδευσης, η οποία στην καλλίτερη περίπτωση τελειώνει μαζί με την παιδική ηλικία, το κενό τούτο στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης αναλαμβάνουν οι κοινωνικοί και εκκλησιαστικοί φορείς του τόπου σχεδόν εξ’ ολοκλήρου.
3. 2. Η θέση της γυναίκας και ο ρόλος της
Η επικέντρωση στους κανόνες της βιολογικής νομοτέλειας88 και στις συνιστώσες της συνηγορεί στη διαμόρφωση και στην αφομοίωση ενός
87 Η παρουσία ενός αυταρχικού δασκάλου που επιβάλλει την εξουσία του δια της χειροδικίας, απομακρύνει τους απρόθυμους μαθητές από τα σχολικά θρανία και τους ωθεί στην ελευθερία του παιγνιδιού. Διεξοδική ανάλυση για την ανάπτυξη της εκπαίδευσης έγινε στο Κεφάλαιο Α΄, παρ. 1. Επίσης, πρβλ. Ε. Μπελιά (1970: 22).
88 Οι συνέπειες που έχει στην κοινωνική συμπεριφορά ο βιολογικός κύκλος της γυναίκας, διαφοροποιείται σε σχέση με το περιβάλλον, τις δυνάμεις παραγωγής και τις επικρατούσες ιδεολογικές αντιλήψεις. Βλ. σχετ. Αμβραζή (1992: 312) και Σκουτιέρη –Διδασκάλου (1984: 33). 46
φυλετικού κώδικα αξιών, όπου η έννοια της πολλαπλότητας των ρόλων για τη γυναίκα είναι κάτι δεδομένο και μη αμφισβητήσιμο. Το πέρασμα από τη παιδική ηλικία στην ώριμη συχνά σημαδεύεται από τέτοιες εμπειρίες που δρομολογούν μια ανάλογη στάση καθόλη τη διάρκεια της ζωής. Στην παιδική Πασχαλιά, το μικρό κορίτσι βιώνει μια παρόμοια εμπειρία (Άπαντα, Η παιδική Πασχαλιά, 219: «… η γριά … επέβαλεν εις την Μόρφω, την μικράν εγγονήν της, εργασίας ανωτέρας της ηλικίας του μικρού κοριτσιού …»).
H ενσωμάτωση της γυναίκας στην κοινωνία θεσμοθετείται μέσω του γάμου89 και καθορίζεται από οριστική μεταβολή της κοινωνικής της θέσης˙ η συνεχής αναπαραγωγική της δραστηριότητα σε συνδυασμό με την καθημερινή οικιακή ή αγροτική εργασία, κατά τις επιταγές του παραδοσιακού προτύπου, την απομονώνουν σε ένα οριοθετημένο διαχωρισμό ρόλων90. Οι άνδρες δεν συμμετέχουν στις οικιακές εργασίες αλλά αυτοί αποφασίζουν για την οικονομική διαχείριση των προϊόντων ή την ικανότητα των γυναικών προς εργασία91. Ο αποκλεισμός των γυναικών στο ιδεολογικό και δικαιοπολιτικό επίπεδο, όπως ισχυρίζεται η Σκουτιέρη-Διδασκάλου (1984: 65-66), είναι ένα μέσο κοινωνικού ελέγχου που συντελεί στην περιθωριοποίησή τους˙ οι επιστήμονες ασχολήθηκαν με την ανθρωπολογία της γυναίκας μόλις τον 20ο αι. με την άνθιση του φεμινιστικού κινήματος92.
89 Ο γάμος είναι ένα σημαντικό κοινωνικό γεγονός,που περιβάλλεται με ανάλογο κύρος και προστατεύεται θεσμικά. Βλ. σχετ. Δευτεραίου (1968: 155).
90 Κοινωνικός ρόλος είναι ένα σύνολο συμπεριφορικών προσδοκιών που θεμελιώνονται σε ειδικούς κοινωνικούς κανόνες και απευθύνονται σε κατόχους κοινωνικών θέσεων. Μ’ αυτό τον τρόπο είναι συντονισμένη η έλλογη κοινωνική διάδραση (σύστημα κοινωνικών πράξεων που βρίσκονται σε αμφίδρομη σχέση). Βλ. σχετ. Γέμτου (1999: 108).
91 Ο Κ. Μάρξ δέχεται τον αυτόματο καταμερισμό της εργασίας που εξαρτάται από τις βιολογικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Τόσο ο Ένγκελς όσο και ο Λεβί-Στρώς θεωρούν φυσικό αυτό τον καταμερισμό. Το αναφέρει η Σκουτιέρη-Διδασκάλου (1984: 58, 61) και η Κατερίνα Τολίκα (1992: 92).
92 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 1, υποσ. 44, 45. Επίσης πρβλ. Λεντάκη (1986: 29) και Βασιλική Καλογεροπούλου (1992: 43) .
47
Η κοινωνική θέση της ηλικιωμένης είναι αντιφατική αν και φαίνεται να απολαμβάνει μια κοινωνική αναβάθμιση93 καθώς απελευθερώνεται από τις συνεχείς εγκυμοσύνες και δεν διακυβεύεται πια η έννοια της τιμής. Εντούτοις η πεποίθηση της γυναικοκρατίας αποδυναμώνεται αισθητά˙ το διευρημένο μητρικό καθήκον συνεχίζεται με τη φροντίδα των παιδιών των παιδιών τους, όπως φαίνεται στη Γλυκοφιλούσα (Άπαντα, Η Γλυκοφιλούσα, 78: «… η μάμη των αυτή τους ανέθρεψεν … αυτήν εγνώριζαν μητέρα …»). Επίσης, στη Σταχτομαζώχτρα η ηλικιωμένη γυναίκα μάχεται προς την έσχατη ένδεια για να μεγαλώσει τα παιδιά της πεθαμένης κόρης της (Άπαντα, Η Σταχτομαζώχτρα, 115: «… ήτο απ’ εκείνας που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα …»). Στη θητεία της πενθεράς σύμφωνα με την Γκασούκα (1997: 57-59), η Χαρμολίνα μετά το γάμο της κόρης της περνά στη δικαιοδοσία του γαμπρού της (Άπαντα, Η θητεία της πενθεράς, 405: «…ήτον συνάμα κηπουρός, ορνιθοτρόφος … αιγοβοσκός, ονηλάτης … και παραμάνα …»).
Η επιφόρτιση της γυναίκας συχνά με καθήκοντα που έπονται των δύσκολων συνθηκών διαβίωσης δεν είναι σπάνια, όπως η αντικατάσταση των ανίκανων προς εργασία ανδρών (Γκασούκα: 1998, 108-109). Στα ρόδινα ακρογιάλια (Άπαντα, Τα ρόδινα ακρογιάλια, 286: «… η Δεσποινού το εκατάλαβε ότι δηλαδή ο σύζυγός της … δεν ήτον άνθρωπος για δουλειά, κι επήρε την απόφασή της να δουλεύη και να τον τρέφη …»).
3. 3. Συμπεράσματα
Μέσω της διαδικασίας της κοινωνικοποίησης, όπως είδαμε παραπάνω, αναπαράγεται ένα δεδομένο πλαίσιο κοινωνικών κανονισμών που περιχαρακώνει τη γυναίκα σ’ ένα φαύλο κύκλο αλλεπάλληλων κυήσεων και αναλφαβητισμού, ενώ ενισχύει την έννοια της κατανομής και της πολλαπλότητας των ρόλων. Στη βλαχοπούλα ο Παπαδιαμάντης το αναφέρει ρητά (Άπαντα, Η βλαχοπούλα, 363: «…εις τας χωρικάς οικίας, βλέπεις, η γυνή δεν χρησιμεύει ως οικοκυρά και μήτηρ αλλ’ ο προορισμός της ευρύνεται όσον είναι ευρύς ο ορίζων του δροσερού χωρίου … βοηθεί εις όλας τας εργασίας … αποκοιμίζουσα το βρέφος επί της χλόης …
93 Κυρίως λόγω της θέσης της ως πεθερά από την πλευρά του γαμπρού. Το αναφέρει η Γκασούκα (1998: 119), υποσ. 165. Ακόμη, βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 4. 48
αύτη ασχολείται να βοτανίζη, να σκαλίζη ή και να σκάπτη ενίοτε …»). Στη Φόνισσα φωτίζεται η ψυχολογική κατάσταση της Χαδούλας λόγω των δύσκολων οικογενειακών και κοινωνικών συνθηκών διαβίωσης (Άπαντα, Η φόνισσα, 417: «… όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της … και κηδεμών αυτού … όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της … μετά πάλι δουλεύτρια των εγγόνων της …»).
Η καταγραφή των πολλαπλών υποχρεώσεων της γυναίκας στην ύπαιθρο ή στην πόλη στην εποχή του Παπαδιαμάντη, όπου η εφαρμογή των τεχνικών επιτευγμάτων είναι ακόμη κάτι άγνωστο, αποκαλύπτει ένα κύκλο διαβίωσης δύσκολο και σκληρό που απαιτεί πλήρη προσαρμογή και πειθαρχία δια βίου. Το κορίτσι γίνεται μητέρα – συχνά πολύτεκνη ως απόδειξη της γονιμότητάς της – εργάτρια οικιακών καθηκόντων και εξωτερικών δραστηριοτήτων, γιαγιά-εργάτρια-τροφός των εγγονιών της. Αν προσθέσουμε και τους ρόλους που αναλαμβάνει η γυναίκα λόγω ειδικών συνθηκών, όπως χηρείας ή μακρόχρονης απουσίας συζύγου, ξενιτεμένου ή ναυτικού, είναι πασίδηλο πως η κατανομή κοινωνικών ρόλων – όπως φαίνεται από το ακόλουθο σχήμα - διαρκώς ευρύνεται με μοναδικό αμυντικό όπλο την ψυχική αντοχή (Άπαντα, Τα μαύρα κούτσουρα, 470: «… η υπομονή που ’χουμε ημείς οι γυναίκες είναι μεγάλο πράμα …»).
49
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΠΡΟΤΥΠΟ
ΚΥΚΛΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΟΤΗΤΑΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΡΟΛΩΝ
κορίτσι
μητέρα
εργάτρια
(χήρα)
ηλικιωμένη
μητέρα
εργάτρια
(χήρα)
μητέρα
εργάτρια
Σχήμα 2
50
4. ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ
4. 1. Παραδοσιακό πρότυπο και χαρακτηριστικά
Το παραδοσιακό γυναικείο πρότυπο την εποχή του Παπαδιαμάντη διέπεται από την έννοια της μητρότητας και το θεσμό του γάμου και είναι αποκλειστικά μονογαμικό. Η γυναίκα κρίνεται με βάση την ικανότητά της στην τεκνοποίηση και δη στην αρρενογονία (Γκασούκα, 1998: 100). Ο φόβος της θηλυγονίας, όπως προαναφέρθηκε94, σχετίζεται με την εθιμική παροχή προίκας και προκαλεί δυσβάσταχτες οικονομικές υποχρεώσεις κυρίως στα αρσενικά μέλη95. Η πιθανή ερμηνεία που δίνεται αφορά πράξεις αντίζηλων, όπως στην άκληρη (Άπαντα, Η άκληρη, 48: «… κάποια εχθρά της στρίγγλα … της είχε ρίξει τα κορίτσια επάνω εις το γάμον της, όταν ανεγιγνώκετο ο Αρραβών …»).
Ο εκκλησιαστικός φορέας τονίζει το πρότυπο της Παναγίας96 γιατί ταυτίζεται με την παρθενία και τη μητρότητα, ενώ αντίστοιχο ανδρικό πρότυπο δεν υπάρχει. Το γυναικείο αρχέτυπο στη διεθνή πολιτιστική παράδοση μορφώνει ένα ιδανικό τύπο που θέλει την γυναίκα σαν τον εκφραστή της ίδιας της αγάπης. Ο Jung (1875-1961) υποστηρίζει πως η έξοχη αυτή γυναίκα είναι η ψυχή του ασυνείδητου, η anima 97, ο πόθος που ωθεί τον άνθρωπο να ζήσει πέρα από την καταπιεστική πραγματικότητα. Το στερεότυπο της πιστής συζύγου και καλής μητέρας που φτάνει ως την αυτοθυσία, ενισχύεται κοινωνικά με την αναπαραγωγή και τη μεταβίβασή του από γενιά σε γενιά - λογοτεχνικά και ιστορικά οι αναφορές είναι πολλές - από την αφοσιωμένη Πηνελόπη, την καρτερική Αρετούσα ως τη Σουλιώτισσα μάνα. H λαϊκή παράδοση που ο Παπαδιαμάντης σεβόταν παρουσιάζει
94 Πρβλ. Κεφ. Α΄, παρ. 2, υποσ. 81.
95 Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της προίκας αναγκάζει τα αρσενικά μέλη ή να εργάζονται σκληρά για την επίτευξη του σκοπού ή να ξενιτεύονται για χρόνια. Βλ. σχετ. Μερακλή (1987: 49).
96 Το πρότυπο της Παναγίας κυριαρχεί στη θρησκευτική λατρεία και αποτελεί την τέλεια ενσάρκωση της Μάνας-παρηγορήτριας του κόσμου. Βλ. σχετ. Κουκουλέ (1932: 431-133).
97 Η anima συμβολίζει την ένωση του ονείρου και της πραγματικότητας που ερμηνεύεται από το βαθύ πόνο του ανθρώπου για αγάπη, στοργή και ελευθερία (γυναίκα-μάνα-φωλιά). To αναφέρει η Τολίκα (1992: 86-87). 51
προσδιορισμένους ρόλους98. Ο ιδανικός γυναικείος τύπος διασώζεται στα παραδοσιακά παραμύθια (Χιονάτη, Κοκκινοσκουφίτσα, Σταχτοπούτα), ενώ ο αντίποδας αυτής της μορφής είναι διπολικός και διαζευκτικός˙ η φθονερή και μισητή γυναίκα (κακιά μητριά, παρακόρη, μάγισσα). Σύμφωνα με τον Κυριακίδη (1920: 34) στη λαογραφία, η γυναίκα είναι ο φορέας και ο θεματοφύλακας της παράδοσης, βάση της οποίας είναι η συναισθηματική της φύση. Στο δημοτικό τραγούδι99 εξέχουσα θέση κατέχει η Γυναίκα-Μάνα σύμφωνα με τον Γρηγοριάδη (1997: 18). Η μόνη γυναίκα που αποκτά ελευθερία έκφρασης είναι η ερωτευμένη γυναίκα100, η οποία υπερβαίνει τα όρια του ρόλου της – κάτι που γίνεται σπάνια (ο.π., 1996, 181).
Όπως αναφέρει η Τολίκα (1992: 88), ο τύπος της γυναίκας που είναι στον αντίποδα του μοντέλου Παρθένα-σύζυγος-Μάνα είναι η ελεύθερη ηθικά γυναίκα όπως η εταίρα της αρχαιότητας, η Ρωμιά στο χαρέμι του Σουλτάνου, η παλλακίδα των μεταγενέστερων εποχών. Μετά την απελευθέρωση η γυναίκα που ξεχωρίζει και προσπαθεί ν’ αλλάξει την τύχη της (ο.π.) είναι κυρίως η διανοούμενη101. Στη νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή οι διαφοροποιήσεις του γυναικείου στερεότυπου εδραιώνονται γύρω από το παραδοσιακό πρότυπο: στον Παπαδιαμάντη τιμάται ιδιαίτερα η βασανισμένη γυναίκα, στον Καβάφη (1863-1933) η αγέρωχη Γκραίκα, στον Σικελιανό (1884-1951) η Μάνα-Ρωμιά, στον
98 Ο ιδανική γυναικεία μορφή στα παραδοσιακά παραμύθια είναι μια καλή, όμορφη, σεμνή και υπάκουη κοπέλα που γίνεται σύζυγος ενός βασιλόπουλου, το οποίο την επέλεξε. Βλ. σχετ. Τολίκα (1992: 89). Περισσότερα στοιχεία για τη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού, πρβλ. Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος (1993: 30-33) καθώς επίσης και για τη χρήση του Μύθου και του Λόγου (ο.π., 117). Για τους παροιμιόμυθους, βλ. σχετ. Λουκάτου (1972: 26).
99 «… Μάνα με τους εννιά σου γιούς και με την μια σου κόρη / την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη …». Απόσπασμα από το δημοτικό τραγούδι Του νεκρού αδελφού (ο. π.).
100 «…να γένω γης να με πατάς, γιοφύρι να διαβαίνεις / να γένω κι ασημόκουπα να πίνεις το κρασί σου / εσύ να πίνεις το κρασί κι εγώ να λάμπω μέσα …»). Χωρίο από το δημοτικό τραγούδι Χωρισμός (ο. π.).
101 Βασικός προορισμός της γυναίκας είναι - ανέκαθεν - η τεκνογονία. Η εταίρα βρισκόταν στο περιθώριο της κοινωνίας στην αρχαιότητα, ενώ η δυναμικότητά της γυναίκας εκφράζεται ζωντανά στον αγώνα του ’21. Η συμμετοχή της στο δημόσιο βίο καλλιέργησε τον τύπο της φεμινίστριας στις αρχές του 20ου αι. Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 1. 52
Σεφέρη (1900-1971) η Μάνα-Ελλάδα ιστορικοποιημένη, στον Εγγονόπουλο (1910-1986) η αυθεντική αγνότητα ως συμβολοποίηση της φύσης και της τέχνης102.
Στην εποχή αλλά και στο έργο του Παπαδιαμάντη οι γυναίκες των ξενιτεμένων και των ναυτικών αποτελούν μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα˙ η ζωή τους καθορίζεται από την εναλλαγή της ανδρικής παρουσίας ή απουσίας. Έτσι επωμίζονται πρόσθετες οικονομικές υποχρεώσεις, αναπληρώνοντας το πατρικό πρότυπο στην ανατροφή των παιδιών. Το πρότυπο της γυναικείας καρτερικότητας καλλιεργείται με ιδιαίτερη ευαισθησία στο έργο του Παπαδιαμάντη και επιβιώνει μέσω των παραδόσεων, όπως φαίνεται ακολούθως. Στο Άνθος του γιαλού103 διασώζεται ο σχετικός μύθος του χαμένου βασιλόπουλου (Άπαντα, Άνθος του γιαλού, 65-66: «… τον παλαιόν καιρόν … εκατοικούσε μια κόρη η Λουλούδω … έλαμπε ήλιος έλαμπε κι αυτή – μαζί με τον πατέρα της … ένα βασιλόπουλο της έταξε με όρκο … τη μέρα που θα γεννηθή ο Χριστός θα έρθη να τη στεφανωθή … οι βάρβαροι είχαν πάρει σκλάβο το βασιλόπουλο … τα δάκρυα της κόρης επίκραναν το κύμα … ένα λουλουδάκι αόρατο φύτρωσε ανάμεσα στους δυο
102 Στο Παπαδιαμαντικό έργο, όπως διαπιστώνει και ο Λορεντζάτος (1979: 13), προβάλλεται το πρότυπο της γυναίκας σύμφωνα με την Ελληνοχριστιανική παράδοση, όπως φαίνεται στο ακόλουθο χωρίο που η μητέρα υποφέρει για τις πράξεις του γιού της (Άπαντα, Για την περηφάνεια, 207: «… πώς έγινες έτσι; … κ’ εξεχώρισες από τον κόσμο … μάννα είμ’ εγώ; … τί κοίμιζα; τί μέρωνα; …»). Στην ποίηση του Καβάφη (1975: 10) τονίζεται το ιδανικό της καρτερικής μάνας˙ απόσπασμα από τη Δέηση: «… η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη - / η μάνα του, ανήξερη, … ανάφτει / στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί / … κι όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί …». Στον Σικελιανό (1978: 127) τονίζεται το πρότυπο της υπομονετικής Μάνας στον Τέλειο πόθο «… περιμένει ακοίμητη τον άντρα / τον ανέγγιχτο, τον άπαρτο, τον μυστικό …». Στον Σεφέρη (1972: ) η Μάνα-Ελλάδα ταυτίζεται με ιστορικές μνήμες, λ.χ. της Μικρασιατικής καταστροφής όπως φαίνεται από το ακόλουθο χωρίο με τίτλο Αργοναύτες: «… Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς / κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά / κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξανδρο / και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Μικράς Ασίας …». Για τη μυθολογική μορφή της γοργόνας στο έργο του Σεφέρη, βλ. σχετ. Αντωνίου (1986: 60). Στον Εγγονόπουλο (1979: 25) η εικόνα της γυναίκας προέρχεται από ένα νοσταλγικό κόσμο˙ στην Καυχησιολογία υπό βροχήν είναι ορατή: «… η ωραία κόρη / Κύριε / π’ αγαπούσαμε …». Τα παραπάνω αποσπάσματα ανθολογούνται από την Τολίκα (1992: 91, 94, 97) εκτός από αυτά που αναφέρονται στον Παπαδιαμάντη και στον Καβάφη.
103 Περισσότερα στοιχεία γι’ αυτό το διήγημα, βλ. σχετ. Θεοδοσοπούλου (2001: 130-133). 53
βράχους … η ψυχή του βασιλόπουλου …»). Επίσης, ο θρύλος της Φλανδρώς περιγράφεται στο διήγημα Τ’ αγνάντεμα κατ’ αντιστοιχία με το μυθολογικό παράδειγμα της Νιόβης που πέτρωσε (Άπαντα, Τ’ αγνάντεμα, 200: «… ξεκολλούσε η ψυχή της που έφευγεν ο άνδρας της … έκλαψε πικρά … τα κύματα επικράνθησαν … έπνιξαν τον άνδρα της …»). Επίσης, η έννοια της γυναικείας αλληλεγγύης και συντροφικότητας παρατηρείται συχνά σε δύσκολες συνθήκες, κυρίως στις γυναίκες των ναυτικών που αναπτύσσουν ένα συλλογικό πνεύμα: «… ωραίες κοπέλες με υποκάμισα κόκκινα μεταξωτά … με τους χυτούς βραχίονας … ήρχοντο … να παρακαλέσουν την Παναγιά την Κατευοδώτραν να οδηγήσει …. τους θαλασσοδερμένους συζύγους …» (ο. π.).
Γενικά, η σχέση μεταξύ των γυναικών καταστρατηγείται ως προς τα εξής:
α) Ως προς το ζήτημα της διαχείρισης των ηθικών αξιών από τις ίδιες της γυναίκες και της ανάπτυξης ενός ιδιότυπου γλωσσικού ιδιώματος υβριστικού περιεχομένου104. Η φυλετική επισφράγιση της γλώσσας και η εγγραφή του γυναικείου ήθους σ’ αυτή υπολανθάνει έναν υποβόσκων ανταγωνισμό, κυρίως εκ μέρους των μεγαλύτερων γυναικών, οι οποίες χάνουν την αναπαραγωγική τους ικανότητα.
β) Ως προς το ζήτημα της επιβολής και της άσκησης του κοινωνικού ελέγχου σχετικά με την τήρηση του κώδικα ηθικής ή αναπαραγωγικής ικανότητας ανάμεσα στις ηλικιωμένες γυναίκες και σ’ όσες αναβαθμίζονται στο ρόλο της πεθεράς της νύφης (Γκασούκα, ο.π., 119-120). Οι ηλικιωμένες γυναίκες αναλαμβάνουν μια θέση διευρυμένων κοινωνικών σχέσεων από τη μια αλλά και
104Το περιεχόμενο των υποτιμητικών χαρακτηρισμών συνδέεται με την ηθική της γυναίκας και αποτυπώνει τα τυπικά γνωρίσματα της συμπεριφοράς: 2, 78 («ξετσίπωτη»), 3, 41 («γουρουνοποδαρούσα»), 3, 625 («ξόγανο»), 4, 562 («χτικιάρα»), 4, 152 («εφταλουτρού»), 2, 141(«αχρόνιαστη»), 3, 41 («σκιασμένη»), 2, 116 («καραβωμένη»), 3, 625 («γυφτοκόνισμα»). Αναφέρεται από την Γκασούκα (ο. π., 138), υποσ. 238. Ακόμη, βλ. σχετ. Αμβραζή (1992: 113). Μια σύγχρονη άποψη για τη χρήση της γλώσσας ανά φύλο αναπτύσσει η Sally Mc Connel (1980: 12), η Nelly Furman (1980: 48) καθώς και η Annie Le Clerc (1979: 10). Για μια κριτική της γυναικείας λογοτεχνικής γραφής, πρβλ. Felman (1975: 10) και Mary Jacobus (1979: 12).
54
συνεχιζόμενων υποχρεώσεων από την άλλη, όπως προαναφέρθηκε105. Καθώς σταδιακά απελευθερώνονται από τα δεσμά του γυναικείου προτύπου με τις συνεχείς εγκυμοσύνες και τους τοκετούς, απολαμβάνουν μια σχετική ελευθερία καθώς μπορούν να κυκλοφορούν στο δρόμο, όπως η γραία-Γερακίνα (Άπαντα, Βαρδιάνος στα Σπόρκα, 557: « …ήτο η μόνη γυνή ήτις ηδύνατο να εμφανίζηται ατιμωτητί εν μέσω της διατριβής των ανδρών …»). Επίσης, πρωταγωνιστούν στις γυναικείες έριδες (Άπαντα, Ο πεντάρφανος, 57: «…ήτο προφανώς από δαγκωματιά ανθρώπου και μάλιστα γυναικός …») ή αποκτούν ανδρικές συνήθειες, όπως η Σεραΐνώ (Άπαντα, Το ενιαύσιον θύμα, 218: «… που ερρόφα ταμβάκον …»). Το παραδοσιακό πρότυπο παραμένει αυτό που καθορίζεται από ένα διευρημένο μητρικό καθήκον, όπου η ενασχόληση των ηλικιωμένων γυναικών με τα οικιακά και την ανατροφή των εγγονιών συνεχίζεται ορίζοντας τη ζωή τους (Άπαντα, H Γκυκοφιλούσα, 78: « … η μάμη των … αυτή τους είχεν αναστήσει, αυτήν εγνώριζαν μητέρα …»).
Κοινωνική αναβάθμιση γνωρίζει η μητέρα του γαμπρού στο ρόλο της πεθεράς106 καθώς ασκεί την πολυπόθητη εξουσία πάνω στα νεότερα γυναικεία μέλη και ελέγχει τη διατήρηση του κώδικα ηθικής. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με καχυποψία τη συμπεριφορά των ηλικιωμένων γυναικών, πολλές από τις οποίες συνδέονται με τον κόσμο της κακίας, της ζηλοτυπίας και ενίοτε της πλάνης και της μαγείας (Άπαντα, Φώτα ολόφωτα, 40: «… ως πάσα πενθερά ήτις δεν επιθύμει τον θάνατον της νύμφης, όταν αυτή είναι πρωτάρα, πριν βεβαιωθή ότι θα επιζήσει το παιδίον δια να ασφαλισθή η κληρονομία της προικός …»).
Ο συνεχής έλεγχος που ασκεί τόσο η τοπική κοινωνία, όσο και η μια γυναίκα απέναντι στην άλλη επιβεβαιώνει τη φυλετική κατανομή της ηθικής στην εφαρμογή των απαγορεύσεων ή των δεσμεύσεων. Η χηρεία είναι μια κατάσταση κατά την οποία νέες υποχρεώσεις και περιορισμοί διέπουν τη ζωή της γυναίκας παρόμοιες με αυτές που ίσχυαν κατά την περίοδο πριν το γάμο. Το παραδοσιακό πρότυπο είναι αυτό που περιγράφεται ως εξής Στη θητεία της πενθεράς (Άπαντα, Η
105 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 3.
106 Η θέση αυτή θεωρείται τιμητική κατά την ιεραρχική κατανομή ρόλων ανάμεσα στα γυναικεία μέλη στην παραδοσιακή αγροτική οικογένεια. Βλ. σχετ. Μερακλή (1986: 55). 55
θητεία της πενθεράς, 406: «… η μάνα έμεινε ισοβίως χήρα σώφρων, θαύμα γυναικείας εγκαρτερήσεως … και η κόρη εμεγάλωσε εκ κοιλίας μητρός ορφανή …»).
Ένας δεύτερος γάμος, αν και προξενεί κοινωνική αποδοκιμασία, εντούτοις δεν είναι σπάνιος για τις γυναίκες που χηρεύουν κυρίως σε νεαρή ηλικία (Άπαντα, Αγάπη στον κρεμνό, 486: «… η Μαργώ … επειδή της χήρας το τάξιμο πάντοτε πιάνεται … έταξε αν εύρισκε δεύτερον άνδρα να τον υπανδρευθή … και εύρε τον Γιάννην και τον υπανδρεύθη …»). Μια διαφοροποίηση σχετικά με τα οικονομικά ζητήματα αφορά την κατάσταση της χηρείας όπου η γυναίκα αναλαμβάνει την ανατροφή των παιδιών αλλά και την κυριότητα των περιουσιακών στοιχείων. Η διαχείριση τους όμως, όπως παρατηρεί η Γκασούκα (1998: 113-114), δεν παύει να προκαλεί ενδο-οικογενειακές αντιθέσεις˙ η Μαριώ η Χρήσταινα αντιπροσωπεύει ένα τέτοιο παράδειγμα (Άπαντα, Η Ντελησυφέρω, 642: «…πόλεμον και εις την δικαιοδοσίαν την αντρικήν ακόμη όπου εχρειάσθη να έχη μέγα φρόνημα και θάρρος η Χρήσταινα, χηρεύουσα νέα…»). Η χήρα κληρονομεί το σύζυγο και διαχειρίζεται την περιουσία, όπως φαίνεται και στο ακόλουθο χωρίο (Άπαντα, Τα συμβάντα στο μύλο, 519: «… η Σοφία τα εκληρονόνησε όλα μαζί με τον μύλον αυτόν τον οποίον είχεν ανακαινήσει ο μακαρίτης … αλλά οι συγγενείς του Αγάλου … αποπειράθησαν … να καταλάβωσι την οικίαν …»). Εκτός των κληρονομικών δικαιωμάτων προστίθεται η ικανότητα να προχωρεί η ίδια σε οικονομικές πράξεις, όπως διαπιστώνεται από την εξής περίπτωση (Άπαντα, Η Μαούτα, 67: «… είχε κάμει πολλά οικοκυριά … ήτοι ελαιοτριβείον, μύλους πατητήρια, αγρούς …»).
4. 2. Αποκλίσεις του παρασδοσιακού περοτύπου
Η γυναικεία ταυτότητα αφαιρείται ουσιαστικά, όταν δε διέπεται από την έννοια της μητρότητας και του γάμου. Έτσι το κοινωνικό περιθώριο απαρτίζεται από εκείνες που παραμένουν ανύπαντρες, άτεκνες ή συζούν χωρίς νομιμοποιημένη σχέση. Η ανύπαντρη γυναίκα θεωρείται κοινωνικό στίγμα, γι’ αυτό οικογενειακό μέλημα είναι η έγκαιρη και γρήγορη αποκατάσταση των νεαρών κοριτσιών (Άπαντα, Η χήρα παπαδιά, 85: «…την υπάνδρευσαν δεκατετραετή,
56
χωρίς να ερωτήσωσι αν έστεργε τον σύζυγον …»). Η διαπραγματευτική αξία των κοριτσιών που παραμένουν προς διάθεση μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου, το ράφι είναι ο αιώνιος φόβος του γυναικείου πληθυσμού. Οι κοινωνικές συνέπειες για μια ανύπαντρη γυναίκα σχετίζονται με την αποκοπή της από τον κοινωνικό κορμό και την περιφρόνησή της. Όπως διαπιστώνει η Γκασούκα (ο. π., 86) απ’ όλες τις ηρωίδες του Παπαδιαμάντη μόνον η Αμέρσα107, η κόρη της Χαδούλας, επιλέγει συνειδητά την αποχή της από το θεσμό του γάμου (Άπαντα, Η φόνισσα, 445: «… έμεινε η καημένη η ανδροκόρη η Αμέρσα ανύπανδρη … τω όντι φρόνιμη νέα … έβλεπε την μεγάλην αδελφή της και την ελυπείτο …»).
Στην κοινωνία της εποχής του Παπαδιαμάντη, η τεκνοποίηση δεν είναι προσωπική υπόθεση, έχει ένα κοινωνικό περιεχόμενο και αφορά αποκλειστικά τη γυναικεία ικανότητα προς αναπαραγωγή. Ο δείκτης παιδικής θνησιμότητας108 είναι υψηλός λόγω των δύσκολων συνθηκών διαβίωσης και της έλλειψης ιατρικής πρόληψης, που υποκαθίσταται από τη χρήση πρακτικών εφαρμογών και βοτάνων που κατέχουν συνήθως οι ηλικιωμένες γυναίκες. Η θνησιμότητα αφορά τις πρώτες μέρες γέννησης του βρέφους και όλη τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας˙ ένα ποσοστό οφείλεται σε ατυχήματα ή σε έλλειψη προσοχής εκ μέρους των ενηλίκων, όπως φαίνεται από το γνωστό διήγημα Το μυρολόγι της φώκιας109 (Άπαντα, Μυρολόγι της φώκιας, 299: «… εγλίστρησε κι έπεσε μπλούμ εις το κύμα…»).
Η άκληρη γυναίκα επιβαρύνεται από την κοινωνική αποδοκιμασία καθώς η απόκλισή της από το παραδοσιακό πρότυπο - άσχετα αν ευθύνεται η ίδια ή
107 Επίσης, πρβλ. της ιδίας (1993: 18).
108 Επειδή το υψηλό ποσοστό παιδικής θνησιμότητας – ένας στους δύο θανάτους επέρχεται στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής - δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με οικογενειακό προγραμματισμό ή με ιατρική κάλυψη, επιδοκιμάζεται για θρησκευτικούς λόγους η πολυτεκνία. Βλ. σχετ. Μερακλή (1986: 24) καθώς και Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη (1986: 82).
109 Ακολουθείται η γραφή του Παπαδιαμάντη μυρολόγι αντί μοιρολόγι, όπως προτείνει ο Τριανταφυλλόπουλος (1988: 297-300). Το αναφέρει και ο Ζουμπουλάκης (2001: 14), υποσ. 2. Επίσης, ο Καλογερόπουλος (2001: 15) δέχεται την πρωτότυπη γραφή. Ακόμη με την ίδια γραφή έχει κυκλοφορήσει ο Παρίσης (2001: 13) μια έκδοση τριών διηγημάτων του Παπαδιαμάντη ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και το παραπάνω.
57
όχι - είναι ανατρεπτική καθώς ακυρώνει την έννοια του γυναικείου προορισμού110. Το θέμα τούτο θίγεται συχνά στο έργο του Παπαδιαμάντη ενώ ο ίδιος φροντίζει να παίρνει τις αναγκαίες αποστάσεις. Στο Χριστόψωμο η γραία-Κοντάκαινα, ένα πρόπλασμα της Φραγκογιανούς, σχεδιάζει φόνο εκ προμελέτης κατά της νύφης της λόγω της ανικανότητας της προς τεκνογονία. Κατά λάθος όμως μετατρέπεται σε παιδοκτόνο καθώς το δηλητηριασμένο κουλούρι καταναλώνεται από το γιο της (Άπαντα, το Χριστόψωμο, 77-78: «… εις τι έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος; … της έδωκαν να πίη διάφορα τελεσιουργά βότανα, εις μάτην η γη έμενεν άγονος … ο σύζυγός της δεν συνεμερίζετο την άποψη της μητρός του … περίεργον δε ότι πας Έλλην της εποχής μας ιερώτατον θεωρεί χρέος και υπερτάτην ανάγκην την διαιώνιση του γένους …»). Στους Εμπόρους των Εθνών το ζήτημα της ακληρίας λειτουργεί θετικά ως προς τη σκηνική οικονομία (Άπαντα, Οι Έμποροι των Εθνών, 137: «… μία μόνη σκιά υπήρχεν … εστερείτο τέκνων …»). Προσπάθειες θεραπείας της στειρότητας αναφέρονται στην άκληρη (Άπαντα, Η άκληρη, 47: «… αλλ’ αφού είχε κάμει τόσα ταξίματα και μεταχειρίσθη γιατροσόφια κι επήγε δυο-τρεις φορές στα θέρμα η στείρωσίς της δεν εθεραπεύθη …»). Στο Χατζόπουλο αποκαλύπτεται μια δραματική πτυχή (Άπαντα, Το Χατζόπουλο, 412: «…άνισος είναι κι η Θεία Πρόνοια εις τας αβύσσους των κριμάτων της κι εις τα δωρήματά της … το παιδί δεν είναι της Χατζησταμάταινας … είναι της Χατζίνας επειδής και ήθελε νάχη παιδί για να κληρονομήση τον Χατζή …»), ενώ στο Γάμο του Καραχαμέτη γίνεται μια σημαντική αναφορά στον άτυπο θεσμό της συγκρίας111 (Άπαντα, Ο γάμος του Καραχαμέτη, 495-496: «… έπρεπε να χωρίση τη γυναίκα του, επειδή ύστερ’ από 15 χρόνων συζυγίαν δεν του είχε κάμει παιδί …») και να σκηνοθετήσει την απαγωγή μιας άλλης νεαρότερης με την οποία η νόμιμη σύζυγος έπρεπε να συμβιώνει.
110 Οι κοινωνικές αντιλήψεις και δοξασίες για την αναγκαιότητα της τεκνοποίησης υπαγορεύουν την περιθωριοποίηση της άκληρης γυναίκας. Βλ. σχετ. Γκασούκα (ο. π., 104-105) Μαίρη Μηλίγκου-Μαρκαντώνη (1991: 284), Αντριάν Ριτς (1983: 252) και Πετρόπουλου (1952: 28-31).
111 Πρόκειται για το έθιμο που ονομάζεται σύγκρια ή συγκόρμισσα και επιτρέπει την πρόσληψη δεύτερης συζύγου σε περίπτωση ατεκνίας ή θηλυγονίας της πρώτης: «… συνειθίζουσι να προσλαμβάνουσι και δευτέρας γυναίκας εις τας οικίας τους τη συγκαταθέσει και των γονέων αμφοτέρων αυτών … κι ούτω συνοικούσιν αυτοί και μετ’ αυτών συζώσι ως ανήρ και γυνή παρανόμως …». Βλ. σχετ. Δασκαλάκη (1974: 80-83). 58
Επίσης, ο Παπαδιαμάντης καταγράφει και περιπτώσεις υιοθεσίας παιδιών όπως ακολούθως (Άπαντα, Τα τραγούδια του Θεού, 391: «… ήτο ως εννέα ετών, ροδίνη και καστανή και την είχαν υιοθετήσει από το Βρεφοκομείον, ως άτεκνον οπού ήταν το ανδρόγυνον …»).
Μια αντισυμβατική στάση στο πρότυπο της ηθικής συμπεριφοράς αποτελεί η γυναίκα που συζεί χωρίς να έχει νομιμοποιημένη σχέση˙ ο τύπος αυτός συναντάται κυρίως στον αστικό χώρο των Αθηναϊκών αυλών, όπου ο εξευρωπαϊσμός, όπως προαναφέρθηκε112, επέφερε άμβλυνση των ηθών. Αν η κοινωνία αρνείται τη γυναικεία ταυτότητα στην άκληρη ή στην ανύπαντρη, τη γυναίκα που δεν έχει τελέσει το μυστήριο του γάμου την αποβάλλει από τους κόλπους της γιατί η ρήξη της με τους θεσμικούς κανονισμούς είναι οριστική. Ενώ το ανδρικό πρότυπο άτυπα παραμένει πολυγαμικό, το γυναικείο υποβάλλεται σε μια σειρά στερητικών και αυταρχικών μηχανισμών τιμής που αποσκοπούν στην κοινωνική οριοθέτησή του. Στις κουκλοπαντρειές θίγεται αυτό το θέμα άμεσα (Άπαντα, Οι κουκλοπαντρειές, 568: « …είχε φαίνεται έναν άνδρα ο οποίος κατ’ αρχάς δεν είχεν παρουσιασθή, ύστερον ήλθεν κι εκοιμήθη βραδιές εις το δωμάτιον της νεαράς γυναικός κι έτσι σιγά-σιγά εγκαταστάθη …»). Στο Χωρίς στεφάνι, ο συγγραφέας προτείνει μια ριζοσπαστική και τολμηρή λύση για την εποχή του καθώς ο πολιτικός γάμος θεσπίστηκε νομοθετικά μόλις το 1981. (Άπαντα, Χωρίς στεφάνι, 133-136: «… ήσαν ανδρόγυνον χωρίς στεφάνι, οπόσα τοιαύτα παραδείγματα … η Χριστίνα, η δασκάλα … υπέφερεν εν σιωπή … δεν ημπορούσε να έρχεται εις επαφή με τας κυρίας και υπεβιβάζετο εις την τάξην των υπηρετριών … ελλείψει όμως άλλης προνοίας Χριστιανικής και ηθικής, διά να είναι τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουσι να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον …»).
4. 3. Συμπεράσματα
Οι κοινωνικοί και θρησκευτικοί κανονισμοί που υπαγορεύουν το γυναικείο στερεότυπο καθορίζουν επίσης την κατανομή των ρόλων˙ οι ίδιοι κανονισμοί ρυθμίζουν με τη σειρά τους τη διαμόρφωση του παραδοσιακού
112 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄. παρ. 1. 59
προτύπου. Αυτός ο κώδικας ηθικών αξιών επαναλαμβάνεται με μικρές διαφοροποιήσεις στο πέρασμα των χρόνων, ενδέχεται όμως ορισμένα στοιχεία του να συρρικνωθούν ή να μετασχηματιστούν καθώς δέχονται τα αποτελέσματα διαπροσωπικών ή κοινωνικών μεταβολών, όπως τούτα γίνονται αποδεκτά στην πλειοψηφία του κοινωνικού συνόλου. Αυτές οι μεταβολές, όπως θα εξεταστεί στη συνέχεια στο λογοτεχνικό έργο του Παπαδιαμάντη113, θέτουν τις βάσεις για τη δημιουργία των διαφοροποιήσεων του παραδοσιακού προτύπου˙ πρόκειται για κοινωνικούς αποστατικούς μηχανισμούς που αποσκοπούν μακροπρόθεσμα στην αλλαγή των κοινωνικών δομών.
5. ΕΡΩΤΑΣ – ΓΑΜΟΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ
5. 1. Έρωτας και ηθική
Αν ο ερωτικός λόγος και η δυναμική του είναι η μοναδική μορφή αντίστασης σε μια κοινωνία ασυμμετρίας, όπως την εποχή του Παπαδιαμάντη που αποδέχεται τη μονομερή τήρηση του ηθικού κώδικα εκ μέρους του γυναικείου φύλου, τότε αποτελεί μια μόνιμη απειλή διασάλευσης της έννομης τάξης. Ο έρωτας, ο απαγορευμένος, ο κρυφός ή ο απεγνωσμένος είναι η εσωτερική επανάσταση που προελαύνει για να προλάβει το μαρασμό και τη φθορά της κοινωνίας, για να υπερνικήσει την πενία, τις ασθένειες, τη φυσική μοίρα του ανθρώπου, το θάνατο. Ενώνει τις κοινωνικές αντιθέσεις, δεν επιδέχεται κοινωνικούς, θρησκευτικούς και πολιτικούς φραγμούς, συχνά έρχεται σε μερική ή ολική ρήξη με τους θεσμούς του κοινωνικού status, ελέγχει κι ανατρέπει τα δεδομένα που διαμορφώνει στο πέρασμά του114. Η θεσμοθετημένη κοινωνική
113 Βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, παρ. 2 και Κεφ. Γ΄, παρ. 4, 5.
114 Η διαφορά μιας εκδημοκρατισμένης κοινωνίας από μια άλλη, π.χ μαρξιστικού τύπου είναι αμελητέα όσον αφορά την αντιμετώπιση ενός ισχυρότατου ανθρώπινου συναισθήματος, που μπορεί να κινήσει τις μάζες ή να έρθει σε ρήξη με τις κοινωνικές νόρμες. Η παγκόσμια ιστορία κατασκοπίας βρίθει από τέτοιες περιπέτειες. Το αναφέρει ο Κούλογλου (2001: 11, 56) στη 60
οργάνωση για να εκμηδενίσει τις συνέπειες μιας ανατροπής των ηθικών αξιών, έχει θεσπίσει ένα ισχυρό θεσμικό σύστημα που αποτελεί το μοναδικό αντίδοτο αντίστασης κατά του συστήματος: το γάμο που ήταν ο αποκλειστικός τόπος συνάντησης των δύο φύλων στην εποχή του Παπαδιαμάντη, αποδεκτός από την κοινωνία και την εκκλησία.
Παρά την έντονη απαγορευτική του χροιά ο έρωτας εκδηλώνεται κρυφά, όπως φαίνεται παρακάτω (Άπαντα, Έρως-ήρως, 172: «… τα κορίτσια δεν πρέπει να έχουν έρωτα, τί θα πη; το μόνον χρέος των είναι να υπακούουν εις τους γονείς των …»). Η πρώτη κίνηση γίνεται συνήθως από τη πλευρά του αρσενικού μέλους˙ με επιστολές, όπως αυτή που διαβάζει δυο και τρείς φορές η Ματούλα (Άπαντα, Θέρος-έρος, 185: « …στενάζω τόσους χρόνους διά σε από μακράν …»). Επίσης, με ραβασάκια, όπως συμβαίνει στο Μπραϊνάκι που δεν ανταποκρίνεται (Άπαντα, Ο σημαδιακός, 109: « …δεν υπήρχε μαθητής του Ελληνικού σχολείου, όστις εν μέσω των τετραδίων … να μην αναπολήση την εικόνα της …»). Οι καντάδες και τα ερωτικά άσματα είναι σύνηθες φαινόμενο στα χρόνια του Παπαδιαμάντη, όπως στη μετανάστιδα (Άπαντα, Η Mετανάστις, 62-63: «… ηκούσθη μακρόθεν αρμονικόν άσμα … ήσαν νέοι κωμάζοντες εν τη οδώ …») και στον πεντάρφανο (Άπαντα, Ο πεντάρφανος, 58: «… υπήρχον πολλά γεροντοπαλλήκαρα, τα οποία ελάμβανον μέρος είς τους νυκτερινούς κώμους … υπό τα παράθυρα της ωραίας Φλωρούς μεγάλη έρις … επήλθε μεταξύ δύο ομίλων …»). Φυσικά, δεν λείπουν τα κρυφά χτυποκάρδια (Άπαντα, Έρως-ήρως, 173-174: «… δεν εξέρχεται πνοή και στεναγμός από το στόμα του και το όμμα εκαρφώθη εκεί απλανές … η τελευταία συγκεντρωμένη ακτίς της ψυχής του …») ούτε οι μυστικές συναντήσεις των ερωτευμένων όπως στη βλαχοπούλα (Άπαντα, Η βλαχοπούλα, 362: «… τρίτον πρόσωπον ενεφανίσθη … την εκκύταξε γλυκά … και η κόρη ήρχισε να συγκινήται …»). Ο συντηρητικός Παπαδιαμάντης αποδοκιμάζει τα κρυφά ραντεβού ως συνέπεια άμβλυνσης των ηθών εκθέτοντας την άποψή του (Άπαντα, το εξοχικό κρούσμα, 129: «… τα διάφορα εξοχικά ερημητήρια εχρησίμευον ως συνεκτευκτήρια … η συνδιάλεξις … εγίνετο υποκάτω … ανοικτής κοκκίνης
λογοτεχνική απόπειρα καταγραφής μιας ερωτικής ιστορίας με πολιτικά κίνητρα λίγο πριν την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος στις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλόκ.
61
ομπρέλλας … τα θύματα ήσαν κατά το πλείστον Γαλλίδες ή Ελβετίδες παιδαγωγοί…»).
Η πιο ακραία πράξη κοινωνικής σύγκρουσης είναι η απαγωγή˙ ο Παπαδιαμάντης επεξεργάζεται το μοτίβο της απαγωγής115, στο οποίο επικεντρώνει τη βασική θεματική των έργων: η γυφτοπούλα, οι Έμποροι των Εθνών και Χρήστος Μηλιόνης. Στα δυο πρώτα η δράση καθορίζεται αποφασιστικά από τη συναισθηματική μεταστροφή των ηρωΐδων, ενώ στη νουβέλα η πλοκή φορτίζεται πιο έντονα από τα γεγονότα που ακολουθούν τη πράξη της απαγωγής: το φόβο της σκλαβιάς και τη μάχη για την ελευθερία, όπως φαίνεται ακολούθως (Άπαντα, Χ. Μηλιόνης, 58: « … η Βάσω …περιεβλήθη … τα ενδύματα και τα όπλα του αγά … και έγινε άφαντος …»). Η νεαρή χήρα Σοφία στο διήγημα Τα συμβάντα στο μύλο, δρα ως ηρωίδα σε φίλμ νουάρ για να αντιμετωπίσει τους επίδοξους απαγωγείς (Άπαντα, Τα συμβάντα στο μύλο, 520: « …εβύθισε την χείρα κι έλαβεν εν ρεβόλβερ … τα βουνά ήτο τόπος συναντήσεως δια τους νέους κυνηγούς … δια ξεπεσμένα αρχοντόπουλα οπού ησχολούντο εις εργαλαβίας και επιχειρήσεις ερωτικάς …»).
Το πνεύμα των νέων ηθών που έπεται του φαινομένου της αστικοποίησης επιτρέπει τη σταδιακή απελευθέρωση του τρόπου προσέγγισης και ερωτικής επικοινωνίας των δυο φύλων ως ένα βαθμό μόνο˙ ο συγγραφέας σημειώνει (Άπαντα, Οι κουκλοπαντειές, 565-566: «… ούτος ήτο τολμηρός, προσέτι, δε χορευτής και τραγουδιστής είχε αγαπηθή με την κόρην την Ευγενικούλαν …»). Η τάση διεύρυνσης των κοινωνικών σχέσεων σχετίζεται με τις ποικίλες δυνατότητες ψυχαγωγίας στην Αθήνα, όπως έχει προαναφερθεί 116. Οι
115 Βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, παρ. 3, 4 και Κεφ. Γ΄, παρ. 4. Επίσης, το μοτίβο της απαγωγής είναι γνωστό και στα δημοτικά τραγούδια, όπως αναφέρει ο Γρηγοριάδης (1997: 25-26) . Στο ακριτικό Η αρπαγή της γυναίκας του Διγενή, σε χιακή παραλλαγή, ο ήρωας φαίνεταιι να αδρανεί ενώ το άλογο αναλαμβάνει δράση: «…-Αν την εκλέψανε εχτές, να πα’ να την γυρεύω, / αν την εκλέψαν σήμερα να κάμω την σποριά μου …/ … - Αν είν’ για την κυρά καλή, εγώ να σου την φέρω … / κι ο μαύρος εγονάτισε και πάνω του την πήρε …». Ακόμη η χρήση του μοτίβου αυτού παρατηρείται και στην Ελληνική μυθολογία˙ η αρπαγή της Περσεφόνης και της Ευρώπης είναι παραμυθιακές. Βλ. σχετ. Στεφανίδη (1994: 24, 19) τόμ. 4, 12.
116 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 1, υποσ. 36. 62
κοινωνικές εκδηλώσεις, σύμφωνα με την Γκασούκα (1998: 200), προσφέρουν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα ευκαιρίες διασκέδασης που επιτρέπουν τη γνωριμία των δυο φύλων (Άπαντα, Ο χορός εις του κυρίου Περιάνδρου, 15: «… ο Ευρωπαϊκός χορός έχει ζωηρότητα … δίδεται αφορμή αναπτύξεως σχέσεων …»). Επίσης, παρατηρείται συχνά εκδήλωση δημόσιας ερωτικής συμπεριφοράς εκ μέρους του ανδρικού πληθυσμού κυρίως (Άπαντα, Αποκριάτικη νυχτιά, 303-304: « … όλοι οι νέοι της γειτονιάς … ήσαν ερωτευμένοι με τας δύο αδελφάς … έπαιρναν την κιθάρα των … και με τους φθόγγους της μουσικής εζήτουν να αποκοιμήσουν τον πόνο της καρδίας …»). Η στάση των νεαρών κοριτσιών σκιαγραφείται από τον Παπαδιαμάντη κάποιες φορές αρνητικά καθώς θεωρούνται οι ηθικοί αυτουργοί της συναισθηματικής καταστροφής ενός άνδρα, όπως φαίνεται στο ακόλουθο χωρίο (Άπαντα, Απόλαυσις στη γειτονιάν, 254 : «… από δώδεκα χρονώ την αγαπούσε … εκείνη εκοίταζε πολλούς …»).
Ζητήματα που άπτονται άμεσα των αποκλίσεων της κρατούσας ηθικής συμπεριφοράς, αν και αποφεύγονται να εξετάζονται εις βάθος, εντούτοις θίγονται περιστασιακά˙ κυρίως αφορούν τον αστικό χώρο αν και δεν σπανίζουν στην επαρχία, όπως φαίνεται στις εξής περιπτώσεις:
α) Προγαμιαίες ή μη νομιμοποιημένες σχέσεις (Άπαντα, Οι κουκλοπαντρειές, 568: «… το ζεύγος είχε κλειδωθή μέσα εις το δωμάτιον … οι άλλες απήτουν να φύγη η έκφυλος γυνή από την αυλήν …»).
β) Διάλυση συνοικεσίων ή αρραβώνων, τις συνέπειες του φαινομένου επιβαρύνεται συνήθως η οικογένεια της νύφης, όπως φαίνεται στο ακόλουθο χωρίο (Άπαντα, Οι παραπονεμένες, 193-194: «… Κι η Μαριγούλα έμεινεν χωρίς αρραβωνιαστικόν … είχε κάμει κοντάκι το σπίτι τους …»).
γ) Ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες ως συνέπεια μακροχρόνιων αρραβώνων με μοιραία επακόλουθα, όπως συμβαίνει στην Ουρανίτσα που εξωθήθηκε σε πράξη αυτοκτονίας από τη πεθερά της (Άπαντα, Το νησί της Ουρανίτσας, 385: «… την εσαβάνωσαν, την έκλαψαν σιγανά, χωρίς μοιρολόγια …»).
63
δ) Γέννηση νόθων παιδιών117 ως αποτέλεσμα παράνομων ή εξωσυζυγικών σχέσεων που συμβαίνουν ενίοτε (Άπαντα, Το τυφλό σοκκάκι, 117: «… η Ρηνούλα εξηκολούθη κάτ’ έτος να γεννοβολά … πλέον της μισής δουζίνας παιδιά παρδαλά όλα είς βάρος του κουμπάρου…»).
ε) Κακοποίηση και βιασμοί γυναικών, όπως καταγράφει ο Παπαδιαμάντης στα ακόλουθα διηγήματα (Άπαντα, Οι δυό δράκοι, 104: «… την έδερνε, την εστουμπούσε, … την αφάνιζε …»). Στον αντίκτυπο του νου, το τελευταίο του διήγημα, αναφέρεται σε επεισόδιο βιασμού και ρατσιστικής βίας που συνέβη στην Κέρκυρα (Άπαντα, Ο αντίκτυπος του νου, 379: «… ήτον η Ρουμπίνα, η ανηψιά μου … την είχαν βιάσει και την εσκότωσαν … πού να κρεμασθούν ανάποδα …»).
στ) Εγκατάλειψη συζυγικής εστίας, κυρίως, εκ μέρους των ανδρών με ανυπολόγιστες συνέπειες (Άπαντα, Πατέρα στο σπίτι, 89: «… μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες το γυαλί γιατί είπε η μάννα μου, γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι …»), ενώ η γυναίκα συνήθως στρέφεται προς αναζήτηση τρίτου προσώπου: «… ο κουμπάρος ήτο άγαμος … ήρχετο καθ’ εκάστην, φέρων πάντοτε οψώνια …» (ο. π., 93).
ζ) Διαζύγια, αν και δεν είναι συχνό φαινόμενο (Άπαντα, Οι κουκλοπαντρειές, 572: «… η Πολυτίμη … είχε χωρίσει με τον άνδρα της, καθώς έλεγεν όχι εδώ, είς την Πόλιν … είχε λάβει και διαζύγιον καθώς εβεβαίου από τα Πατριαρχεία …»).
Τα θέματα έκλυσης των ηθών αφορούν κυρίως μεμονωμένα παραδείγματα, όπως η Κυριακούλα (Άπαντα, Τρελλή βραδιά, 323) ή οι ανήθικες γυναίκες των ξένων λιμανιών (Άπαντα, Έρωτας στα χιόνια, 106: «… τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Μασσαλίαν …»). Αν και αποφεύγει ο συγγραφέας να θίξει τις κοινωνικές πτυχές του θέματος της λειτουργίας των οίκων ανοχής εντούτοις στο Ιδιόκτητο καταγράφει την κοινωνική υποκρισία (Άπαντα, Το
117 Το Νηπιακό ορφανοτροφείο είναι το πρώτο Δημοτικό ορφανοτροφείο που ιδρύθηκε το 1859. Στα έκθετα παιδιά εξασφαλίζονταν στέγη, τροφή, ιατρική περίθαλψη και στοιχειώδη εκπαίδευση. Επίσης, τα κορίτσια προικίζονταν. Βλ. σχετ. Μπαλάνου (1919: 28-31), Ράμμου (1932: 27) και Ληξουριώτη (1986: 36-38). 64
ιδιόκτητο, 570: «… οι Λουΐζες, οι Ζοζεφίνες και οι Μαρίκες επλήρωνον εμπροθέσμως πάντοτε και προκαταβολικώς … οι καλαί οικοκυράδες είχον δωμάτια δι’ ενοίκιον μέσα εις τάς αυλάς των … τι σεμνά ήθη πού θα μάθουν τα παιδιά μας! …»). Παράλληλα παρουσιάζει την ιδιοκτήτρια του Ιδιόκτητου παπαδοπούλα στην καταγωγή αλλά ειρωνεύεται τον ιερέα που κάνει αγιασμό «…οίτινες είχον τολμήσει να τον επερωτήσουν, απήντησεν απλώς ότι ο Χριστός δεν ήλθε να καλέση δικαίους αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν …» (ο. π., 571).
Στα Ιατρεία της Βαβυλώνος, ένα από τα λιγότερο γνωστά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, γίνεται μνεία πρώτη φορά για την αντισυλληπτική προστασία καθώς και για τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (Άπαντα, Τα ιατρεία της Βαβυλώνος, 605: «είνε η μέθοδος πώς να μην τίκτη τις ενώ έχει τα συστατικά …δια να γίνη μήτηρ … ασπίς είν’ εκείνον το νέον φάρμακον, το οποίον προλαμβάνει ώστε ο νέος να μην κολλήση κανένα αφροδίσιο νόσημα και μετά την πείραν … »). Επίσης, γίνεται αναφορά και στις αμβλώσεις «… μία μόνον εξ’ αυτών γνώριμός μου μοι εξομολογήθη ότι είχε εκτελέσει 23 εκτρώσεις με σχετικήν επιτυχίαν …» (ο. π., 606). Ο υπαινιγμός του συγγραφέα για το γιατρό του ειδικού νοσοκομείου είναι εξωραΐσμένος καθώς παρέχει στις ασθενείς «… πιστοποιητικά άκρας υγείας … ένεκα της φύσεως του νοσήματος …» (ο. π.), θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία.
5. 2. Μνηστεία και προικοδότηση
Η περίοδος της μνηστείας είναι γεγονός ιδιαίτερης σημασίας ειδικά για τις γυναίκες, όπως σημειώνει ο Πολίτης (1931: 232-322), στις οποίες ασκείται ο κοινωνικός έλεγχος παρά για τους άνδρες για τους οποίους επικρατεί κοινωνική ανεκτικότητα. Η μνηστεία που αποτελεί τον πρόδρομο του γάμου, είναι μια περίοδος κατά την οποία εξετάζονται και ελέγχονται τα κριτήρια αξιοπιστίας του γυναικείου ήθους118. Ο δεσμευτικός χαρακτήρας του αρραβώνα αφορά τη γυναίκα (Άπαντα, ο Αμερικάνος, 257: «… ο ξένος ησθάνθη πόνον εις την καρδίαν …παρά την εστίαν εκάθητο γυνή τις νέα ακόμη … θλιμμένη … η φωνή της εψιθύριζεν κάτι
118 Ο αρραβώνας κοινωνικά χαρακτηρίζεται ως φράχτης και πρέπει να διατηρείται από τις γυναίκες, ανεξάρτητα από το κόστος. Βλ. σχετ. Πιτσάκη (1971: 231).
65
… εις τα ώτα του ξένου έφθασαν ευκρινώς οι στίχοι: αλλοίμονον και αλλοί-καϋμός / του γεμιτζή ο ξενιτεμός …»). Η χρόνια αναμονή ενός χαμένου αρραβωνιαστικού επιδοκιμάζεται κοινωνικά, όπως γίνεται με τη γριά Φωτεινή (Άπαντα, Θέρος-έρος, 188 «… αφότου επνίγη ο αρραβωνιστικός της … ουδέποτε υπανδρεύθη …»). Επίσης, παρατηρούνται φαινόμενα όπως της μετανάστευσης ή της χρόνιας αναβολής του γάμου (Άπαντα, Οι ελαφροΐσκιωτοι, 475: «… οκτώ χρόνια, να είσαι αρραβωνιασμένος με δυο αρραβωνιαστικές, πότε με την μια, πότε με την άλλη …»).
Η διαπραγμάτευση των οικονομικών όρων είναι μια σκληρή διαδικασία ανάμεσα στις δυο οικογένειες119. Η οικονομική βάση της νέας οικογένειας στηρίζεται στο θεσμό της προίκας καθώς το νέο ζευγάρι αυτονομείται και αυτοδιαχειρίζεται την περιουσία που του ανήκει. Αυτή η βαριά οικονομική υποχρέωση που επωμίζονται κυρίως τα αρσενικά μέλη - και μόνο οι γυναίκες σε περιπτώσεις χηρείας - προκαλεί ενίοτε οικογενειακά προβλήματα με σοβαρό κοινωνικό αντίκτυπο120.
Η προίκα είναι σημαντικό τμήμα του Λαϊκού Δικαίου και νομιμοποιείται με το προικοσύμφωνο ή μπουλετί, έγγραφο ιδιωτικού χαρακτήρα, στο οποίο υπάρχει λεπτομερής αναφορά των προικιών της νύφης. Η χορήγηση μεγάλης προίκας συνεπάγεται κοινωνικό κύρος ως προς την ανάδειξη της φυσικής και ηθικής αξίας των κοριτσιών (Γκασούκα, 1998: 86). Η κοινωνική θέση των γυναικών επηρεάζεται από το μέγεθος της προίκας˙ πολύφερνη θεωρείται η νύφη που έχει μεγάλη προίκα (Άπαντα, Άγια και πεθαμένα, 47: «… γαμβροί υποψήφιοι
119 Η προίκα είναι ένα μεταβαλλόμενο κοινωνικό φαινόμενο που εξαρτάται από τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Εκτός από τη διαπραγμάτευση των οικονομικών όρων παζαρεύεται και η ανθρώπινη υπόσταση του κοριτσιού. Αν και ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Σαμουήλ Χαντζερής είχε καταργήσει το μέτρημα με επίσημο έγγραφο από το 1767, εθυμοτυπικά ποτέ δεν καταργήθηκε. Βλ. σχετ. Ρήγα (1970: 321-323). Επίσης, πρβλ. Κεφ. Α΄, παρ. 3.
120 Το 1836 οι κάτοικοι της Σκοπέλου με επιστολή τους διαμαρτύρονται και ζητούν από την κυβέρνηση την κατάργηση του εθίμου της προίκας καθώς «… η τοιαύτη κακίστη συνήθεια καθίσταται φθοροποιός … μυστικαί βρεφοκτονία των θηλυκών, αδιάλειπτοι έριδες και μίση των ανδρογύνων … όλα είναι αποτέλεσμα και καρποί της τοπικής ταύτης συνήθειας …». Βλ. σχετ. Βλαχογιάννη (1938: 9-10). 66
υπάρχουν όχι δύο και τρεις αλλά δωδεκάς ολόκληρος …»), ενώ εκείνη που έχει μικρή κατατάσσεται σε κατώτερη κατηγορία (Άπαντα, Η νοσταλγός, 59: « … τα φτωχά κορίτσια δεν τα αγαπούν παρά όπως αγαπούν τα λουλούδια, για να τα μυρισθούν μια κι ύστερα να τα αφήσουν να μαραθούν …»). Για την τύχη της προίκας σε περίπτωση θανάτου της νύφης χωρίς απογόνους δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία στο έργο του Παπαδιαμάντη˙ πάντως εκείνη την εποχή ίσχυε το έθιμο του τραχώματος121. Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει δυο μορφές του θεσμού της προίκας:
α) Το έθιμο της παροχής οικίας η οποία μεταβιβάζεται κατά γυναικεία γραμμή και αποβλέπει στην οικονομική εξασφάλιση της γυναίκας στο μέλλον (Άπαντα, Το ενιαύσιον θύμα, 215: «…το παλαιόν θαλλασσόπληκτον σπιτάκι είχε δοθεί καιρόν ως προιξ εις την Μορφούλαιναν … ακολούθως εις την θυγατέρα της … και τέλος εις την θυγατέρα της θυγατρός της …»). Επίσης, την παροχή κινητών αλλά και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων (Άπαντα, Ο Πανταρώτας, 143: «… αμπέλι, ελαιώνα, παλιοχώραφα, τα χρειαζούμενα του σπιτιού, όλα και το μέτρημα χωριστά …»).
β) Την εξαγορά της νύφης122, το κοριτσιάτικο, όπως καταγράφεται παρακάτω (Άπαντα, Το καμίνι, 208: «... είχε δηλώσει ότι ήθελε να την πάρη χωρίς προίκα, της έδινε μάλιστα και είκοσι γίδια ως κοριτσιάτικο…»).
5. 3. Προξενιό – γάμος – κοινωνική οριοθέτηση
Παρά λοιπόν τις διαφοροποιήσεις των ηθών, που εξετάστηκαν παραπάνω, στα λαϊκά κυρίως στρώματα ο θεσμός του γάμου παραμένει ο ζωντανός συνεκτικός κρίκος της κοινωνικής συνοχής. Στη πρώϊμη εφηβική ηλικία τα κορίτσια θεωρούνται έτοιμα για γάμο, σύμφωνα με το Βυζαντινό-Ρωμαΐκό Δίκαιο
121 Πρόκειται για συνηθέστατο κληρονομικό έθιμο της Θεσσαλίας, σύμφωνα με το οποίο η προίκα παρέμενε στα χέρια του γαμπρού. Το αναφέρει η Γκασούκα (1998: 85), υποσ. 43. Αντιθέτως, στην αρχαία Ρώμη όπως πληροφορεί ο Balsdon (1984: 54, 247) το αίτημα της χωρισμένης ή της χήρας γυναίκας να πάρει πίσω την προίκα της (actio rei uxoriae) βασιζόταν στο επιχείρημα ενός δεύτερου γάμου˙ η Ρωμαϊκή κοινωνία ενθάρυνε τις γεννήσεις αγοριών για μιλιταριστικούς λόγους. Επίσης, πρβλ. Kary (1960: 131-132).
122 Το έθιμο αυτό κατάγεται από την Ομηρική έδνα, την προσφορά ζώων εκ μέρους του γαμπρού στην οικογένεια της νύφης (πρόβατα ή βόδια). Βλ. σχετ. Αλεξάκη (1984: 19-23). 67
που ίσχυε μετεπαναστατικά123. Ο συγγραφέας τρέφει μια αδυναμία για τις ηρωΐδες που βρίσκονται σ’ αυτή την ενδιάμεση ηλικία, τότε που τα κορίτσια αποκτούν διαπραγματευτική αξία. Όπως έχει προναφερθεί, η αξία αυτή θεωρείται μέρος της ανδρικής ιδιοκτησίας και συνέπεια του φαινομένου του κοινωνικού τους αποκλεισμού124. Από τον κανονισμό τούτο εξαιρούνται κατά κάποιο τρόπο οι νεαρές βοσκοπούλες οι οποίες απολαμβάνουν μια μορφή σχετικής ελευθερίας λόγω της ασχολίας τους˙ σύμφωνα με την Γκασούκα (1998: 79), η έννοια της τιμής τους όμως περιφρουρείται από την έλλειψη συχνής επαφής με τους ανθρώπους.
Η επιλογή του γαμπρού είναι ζήτημα οικογενειακής φύσης˙ ο γάμος ως θεσμός διεκπεραιώνεται συνήθως μέσω του προξενιού, γι’ αυτό υπάρχουν γυναίκες ειδικευμένες στο ρόλο της προξενήτρας, όπως φαίνεται ακολούθως (Άπαντα, Η χήρα παπαδιά, 87: «…καπεσπάθη η συγκατάθεσις της χήρας παπαδιάς τη μεσολαβήσει των προξενητριών …»). Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, τα κορίτσια είναι αποκλεισμένα όσο και κατά την τελετή επισφράγισης, τα τελειώματα (Άπαντα, Τα συχαρίκια, 34-35: «… ημιπλαγιασμένην παρά την εστίαν βλέπουσα ρεμβωδώς το φθίνον πυρ και μελετώσαν την ιδέαν του γάμου … διότι είναι κάτι παράξενον να πανδρευθή άνθρωπος …»).
Το ζήτημα της αποκατάστασης των κοριτσιών διαχειρίζεται κυρίως ο γυναικείος πληθυσμός σε σχέση με τη γρήγορη τακτοποίηση του θέματος της οικονομικής προσφοράς, όπως παρατηρεί ο Παπαδιαμάντης στο παρακάτω χωρίο (Άπαντα, Έρως-ήρως, 171: «… αλλ’ η γριά-Μαρουδίτσα, η μήτηρ της Αρχόντως φαίνεται … είχε βιασθή να την κουκουλώση μια ώρα αρχίτερα…»). Οι σχεδιασμοί των επικείμενων γάμων δεν λαμβάνουν υπόψη το συναισθηματικό παράγοντα αν και δεν είναι σπάνιο γεγονός, όπως φαίνεται ακολούθως. Στον Πανδρολόγο αφορά το πρώτο γάμο (Άπαντα, Ο πανδρολόγος, 317: «… ο Γιάννης ο Βάρναλης είχε αποθάνη φθισικός … προ δυο ετών νυμφευθύς έξ’ έρωτος την Κρατήραν …»). Στα συμβάντα στο μύλο, η νύφη είναι η Σοφία που αργότερα και αυτή χηρεύει
123 Για τη σύναψη ενός έγκυρου γάμου, έπρεπε να «… τους μεν άρρεναις εφήβους είναι, τας δε θηλείας ανδρός δεκτικάς, τουτέστι τους μεν υπερβαίνειν τον τεσσαρεσκαιδέκατον χρόνον, τους δε μείζονας είναι των δώδεκα ενιαυτών …». Το αναφέρει ο Ληξουριώτης ( 1986: 297).
124 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 3, υποσ. 80. 68
(Άπαντα, Τα συμβάντα στο μύλο, 523: «… ανέλπιστος γαμπρός … παραπάνω από εξήντα χρονώ … όστις την είχεν νυμθευθεί από όψιμον έρωτα …»). Η Ματούλα και ο Κωστής είναι ένα σπάνιο παράδειγμα αμοιβαίας αγάπης (Άπαντα, Θέρος-έρος, 186: «… ετελείτο ο γάμος του περιπαθώς ερώντος Κωστή μετά της περικαλλούς Ματούλας …»), ενώ η Τσούλα αποδεικνύεται πιο τολμηρή (Άπαντα, Το καμίνι, 210: «…έπεσε εις τας αγκάλας του νεαρού ναύτου…»).
Όταν υπάρχει μεγάλη διαφορά ηλικίας ανάμεσα στο υποψήφιο ζευγάρι, όπως διαπιστώνει ο Θανάτσης (1983: 26), συχνά ο γάμος τίθεται σε διαταξική αναφορά λόγω οικονομικών παραγόντων (Άπαντα, Η θητεία της πενθεράς, 404: «… τα γεροντοπαλλήκαρα του τόπου, όσοι είχον μαγαζείον ή θέσιν ή σειράν τίνα εθήρευον τας νεαράς κόρας τας εχούσας προίκα …»).
Ο γάμος είναι σημείο καθοριστικής σημασίας στις σχέσεις των δυο φύλων, πρωτεύον πολιτιστικό-κοινωνικό γεγονός με τελετουργική σημασία, που διαφοροποιείται από τόπο σε τόπο. Στην προ-κοινωνική φάση οργάνωσης κατά την περίοδο της Πρωτολογίας, ο άνθρωπος απολάμβανε την παρθενία και ζούσε χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στη συζυγική ζωή. Πριν την πτώση, ο άνθρωπος λειτουργούσε ως άφυλος οντότητα. Το φύλο δηλώνει την ιστορική και πτωτική ατομικότητα125.
Αντιθέτως, οι κανονισμοί της θεσμοθετημένης κοινωνικής οργάνωσης συμβάλλουν στην κοινωνική οριοθέτηση του πολίτη. Για τη γυναίκα της εποχής του Παπαδιαμάντη, ο γάμος είναι η μοναδική κοινωνική έξοδος με την οποία ολοκληρώνεται η κοινωνικοποίησή της. Συχνά όμως οι γυναίκες συνειδητοποιούν το γάμο ως μια αναγκαία αλλά απωθητική εμπειρία τόσο από την πλευρά της βιολογικής λειτουργίας – συνεχείς τοκετοί - όσο και των δύσκολων όρων διαβίωσης. Η Χαρμολίνα το δηλώνει απερίφραστα (Άπαντα, Η θητεία της πενθεράς,
125 Σύμφωνα με τον Ιωάννη Χρυσόστομο (1983: 53, 103) στην Πρωτολογία ή πρωτοΐστορία δεν υπήρχε η διάσταση του χρόνου, η οποία αρχίζει με την πτώση των πρωτόπλαστων. Επίσης, η λιβιδινική ορμή ήταν κάτι άγνωστο. Η βιολογική διάκριση του φύλου, σε αρσενικό και θηλυκό λειτουργεί ερωτικά «υπό την προοπτικήν της πτώσεως» γι’ αυτό και στην εσχατολογία παύει και πάλι να υπάρχει η έννοια του φύλου. Βλ. σχετ. Βεργίτση (1999: 95) και Πατρώνου (1994: 84-88)
69
408-409: «… μία μωρία έκαμα εις την ζωήν μου … άφησα τους γονείς μου να με πανδρέψουν … και μια φρονιμάδα … δεν αποφάσισα να ξαναπανδρευθώ …»)
Οι διαπροσωπικές σχέσεις διέπονται και από προβλήματα ενδο-επικοινωνίας, συγκρούσεων και μοναξιάς που επιφορτίζουν περισσότερο τη γυναίκα (Γκασούκα, 1998: 107). Το σύστημα ελεγκτικού μηχανισμού συμβάλλει σε μια δια βίου κατάσταση εγκλεισμού των γυναικών˙ πρόκειται για ένα είδος φυλετικής οριοθέτησης – με ελάχιστες δυνατότητες αντίδρασης - που καταλήγει σε κοινωνικό αποκλεισμό και περιθωριοποίηση. Η εικόνα των νυμφευμένων ζευγαριών τόσο στο αγροτικό περιβάλλον όσο και στον αστικό χώρο δεν είναι ιδανική. Η Λαλιώ βιώνει μια παρόμοια κατάσταση (Άπαντα, Η νοσταλγός, 49: «… όλο στον καφενέ περνάει την ώρα του … εμένα μ’ αφήνει πάντα μοναχή μου …»). Δεν σπανίζουν δυσάρεστες περιπτώσεις όπως αυτή που περιγράφεται παρακάτω (Άπαντα, Τα πτερόεντα δώρα, 191: «… η γυνή επροσπάθη ν’ αποκοιμήσει με ολίγον ξηρόν άρτον τα πέντε τέκνα … τα μεσάνυχτα επέστρεψεν ο συζυγός της, αυτή τον ύβρισε … εκείνος την έδειρεν …»). Ο Παπαδιαμάντης εκθέτει τους προσωπικούς προβληματισμούς του για το θεσμό του γάμου στον Καλόγερο (Άπαντα, Ο καλόγερος, 323-324: «… το ζήτημα περί γάμου και αγαμίας είναι βαθύ … τάχα απαντάται σήμερον πολλούς εγγάμους να είναι ευτυχισμένοι από την τύχην των … βλέπετε να είναι εύκολος ο γάμος … ως επιούσιος κοινωνικός άρτος και θεμελιώδης θεσμός; … ας καταστήσωμεν πρώτον τον γάμον δυνατόν δια τους επιθυμούντας … κι ακολούθως έχομεν καιρόν ν’ αναγκάσωμεν και τους μη επιθυμούντας …»).
Όπως προσθέτει η Γκασούκα (1998: 98-100), ο γάμος στη Σκιαθίτικη κοινωνία είναι μητροτοπικός καθώς το ζευγάρι κατοικεί στο προικώο της νύφης (Άπαντα, Έρως-ήρως, 175: «… το να μη λάβη σπίτι ως προίκα η νύφη εσήμαινεν ότι δε θα έμενεν εγκάτοικος εις την πατρίδα της …»). Σε περίπτωση χρεών του συζύγου, το προικώο δημεύεται, όπως συμβαίνει στη γριά Αχτίτσα (Άπαντα, Η σταχτομαζώχτρα 115: «… η Αχτίτσα είχεν ιδεί την προίκα της κόρης της πωλουμένην επί δημοπρασίας …»). Αν και εντοπίζεται ένα ιδιότυπο μητριαρχικό καθεστώς καθώς οι άνδρες συνήθως ταξιδεύουν ή εργάζονται πολλές ώρες της ημέρας, εντούτοις η φαινομενική καταξίωση των γυναικών που διαβαθμίζεται 70
ανάλογα με την ηλικία δεν συντελεί και στην πραγματική τους αλλά είναι ένας κρίκος μιας στέρεης πατριαρχικής αλυσίδας, όπου η έννοια της κοινοτικής ενδοαγαμίας παίζει καθοριστικό ρόλο126. Το εθιμικό πλαίσιο της μητρωνυμίας127 υπερισχύει της πατρωνυμίας ως απόδειξη της αναβάθμισης των γυναικών.
5. 4. Συμπεράσματα
Η έντονη κοινωνική οριοθέτηση της γυναίκας την εποχή του Παπαδιμάντη ξεκινά από τη μικρή ηλικία και ενισχύεται μέσω του αυστηρού κώδικα ηθικών κανονισμών, που διέπει όλα τα στάδια της ζωής της. Η έννοια της πολλαπλότητας ρόλων, όπως αναλύθηκε128, καταλήγει σ’ ένα καθεστώς περιορισμένης έκφρασης και δημιουργεί τα απαραίτητα στεγανά-στερεότυπα που συμβάλλουν στο δια βίου κοινωνικό της εγκλεισμό˙ η γυναικεία αγωγή προκαθορίζεται διαρκώς από ηθικά όρια σε ζητήματα που σχετίζονται με το άλλο φύλο και την ερωτική συμπεριφορά. Μέσα από ένα τέτοιο διαταξικό περιβάλλον ο Παπαδιαμάντης διαλέγει τις ηρωΐδες του, βασικά από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα με ελάχιστες αναφορές στα ανώτερα129 και οικοδομεί πάνω τους το μέλλον της κοινωνικής τους αναβάθμισης.
126 Όσο η θέση των γυναικών αναβαθμίζεται και οι κοινωνικές τους σχέσεις διευρύνονται, τόσο αυξάνονται και οι κοινωνικοί τους ρόλοι. Η έννοια της καταξίωσης σχετίζεται με την προχωρημένη ηλικία και ο όρος κοινοτική ενδογαμία με το σχεδιασμό των προξενιών και την ουσιαστική συμμετοχή των γυναικών σ’ αυτά, στα στενά πλαίσια της κοινωνίας. Βλ. σχετ. Ιωάννα Μπεοπούλου (1992: 193-195). Σχετική νύξη έχει γίνει στο Κεφ. Α΄, παρ. 4.
127 Μέσα στα πλαίσια των οικιακών καθηκόντων η μητρωνυμία είναι απόδειξη κοινωνικής αναβάθμισης: «ο Αλέξης της Βασής (3, 396), «ο Πέτρος της Κωνσταντούς» (4, 349), «ο Γιάννης της Χρυσάφους» (2, 401). Το αναφέρει η Γκασούκα (1998: 109-110). Ακόμη, πρβλ. Thomson (1959: 36).
128 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 3. Τη μεονεκτική θέση της γυναίκας από αρχαιοτάτων χρόνων έχει παρατηρήσει και ο τραγικός ποητής Ευρυπίδης, στη Μήδεια, στίχ. 230-237: «… γυναίκες εσμέν αθλιώτατον φυτόν˙ / … πόσιν πρίασθαι, δεσπότην τε σώματος / λαβείν …». Το ανθολογεί η Ειρήνη Ζαμάρου (1997: 198).
129 Το παράδειγμα της Αυγούστας είναι η μοναδική αναφορά του Παπαδιαμάντη σε ανώτερη τάξη. Βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, παρ. 3. 71
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
1. Ο ΕΡΩΤΑΣ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΘΟ
Σύμφωνα με τον Στεργιόπουλο (1979: 260, 267-268), η συστηματικότερη μελέτη και ανθολόγηση του έργου του Παπαδιαμάντη προϋποθέτει την ταξινόμησή του σε χρονολογικές περιόδους λόγω ιδιαίτερων γνωρισμάτων, όπως της θεματικής πολυσχιδίας, των τεχνοτροπικών δομών, των συγχωνεύσεων και των πισωγυρισμάτων. Η κατηγοριοποίηση αν και κάποιες φορές δεν είναι ευδιάκριτη, επιχειρείται με βάση κοινά εξωτερικά και εσωτερικά χαρακτηριστικά130:
α) Η μυθιστορηματική περίοδος (1879-1855). Ο κόσμος του μυθιστορήματος είναι η αφετηρία της λογοτεχνικής παραγωγής του Παπαδιαμάντη. Είναι η λεγόμενη ρομαντική περίοδος και καλύπτεται από τρία μυθιστορήματα – τη Μετανάστιδα (Νεολόγος Κων/πολης,1879), τους Εμπόρους των Εθνών (Μη Χάνεσαι, 1882), τη Γυφτοπούλα (Ακρόπολις, 1884) - ενώ το έργο Χρήστος Μηλιόνης (Εστία, 1885) που χαρακτηρίζεται νουβέλα131, αποτελεί το σύνορο της διηγηματογραφίας.
β) Η πρώϊμη διηγηματογραφική περίοδος (1856-1896). Εγκαινιάζεται η έναρξη της ηθογραφικής δημιουργίας με το πρώτο του διήγημα το Χριστόψωμο (1887) και τελευταίο το Έρως-ήρως˙ δημοσιευμένο την Πρωτοχρονιά του 1897,
130 Στην παρούσα μελέτη ακολουθείται η ταξινόμηση που προτείνει ο Στεργιόπουλος επειδή είναι αξιόπιστη. Η χρονολογική διαίρεση του έργου του Παπαδιαμάντη που συμβαδίζει με εσωτερικά και εξωτερικά γνωρίσματα δίνει μια σαφέστερη εικόνα της πορείας του, καθώς το κύριο σώμα του έργου παραμένει ενιαίο. Το αναφέρει ο Γρηγοριάδης (1986: 24).
131 Σύμφωνα με τον Στεργιόπουλο (ο. π.), η νουβέλα Χ. Μηλιόνης που αναφέρεται στην περίοδο του κλεφτοπόλεμου κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, είναι ένα μεταβατικό στάδιο από το ιστορικό πλαίσιο των μυθιστορημάτων στο ηθογραφικό των διηγημάτων. Αν και συγγενεύει θεματικά με τα μυθιστορήματα εντούτοις η αφηγηματική σύνθεσή του κλίνει προς τα διηγήματα, γι’ αυτό θα αναλυθεί διεξοδικά στο Κεφάλαιο Γ΄, παρ. 3, της παρούσας μελέτης. 72
άρα θα πρέπει να το ολοκλήρωσε μέσα στο 1896. Εν συνεχεία, μεσολαβεί μια διακοπή δυο ετών.
γ) Η όψιμη διηγηματογραφική περίοδος (1899-1910). Αρχίζει με το έργο Γουτού-Γουπατού (1899) και κλείνει με τον Αντίκτυπο του νου (1910) που το έγραψε άρρωστος, λίγο πριν πεθάνει.
Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι η καταγραφή του ερωτικού λόγου στη μυθιστοριογραφία του Παπαδιαμάντη με άμεσες αναφορές στη διαμόρφωση των γυναικείων προτύπων και των βασικών λογοτεχνικών μοτίβων. Τα καίρια ερωτήματα που προκύπτουν εστιάζονται στα ακόλουθα:
α) Πώς το παραδοσιακό πρότυπο σε σχέση με το θεματικό άξονα και τους αφηγηματικούς τρόπους συμβάλλει στη μεταφυσική διάσταση του ερωτικού λόγου132.
β) Πώς διαμορφώνεται το λεγόμενο οριακό πρότυπο μέσα από συγκεκριμένα θεματικά μοτίβα που οδηγούν σε μια αφηγηματική ανατροπή133.
γ) Πώς πλάθεται η Παπαδιαμαντική υπέρβαση μέσω μιας ιστορικής μυθοπλασίας και πώς η Αυγούστα αναδεικνύεται σε τραγικό πρόσωπο134.
Όπως διαπιστώνει η Αρετάκη (2002: 15-16), τα μυθιστορήματά του Παπαδιαμάντη έχουν υποστεί μια περιθωριοποίηση από την κριτική καθώς εμφανίζονται ως έργα της πρώϊμης λογοτεχνικής δημιουργίας και μαθητείας του συγγραφέα στην τέχνη της γραφής κι επομένως ως μη αντιπροσωπευτικά του είδους. Η κατηγοριοποίησή του ως ηθογράφου της γενιάς του 1880 είχε ως συνέπεια την ομογενοποίηση των διηγημάτων του και το πέρασμα των μυθιστορημάτων του στη λήθη. Η φιλολογική διαμάχη, συνεχίζει η Αρετάκη (ο. π.), αφορά τους μελετητές που κατατάσσουν τα μυθιστορήματα σε υποδεέστερη λογοτεχνική κατηγορία θεωρώντας ότι απουσιάζει ο αληθινός Παπαδιαμάντης και σε εκείνους που πιστεύουν στην εξελικτική πνευματική του ωρίμανση135.
132 Αναλύεται στο Κεφ. Β΄, παρ. 2.
133 Εξετάζεται στο Κεφ. Β΄, παρ. 4.
134 Ερευνάται στο Κεφ. Β΄, παρ.3.
135 Η επανεκτίμηση των μυθιστορημάτων του μέσω της ποιητικής ανάλυσης ενισχύει την άποψη ότι δεν αναφέρεται στην προβολή μόνο της αφηγηματικής πράξης αλλά και στον σχολιασμό της 73
Σύμφωνα με τον Προγκίδη (2001: 29), η γραμμή που διακρίνει την Ανατολική από την Δυτική Αυτοκρατορία μετά τους διαδόχους του Μ. Θεοδοσίου, εντοπίζει έναν άξιο μυθιστοριογράφο για τους Σλάβους, τον Ντοστογιέφσκυ, για τους Έλληνες, τον Παπαδιαμάντη στα νεότερα χρόνια, ενώ δυτικά παραμένει ο Βοκκάκιος, ο Ραμπελαί, ο Θερβάντες και ο Τζόυς. Ωστόσο φαίνεται υπερβολική η διαπίστωση του εν λόγω ερευνητή (ο. π.) ότι ο Παπαδιαμάντης ανέσυρε τα Ελληνικά γράμματα από το πεζογραφικό χάος καθώς την ίδια εποχή ο Βιζυηνός έγραφε τον Μοσκώφ Σελήμ κι ο Ροΐδης την Πάπισσα Ιωάννα. Ορθά όμως ο ίδιος (ο. π., 30) προθέτει ότι το έργο του Παπαδιαμάντη προαναγγέλλει την πολιτισμική κατάπτωση του ανθρώπου, που κολυμπά στην ευφυΐα της επικοινωνίας, από το κουτσομπολιό της γειτονιάς στην πληθώρα της δημοσιογραφικής είδησης ενώ βρίσκεται μετέωρος σ’ ένα κόσμο στερημένο από ανθρωπιστικές αξίες.
Η μυθιστορηματική του παραγωγή αναδεικνύει τις βασικές και αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις του συγγραφέα για τις γυναίκες, τη δράση και τους κοινωνικούς ρόλους που διαδραματίζουν: οι ηρωΐδες του ξεπηδούν από το ιστορικό
ιστορίας και των κανόνων στο μυθιστορηματικό είδος. Η Αρετάκη (ο. π..) σωστά εξαιρεί τη σύγχρονη θεωρία του Προγκίδη (1998: 26-28), ο οποίος θεωρεί ότι ο Παπαδιαμάντης εγκαινιάζει το Ελληνικό μυθιστόρημα και εντάσσει την Ελληνική πεζογραφία στο είδος αυτό. Αντιθέτως, η Μαίρη Θεοδοσοπούλου (2001: 27) αδικεί τον Προγκίδη καταλογίζοντάς του μια ιστορική ανακρίβεια˙ η ίδια συμπεραίνει ότι η άποψη του Προγκίδη πως ο Δυτικός πολιτισμός οφείλει στην Ελλάδα τη γέννηση της επικής–λυρικής και δραματικής ποίησης είναι αναληθής καθώς διαγράφει μεμιάς τη Βυζαντινή λογοτεχνική δημιουργία. Πράγματι, από το 13ο ως το 15ο αι. γράφονται στο Βυζάντιο έμμετρα ιπποτικά μυθιστορήματα σε ιαμβικό δεκαπεντασάλλαβο, για τα οποία κάνει σχετική νύξη ο Προγκίδης (2002: 167). Διασώζονται πέντε τέτοια μυθιστορήματα: Λίβιστρος και Ροδάμνη, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυζάντζα, Ιμπέριος και Μαργαρώνα,, Φλώριος και Πλάτζια-φλώρα. Διακρίνονται επιδράσεις Φράγκικες (μονομαχίες, υποταγή στο ιδανικό του έρωτα, έφεση στην περιπέτεια), λόγιες (εκτενής περιγραφή κήπων, κάστρων), ανατολικές (μοτίβα παραμυθιού με δράκους και μάγισσες) και λαΐκές (παρεμβολή δημοτικής ποίησης όπως καταλόγια και μοιρολογήματα). Αξιοσημείωτο θεατρικό έργο της εποχής θεωρείται η Βαβυλωνία του Βυζάντιου. Βλ. σχετ. Πολίτη (1978: 35), Παρίση (2003:84) και Γρηγοριάδη (1997: 35). Eπίσης, ενδιαφέρουσα κριτική ασκεί η Θεοδοσοπούλου (2003: 16) στον Ζουμπουλάκη (2003) παρόλο που εμμένει στην άποψη ότι ο μυθιστοριογράφος Παπαδιαμάντης έρχεται μετά τον διηγηματογράφο.
74
παρελθόν (Βυζάντιο, εποχή Ενετοκρατίας, Τουρκοκρατία) και μεταβαίνουν στο ιστορικό παρόν δια μέσου της μυθοπλασίας. Αν και σπανίζουν τα κριτικά υπομνήματα, όπως ισχυρίζεται η Αρετάκη (2002: 15), οι βάσεις της θεματογραφίας θέτονται εδώ καθώς και τα βασικά γνωρίσματα του γυναικείου προτύπου, όπως εκδηλώνονται μέσα από ένα ευρύ φάσμα ηθικών στάσεων. Πολλά στοιχεία που συνθέτουν μεταγενέστερους γυναικείους χαρακτήρες (Χαρμολίνα, Φόνισσα) εντοπίζονται στα μυθιστορήματα είτε σε πρωτογενή κατάσταση όπως στη Μετανάστιδα είτε σε επεξεργασμένη μορφή όπως στους Εμπόρους των Εθνών. Η αποκαλυπτική τους λειτουργία προσδιορίζει τις εσωτερικές συγκρούσεις του συγγραφέα και των ηρωΐδων του και δρομολογεί τόσο την κατοπινή τους πορεία όσο και την καλλιτεχνική αναζήτηση λογοτεχνικών δομών και αφηγηματικών τεχνικών. H αντικειμενικότητα της ιστορίας εγγράφεται σ’ ένα προσκήνιο, έτσι ώστε να δίνει χώρο στο μύθο να μετασχηματίζει τα ιστορικά γεγονότα με μια σχετική ελευθερία που πηγάζει από τη σήμανση της αξιοπιστίας ζωντανεύοντας έτσι μια ολόκληρη εποχή (ο. π, 16-17). Η γραφή του Παπαδιαμάντη τίθεται σε λειτουργία στη Μετανάστιδα, επιβεβαιώνεται στους Εμπόρους των Εθνών και αμφισβητείται στη Γυφτοπούλα. Καθώς οι κόσμοι των Παπαδιαμαντικών μυθιστορημάτων τέμνονται ποικιλοτρόπως σε μια εφαπτομένη κοινών στοιχείων, η εξελικτική πορεία του συγγραφέα είναι αντιφατική˙ από ένα συμβατικό μυθιστόρημα, τη Μετανάστιδα, περνά σ’ ένα πολυσχιδές κι ανατρεπτικό, τους Εμπόρους των Εθνών και καταλήγει σ’ ένα αποσπασματικό, τη Γυφτοπούλα, η οποία συνιστά ένα χώρο αποδόμησης της λογοτεχνικής παραγωγής (ο. π., 18).
Έτσι, λοιπόν τα πρώτα έργα του Παπαδιαμάντη μαζί με τη νουβέλα Χ. Μηλιόνης, παρουσιάζουν μια ιστορική συνέχεια καθώς καλύπτουν μια σημαντική εποχή˙ Ενετοκρατία – Άλωση - Διασπορά –Τουρκοκρατία. Ο Παπαγιώργης (2002: 209-211) αν και δέχεται ότι τα νεανικά μυθιστορήματα του Παπαδιαμάντη είναι προϊόντα μιμητισμού136 ενώ τα διηγήματα προϊόντα γνήσιας προσωπικής δημιουργίας εντούτοις σημειώνει πως το ξένο έχει γίνει οικείο καθώς η υπόθεση παραμένει Ελληνική. Η άποψη ότι η νεότερη Ελλάδα εκφράζεται μέσα από τη
136 Εννοεί τις ξενικές επιδράσεις του ρομαντισμού που δέχτηκε ο νεαρός συγγραφέας λόγω της ενασχόλησής του με το μεταφραστικό έργο. Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 1. 75
διηγηματογραφία του βρίσκει αρκετούς υποστηρικτές137. Η περίοδος της μυθιστορηματικής συγγραφής σηματοδοτεί μια ανάστροφη εξέλιξη, από την ανάπλαση στη διάλυση, από το ρομαντισμό στην άρνησή του, από το συμβατικό στο μοντέρνο, από το ολοκληρωμένο στο ανεκπλήρωτο. Η ασυνήθης τούτη πορεία αναιρεί το μύθο της λογοτεχνικής στασιμότητας του Παπαδιαμάντη καθώς η υιοθέτηση του διηγήματος ως άλλου είδους γραφής προδιαγράφεται ήδη από την εποχή της Γυφτοπούλας138.
Δυο από τα τρία μυθιστορήματά του πλησιάζουν το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος˙ στη Μετανάστιδα, συνεχίζει η Αρετάκη (ο. π., 17) η ιστορική διάσταση απουσιάζει πλήρως, ενώ στα άλλα δυο η δράση τοποθετείται σ’ ένα παρελθόν μακρινό και ταυτισμένο με τη διάπλαση της Ελληνικής συνείδησης, το οποίο συχνά ο αφηγητής αντιστοιχίζει με το παρόν της δικής του αφήγησης. Οι Έμποροι των Εθνών, εμπεριέχουν την έννοια της ιστορικότητας ενσωματωμένη στο μύθο και στην ανασύνθεση των προσώπων και των ιδεολογικών μορφών. Η Γυφτοπούλα, όμως αποστασιοποιείται ιστορικά και ενεργοποιεί μια ένταση ανάμεσα στην αντικειμενικότητα του ιστορικού λόγου και της μυθοπλασίας. Η αφήγηση του βασικού γεγονότος, της πτώσης της Κων/πολης, περιθωριοποιείται και τελικά αντικαθίσταται από παραδόσεις και θρύλους (ο. π.).
Η αρχή των μυθιστορημάτων, η πρώτη φράση του κειμένου, τo incipit, που αποτελεί το σύνορο μεταξύ κειμένου και μη κειμένου καθώς επισημοποιεί την έναρξη της ιστορίας που θέτει το αφηγηματικό πλαίσιο, διαφοροποιείται αισθητά στα τρία μυθιστορήματα: το incipit της Μετανάστιδας 139,
137 Ο Βαλέτας (1972: μη΄) υποστηρίζει ότι το κοινωνικό περιεχόμενο του έργου του, περιλαμβάνει μια συνολική σύλληψη της ζωής, οραματισμό και μαγεία, Ελλάδα και ποίηση. Επίσης, ο Ελύτης (1986: 22-23) παρατηρεί πως «… χρειάστηκε να καταρρεύσει το σκηνικό των ξένων μεγάλων προτύπων, ν’ αναδυθεί … σταλάζοντας ακόμη αθωότητα η Σκίαθος, για να αναγνωρίσει τον εαυτό του…».
138 Βλ. σχετ. Κεφ. Γ΄, παρ. 1. Επίσης, η Αρετάκη (2002: 19) προβλέπει μια νύξη μελλοντικής απόσυρσης από το είδος του μυθιστορήματος, στο τέλος της Γυφτοπούλας (Άπαντα, Η Γυφτοπούλα, 640: « ή εις την καρδίαν πρέπει ν’ απευθύνεται διήγησις τις ή εις την φαντασίαν …»).
139 « … ήτο το έτος της φοβεράς πανώλους της Μασσαλίας, ότε ο επίσκοπος Βελζούγκης παρέστησε το επιφανές εκείνον πρόσωπον της Χριστιανικής συμπαθείας …» (ο. π.).
76
συμβατικό και ανησυχητικό κείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία, ανάμεσα στο παρελθόν της ιστορίας και στο παρόν της αφήγησης. Ο λογοτεχνικός χώρος του έργου είναι ένας τόπος θανάτου εξαιτίας του λοιμού. Το incipit στους Εμπόρους των Εθνών είναι κλασσικό, τοποθετημένο σε ένα μακρινό ιστορικό χρόνο στον οποίο εισάγονται τα πρόσωπα που δρουν σε τοπικό πλαίσιο εμπλουτισμένο με ένα άλλο στοιχείο πλοκής, το εξωτερικό κάλλος της ηρωΐδας140. Η ιστορία, λοιπόν, είναι μια διαδικασία ανατροπής της πρώτης φράσης σ’ έναν κόσμο συγκρούσεων και δραματικών διαφοροποιήσεων. Ο ορίζοντας ανάγνωσης της Γυφτοπούλας προοικονομεί το συντελεσμένο, η πρώτη φράση σύνθετη συντακτικά είναι μια τετελεσμένη υπόθεση χωρίς προκαθορισμένη παρουσία προσώπων˙ η ημερομηνία ένα incipit in media res σε μια περιληπτική παρουσίαση των επεισοδίων του προλόγου141.
Όπως αναφέρει ο Προγκίδης (2002: 167-170, 177), λογοτεχνικά δυο μοντέλα ερωτικής υπόθεσης κυριάρχησαν: το θρησκευτικό κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους (2ος -3ος αι.) που σβήνει με τη Βυζαντινή παραγωγή του 12ου-14ου αι., όπου οι ερωτευμένοι με αμοιβαίους όρκους δοκιμάζονται από εμπόδια, χάνουν τα ίχνη του συντρόφου τους αλλά στο τέλος ο δεσμός τους επισφραγίζεται με το γάμο142. Το άλλο – το φιλοσοφικό - πηγάζει από το Πλατωνικό Συμπόσιο, όπου ο έρωτας είναι μια εκκένωση ηλεκτρικού ρεύματος απ’ όπου αρχίζει η δοκιμασία. Υπάρχει μια άβυσσος ανάμεσα στην αρχική λάμψη και στην υλοποίηση της ιδέας του έρωτα. Η γνήσια ένωση είναι αυταπάτη κα η αρχική φλόγα μεταφυτεύεται σ’ άλλα αντικείμενα άφθαρτα. Στο πρώτο μοντέλο, όπως
140 «… εν έτει σωτηρίω 1199 ουδείς καθ’ όλον το Αιγαίον πέλαγος είχεν ωραιοτέραν σύζυγον της του Ιωάννου Μούχρα, πλουσίου ευπατρίδου, κατοικιούντος εν Νάξω …» (ο. π., 17-18).
141 «… εάν ο Ιωάννης Βράγγης είχε προλάβει να αρπάση από των χειρών του Δαρώτα την φλοκάταν ην είχεν δανεισθή, όπως φέρη προς τον κύριόν του ….» (ο. π.).
142 Η ένωση έχει ένα ιερό και προδιαγραμμένο χαρακτήρα ο οποίος γίνεται αποδεκτός τόσο από τους ήρωες όσο και από τους αναγνώστες. Ο έρωτας γίνεται προάγγελος μιας μυστηριακής ένωσης ως εκδήλωση της θείας βούλησης, όπως λ.χ. στα Αιθιοπικά του Ηλιόδωρου (ο. π., 168). Το θρησκευτικό μοτίβο αναβιώνει στην Κρητική λογοτεχνία και συγκεκριμένα στον Ερωτόκριτο. Βλ. σχετ. Γρηγοριάδη (1997: 75). 77
συνεχίζει ο Προγκίδης (ο. π., 169), ο έρωτας τείνει να ενωθεί με το θείο ενώ στο δεύτερο τείνει προς το χωρισμό, τη μοναξιά, την πικρή εμπειρία της ασυμβατότητας. Το τρίτο είναι το μοντέλο της Προβηγκιανής ποίησης που ως δομικό στοιχείο της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας απαντάται στο ιπποτικό μυθιστόρημα, αναζητά την ιδιαιτερότητα του άλλου προσώπου και τη μυστική γνώση που πηγάζει από την επαφή143. Τα τρία παραπάνω θεμελιώδη λογοτεχνικά μοτίβα144 - το θρησκευτικό, το φιλοσοφικό-Πλατωνικό και το γνωστικό - συμβιώνουν στο Παπαδιαμαντικό έργο και μετασχηματίζονται αλληλεπιδρώντας σε μια αμφίδρομη σχέση με τα κύρια γυναικεία πρότυπα – το παραδοσιακό, το οριακό και το υπερβατικό. Πολλά από τα παραπάνω στοιχεία επαναλαμβάνονται στην κατοπινή του λογοτεχνική παραγωγή και αναπλάθονται ανάλογα με τις συγκυρίες της πραγματικότητας, τις αποκαλύψεις και τις εφαρμογές της.
Από τις πρώτες συγγραφικές του απόπειρες ο ερωτικός λόγος αν και απαγορευμένος ξεπροβάλλει σαν Αναγεννησιακή αύρα σε ένα μαγικό, υπερβατικό ταξίδι, κόντρα στο μαρασμό μιας κοινωνίας όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Ο ερωτικός λόγος τίθεται σε λειτουργία κι ακροβατεί ανάμεσα στον πειρασμό και το πάθος, την πίστη και την απιστία, την αμοιβαιότητα και την απόρριψη σ’ ένα αφηγηματικό σενάριο όπου η ιστορία και ο μύθος διεκδικούν ισόρροπη σχέση: η διάπλαση των ηρωΐδων γίνεται από λογοτεχνικό πηλό, ο βίος τους σκηνοθετείται δραματικά υπό την επίδραση της κλασσικής - θρησκευτικής παιδείας του συγγραφέα και ο θάνατός τους συνθλίβει τη βαρύτητα του λόγου που ύψωσαν. Το ακόλουθο διάγραμμα – η ανάλυση του οποίου επιχειρήθηκε σ’ αυτό το κεφάλαιο - απεικονίζει τη σχέση των λογοτεχνικών μοτίβων και των γυναικείων προτύπων στο συγκεκριμένο χώρο-χρόνο της μυθιστορηματικής αφήγησης του Παπαδιαμάντη.
143 Το γνωστικό μοντέλο είναι ένα κλειστό, αυτό-αναφερόμενο σύστημα, στο οποίο η έννοια της αγάπης βρίσκεται στο γεγονός ότι το πρόσωπο που αγαπάει θέλει να μάθει τί κρύβει μέσα του το άλλο πρόσωπο και να κάνει δικό του το μυστικό (ο. π. , 178).
144 Στην παρούσα εργασία ακολουθείται η άποψη του Προγκίδη για τα λογοεχνικά ερωτικά μοτίβα επειδή είναι έγκυρη.
78
ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΓΚΙΒΩΤΙΣΜΟΥ
ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ – ΑΛΩΣΗ – ΔΙΑΣΠΟΡΑ - ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Η Μετανάστις
θρησκευτικό
μοτίβο –
παραδοσιακό
πρότυπο
Οι Έμποροι
των Εθνών
άρση μοτίβων
υπερβατικό
πρότυπο
Μασσαλία
Σμύρνη
1720
Διασπορά
Ρόδος
Μυστράς
1453
Άλωση
Νάξος
Βενετία
Πάτμος
1200
Ενετοκρατία
Η Γυφτοπού
λα – χρήση
κάθε μοτίβου
οριακό
πρότυπο
Χ. Μηλιόνης
Οριακό πρότυ
πο, φιλοσ.-θρησκ μοτίβο
Άρτα - 1770
Σχήμα 3
79
2. H ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΣ: Η ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
«... η Μασσαλία εσάλευε μεταξύ πτωμάτων
ανδρών και γυναικών και θολερού ατμού
αναβαίνοντος εις τον αιθέρα …»
( Άπαντα, Η Μετανάστις, 2)
Η Μετανάστις, το πρώτο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη, έχει τον υπότιτλο Διήγημα πρωτότυπον και πράγματι αποτελεί ένα από τα πρώτα νεοελληνικά μυθιστορήματα. Η ηρωΐδα του, η Μαρίνα Βεργή, εκπροσωπεί τη μια όψη των γυναικείων προσώπων, τη ρομαντική, που διακατέχεται από ενδόμυχες εσωτερικές συγκρούσεις, βαθιά αισθήματα που υπαγορεύουν σιωπηλές εξάρσεις και συχνά παραμένουν ανεκδήλωτες. Ανήκει στο παραδοσιακό κοινωνικό πρότυπο που εκφράζει την κυρίαρχη προσέγγιση της ιδεολογίας του φύλου, την οποία ο Παπαδιαμάντης επιδοκιμάζει145. Ο αυστηρός κώδικας τιμής προσδιορίζει τη διαμόρφωση του κλασσικού στερεότυπου, έτσι ώστε κάθε προσπάθεια υπέρβασης των ορίων ειδικά στην ερωτική συμπεριφορά, συνεπάγεται απώλεια της τιμής με βαριές συνέπειες, όπως φαίνεται στο ακόλουθο χωρίο (Άπαντα, Η Μετανάστις, 103: «… Δυστυχής κόρη … ενομολόγη ο πλοίαρχος … τόσον σεμνήν, τόσον ευγενής και τόσον υπερήφανος …»). Σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη μια γυναίκα που ζει έτσι, πρέπει να έχει ανάλογο τέλος «… έκειτο επί της κλίνης προς τα άνω … με το σώμα κεκλιμένον επί της δεξιάς πλευράς … και τα γόνατα κοσμίως συνεπτυγμένα …» (ο. π., 121).
145 Η Μαρίνα με τη πράξη αυτοθυσίας υπηρετεί τις αξίες του κλασσικού προτύπου, αδιαφορώντας για τη ζωή της. Το σημειώνει η Γκασούκα (1998: 51-52). 80
Στο πρόσωπό της συμβολοποιείται το πρότυπο των γυναικείων χαρακτηριστικών που διέπουν το ιδεώδες του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού: σεμνότητα, ευψυχία, καρτερικότητα, ηρωϊσμός. Η ηρωΐδα διάγει το σύντομο βίο της ανάμεσα σε δυο σπουδαία εμπορικά κέντρα του 1720, τη Μασσαλία και τη Σμύρνη˙ έχοντας κάποια κοινά στοιχεία με την Αντιγόνη του Σοφοκλή έλκει τη συμφορά όπως ένα δέντρο τον κεραυνό. Πλανιέται στους δρόμους της άγνωστης Γαλλικής πόλης που μαστίζεται από την επιδημία πανούκλας για να εκπληρώσει το χρέος ταφής προς τους μετανάστες γονείς της. Ο αρραβώνας της με το Ζέννο που τη διέσωσε από τη Μασσαλία, ήταν ένα ευτυχές διάλειμμα που περιγράφεται θαυμάσια από την πέννα του Παπαδιαμάντη. Το πάθος της γι’ αυτόν και η άδικη μεταχείριση που υφίσταται κλονίζει τη σωματική και ψυχική της υγεία, όπως φαίνεται παρακάτω «… επί δύο ημέρας ενόμιζεν ότι βλέπει το όνομα του Ζέννου ενετυπωμένον με πυρίνους χαρακτήρας επί των τοίχων και επί των επίπλων …» (ο. π., 92). Οι δυνάμεις του κακού και τα μάγια της γριάς Μαρκώνη αποβλέπουν στο χωρισμό του ζευγαριού «… ο Ζέννος κατέπιεν απνευστί ποτήριον ύδατος … ησθάνθη εντός του αλλόκοτον αίσθημα παραφοράς και σκοτοδίνης στροβιλίζον και συνταράττον τά σπλάχνα του …» (ο. π., 110-111).
Στη βάση του το μυθιστόρημα επηρεάζεται από το κίνημα του ρομαντισμού˙ πρόκειται για ένα ερωτικό ειδύλλιο που αναφέρεται στον Ελληνισμό της Διασποράς. Η δομή του είναι σφιχτή με ποικίλλες εναλλαγές, στις οποίες χρησιμοποιείται κυρίως το θρησκευτικό μοτίβο, όπου το ζευγάρι δοκιμάζεται από πολλαπλές δυσκολίες. Αξιοθαύμαστες είναι πολλές σκηνές, όπως της τρικυμίας, του θανατικού, του τραγουδιού των ερωτευμένων. Ξεχωρίζει η σκηνή εκείνη όπου ο γέρος ναυτικός απευθύνει λόγο παραθυμίας στη νεαρή κοπέλλα: «… έλα να πνεύσης άλλον αέρα και θα ίδης πως παρηγορείται τις με τον καιρόν κατόπιν μιας συμφοράς …» (ο. π., 13). Επίσης, τα λόγια του παπά για τον εξορκισμό του θανατικού είναι Σαιξπηρικής εμπνεύσεως «... ε! Συ, ότι κι αν είσαι – φάντασμα, πέτρα, δαίμονας- εγώ δεν σε φοβούμαι – είναι σκληρότερη από σε - σκληρότερη η καρδιά μου …» (ο. π., 86).
81
Αν εξυψώνεται σε μορφή αρχαίας τραγωδίας είναι γιατί ο έρωτας αρνήθηκε να της δώσει το μετρικό που της άξιζε, υποβάλλοντάς την σε μια σειρά διαδικασιών που της στέρησαν κάθε διάθεση για ζωή. Η θνησιγενής όμως πορεία του έρωτα ενσωματώνεται στο πρόσωπο της ηρωΐδας που πάσχει για την απώλεια του αγαπημένου της. Ο Ζέννος, επιστρέφοντας από τη Μασσαλία όπου πήγε ν’ αναζητήσει την αλήθεια για την ηθική της Μαρίνας, τη βρίσκει νεκρή όπως ο Ρωμαίος την Ιουλιέττα˙ η τύχη του ταξιδεύει στα μετέωρα βήματα του τέλους των παραμυθιών «… διήγε βίον πλάνητον …» (ο. π., 131).
Το παραδοσιακό πρότυπο που ενσαρκώνει η ηρωΐδα στο συγκεκριμένο έργο συνάδει με τους αφηγηματικούς τρόπους, που διέπουν το κίνημα του ρομαντισμού, όπως προαναφέρθηκε146. Σύμφωνα με τον Χάουζερ (1984: 260) ένα ρομαντικό δράμα είναι αδιανόητο δίχως την παρέμβαση του τρομακτικού στοιχείου όπως μυστικές συμφωνίες, απρόβλεπτες μεταπτώσεις, οξείες διαμάχες, φιαλίδια με δηλητήρια, παγίδες. Η επίδραση των παραπάνω στοιχείων στη Μετανάστιδα διαμορφώνει τη βασική συνταγή, η οποία εναρμονίζεται με τις αφηγηματικές φόρμες του Παπαδιαμάντη. Η προσαρμογή αυτή του ξένου στοιχείου στη λογοτεχνική δημιουργία είναι το ιδιαίτερο συστατικό της Παπαδιαμαντικής γραφής, όπως διαπιστώνει ο Παπαγιώργης (2002: 210).
Ο εξωτερικός και ο εσωτερικός κόσμος ζυγοσταθμίζονται αιφνίδια και οι αλυσιδωτές εναλλαγές επιστρέφουν στα ίδια τα πράγματα απ’ όπου ξεκίνησαν. Έτσι, ενώ το τέλος μοιάζει προδεδικασμένο, όπως παρατηρεί ο Μπαστιάς (1974: 284) εντούτοις γεννιέται αβίαστα μέσα από την τεχνητή δοκιμασία. Ο θάνατος της Μαρίνας ως συνέπεια της άναρθρης στάσης που επιβάλλει η αποδεκτή γυναικεία συμπεριφορά, είναι ο θάνατος του έρωτα που πρέπει να περάσει στη μεταφυσική διάσταση για να κερδίσει την αθανασία: «… εκ δυσφόρμου κάμπης γεννάται η περικαλλής ψυχή, ούτως εκ του θνητού σμήνους αφίπταται το πνεύμα ούτω εκ του προσκαίρου και φθαρτού έρωτος παράγεται ο θείος και ουράνιος έρως …» (ο. π., 131).
Ο ερωτικός λόγος ανοίγεται προς τη μεταφυσική χροιά χάρη στα αφηγηματικά μέσα του ρομαντισμού. Ο πεσσιμισμός του έρωτα γίνεται ένας
146 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 1, υποσ. 48. 82
φιλοσοφικός ντετερμινισμός, ένας φυσικός μονόδρομος, μια αναγκαστική τροχιά που αν διανύσει η ηρωΐδα κερδίζει την αθανασία σ’ έναν ιδεατό κόσμο.
3. ΑΥΓΟΥΣΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΠΑΘΟΣ: ΜΙΑ ΑΔΙΚΗΜΕΝΗ ΗΡΩΪΔΑ
«… εξ’ όλων των παθών, ο σαρκικός
έρως είναι το τυραννικότατον …».
(Άπαντα, Oι Έμποροι των Εθνών, 160)
Ο Παπαδιαμάντης δίχως ν’ αμφισβητεί τον κώδικα τιμής της γυναικείας συμπεριφοράς σκιαγραφεί γυναικείους χαρακτήρες, όπως της Αυγούστας και καταγράφει τις έντονες ψυχικές συγκρούσεις και τη προσπάθεια υπέρβασης των καθορισμένων ορίων.
Οι Έμποροι των Εθνών είναι έργο πληθωρικό, με αφήγηση σφριγηλή και σκηνογραφία δυνατή. Σύμφωνα με τον Ζουμπουλάκη (2002: 17), πρόκειται για μια διαχρονική οξυδερκή μελέτη του ερωτικού πάθους που αναφέρεται στην άρχουσα τάξη την εποχή της Ενετοκρατίας στο Αιγαίο. Ο Βαλέτας (1974: λα΄) ισχυρίζεται ότι είναι ένα δημιούργημα ιστορικής μελέτης και αναπλαστικής φαντασίας με γλώσσα πιο στρωτή και πιο γοργή από τη γλώσσα του πρώτου μυθιστορήματος - καθαρεύουσα εμπλουτισμένη με άφθονους διαλόγους. Ο ιστορικός χρόνος τοποθετείται μεταξύ του 1199 και του 1207, χρονιά της εκστρατείας του Μάρκου Σανούστου εναντίον της Νάξου. Οι Έμποροι των Εθνών, κατακτητές Βενετσιάνοι και Γενοβέζοι, καυτηριάζονται από τον Παπαδιαμάντη ως εξής (Άπαντα, Οι Έμποροι των Εθνών, 266: «…μαύροι χαλκείς κατασκευάζοντες δεσμά δια τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίου των …»).
Τρείς τόποι δράσης: Νάξος, Βενετία, Πάτμος ενώ τα πρόσωπα πολλά και ξεχωριστά, με πρωτεύον αυτό της Αυγούστας, της γυναίκας του Ι.
83
Μούχρα, τοπάρχη της Νάξου που απολαμβάνει σχετικών προνομίων. Η πέτρα του σκανδάλου είναι ο Ενετός Μάρκος Σανούστος ενώ ο υπηρέτης του Μιχράν εκπροσωπεί τη θεία Δίκη καθώς κι ο Βενετός Σκιάχτης, μια άλλη σκοτεινή μορφή. Σ’ όλο το έργο παρελαύνουν καθολικές καλόγριες (Φιλικίτη-Ζηνοβία) προπαγανδίζοντας την Παπική Εκκλησία. Σε μια περίπλοκη υπόθεση με εναλλασσόμενες σκηνές τονίζεται η ηθική έκπτωση του Καθολικισμού, όπως φαίνεται ακολούθως: «… κατορθώσασα δε να απολαύση της ευνοίας των παροδκών δεσποτών της νήσου, ένεκα των εκδουλεύσεων ας υπέσχετο … προήχθη εις ηγουμένην …» (ο. π., 68).
Κατά την απουσία του Ι. Μούχρα σε μια από τις συνηθισμένες θαλάσσιες εξορμήσεις κατά των πειρατών, η γυναίκα του «… ωραία και αθώα ως περιστερά, το σέμνωμα της οικίας …» (ο. π., 148), ανεβαίνει στον Πύργο του Πραγότση προς αναζήτησή του˙ ο θρύλος τον καθιστά στοιχειωμένο από την εποχή, που ο τότε άρχοντας γκρέμισε από κει τη γυναίκα του ως ένοχη απιστίας. Όμως το ανεξιχνίαστο και το μυστηριώδες κινεί κάποια νήματα, όπως η ίδια εμπιστεύεται την επόμενη μέρα στη μοναχή Φιλικίτη: «… ενδεδυμένην λευκά ως ήτο και ωχραινομένη υπό το φως της σελήνης είχε τι το χαριέντως φανταστικόν. Τα βλέμματά τους συναντήθησαν και εταπείνωσε αύτη τους οφθαλμούς …» (ο. π., 155).
Ο Σανούστος απαγάγει βιαίως την Αυγούστα – αφού δίνει υπνωτικό σ’ εκείνη και τον άνδρα της κατά τη διάρκεια αποχαιρετιστήριου δείπνου - εκείνη αργότερα τον εγκαταλείπει, απομονώνεται σε μοναστήρι στην Πάτμο. Από αυτό το σημείο ξεκινά η αμοιβαία αναζήτησή τους, η οποία ποτέ δε θα πραγματοποιηθεί εξαιτίας μιας τραγικής αλυσίδας συμπτώσεων.
Το πάθος της Αυγούστας προς τον απαγωγέα της είναι η κύρια είσοδος και η κεντρική θύρα για να εισέλθει κανείς στη θεματική των Εμπόρων των Εθνών. Όπως διασαφηνίζει ο Ζουμπουλάκης (2002: 19), υπάρχουν και άλλες πόρτες και παραπόρτια κυρίως ιστορικής ή θρησκευτικής υφής, εντούτοις η ερωτική θύρα κρατά το κλειδί που ανοίγει την ερμηνευτική προσέγγιση προς άλλες 84
κατευθύνσεις147. Ο Παπαδιαμάντης γράφει ένα από τα ωραιότερα χωρία της Ελληνικής λογοτεχνίας για την ορμή του παράφορου έρωτα που βασανίζει το σώμα και το πνεύμα. Η Αυγούστα ενδεδυμένη το ράσο της μοναχής Αγάπης σ’ ένα μαγευτικό μονόλογο αποκαλύπτει (Άπαντα, Οι Έμποροι των Εθνών, 228-229: «… η ψυχή κατανύσσεται και κλαίει σιγανά … αλλ’ η στιγμή αύτη παρέρχεται … επανίσταται η σάρξ και ζητεί τα εαυτής. Ως κατάδικος δεμένος εις τον σκόλοπα δι’ ου μέλλει να εκτελεσθή η ποινή του … αγαπώ εκείνον, όστις κατέστρεψε την οικιακήν μου ευδαιμονίαν και κατεσπάραζε την καρδίαν του συζύγου μου … ο έρως τούτος είναι δαιμόνιον κατοικούν εις την σάρκα μου, είναι λεγεών όλη δαιμόνων εξηπλωμένη ως πολύπους με τους πλοκάμους του … ουδέποτε μετενόησα δια το έγκλημα τούτο …»). Η ηρωΐδα χωρίς να αγνοεί τα προκαθορισμένα όρια συγκρούεται με την κυρίαρχη κοινωνική ηθική. Όπως έχει επισημανθεί παραπάνω το κοινωνικά αποδεκτό γυναικείο πρότυπο του αφηγηματικού αλλά και του ιστορικού χρόνου είναι το παραδοσιακό, που διέπεται από το πεπρωμένο της μητρότητας και το θεσμό του γάμου148. Η Αυγούστα παρουσιάζει μια ελφριά απόκλιση από τις κοινωνικές προδιαγραφές από την εποχή του γάμου της κιόλας: «… εστερείτο τέκνων και τούτον έφερεν αυτόν [τον Ι. Μούχρα] εις απόγνωσιν …» (ο. π., 133). Η ατεκνία όμως εξελίσσεται σ’ ένα παράγοντα που δρα επικουρικά στη σκηνική οικονομία. Σύμφωνα με την άποψη του ίδιου του συγγραφέα, η Αυγούστα πέφτει θύμα στο βωμό του πάθους καθώς ο έρωτας γίνεται γι’ αυτήν η υπέρτατη θεότητα της αυτολατρείας: «… επέστη ο καιρός της αυτολατρείας … αρκεί να τρέφη τα πάθη του έκαστος …» (ο.π. , 19).
Σκιαγραφώντας τη προσωπικότητα της Αυγούστας, ο Παπαδιαμάντης δέχεται τη μερική ή ολική ρήξη του ανθρώπινου στοιχείου με τον εκκλησιαστικό
147 Η άποψη του Ζουμπουλάκη (ο.π., 13) ότι ο έρωτας ως φυσική σαρκική επιθυμία εξετάζεται διεξοδικά στους Εμπόρους των Εθνών και οι λογαριασμοί μαζί του φαίνεται ότι κλείνουν οριστικά στην όψιμη διηγηματογραφία του, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο Παπαδιαμάντης, όπως εξετάζεται παρακάτω, επανέρχεται συχνά στο ίδιο θέμα κυρίως από Πλατωνική σκοπιά. Βλ. σχετ. Κεφ. Γ΄, παρ. 2. Ποτέ όμως δεν θα ξαναδημιουργήσει μια τόσο δυνατή ερωτική ηρωΐδα σαν την Αυγούστα˙ πιθανόν αυτό να υπονοεί ο εν λόγω μελετητής.
148 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 4. 85
φορέα και την αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας μαζί του - κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, όπως συναντάται καθοριστικά στη Φόνισσα149. Η Αυγούστα αυτοβασανίζεται ακόμη και στην απόπειρα εξομολόγησής της, η οποία διακόπτεται - μια πράξη πραγματικά βίαιη - που υποδηλώνει τη πλήρη διακοπή της γέφυρας με τη θρησκευτική πίστη. Όπως αναφέρει η Γκασούκα (1998: 230) πρόκειται για θρίαμβο της ανθρώπινης φύσης εις βάρος της πνευματικής σε μια σπάνια αναζήτηση της υποκειμενικότητας. Ο ιερέας ως εκπρόσωπος της θρησκευτικής και κοινωνικής ηθικής, αδυνατεί να κατανοήσει τον πύρινο λόγο της γυναίκας, ενώ εκείνη με τη σειρά της αδυνατεί να μετανοήσει. Η αμφίδρομη αδυναμία επικοινωνίας οδηγεί στην αποκοπή του γυναικείου προσώπου από την κωδική γλώσσα της εκκλησίας. H πλήρης απώλεια της επικοινωνίας με το θείο καταγράφεται και αναγνωρίζεται από τον Παπαδιαμάντη κατ’ ουσίαν˙ το τέλος καθορίζεται από τη Θεία Νέμεση. Ο κόμης Σανούστος αδιάφορος από τύψεις ζει έκλυτο βίο, αναζητά την Αυγούστα, η μοίρα όμως έχει τον τελευταίο λόγο. Η απόσυρσή της στο μοναστήρι δεν είναι αρκετή για να ξεχάσει το ερωτικό πείσμα, οι νηστείες και οι γονυκλισίες είναι μάταιες (Άπαντα, Οι Έμποροι των Εθνών, 230: «… τα χείλη ψιθυρίζουσι μηχανικώς τας τυπικάς προσευχάς … η δε καρδίαν μου αντήχει το όνομα εκείνου …»). Ο παραλληλισμός με το ακόλουθο τροπάριο της Παρακλητικής είναι εμφανής: «… πολλάκις την αμαρτίαν εκτελών, ευρέθην την αμαρτίαν εκπληρών, τη μέν γλώττη άσματα φθεγγόμενος, τη δε ψυχή άτοπα λογιζόμενος …» 150.
Η υμνογράφος Εικασία (810-865) ή Κασσιανή151 είναι το παράδειγμα που βρίσκεται στον αντίποδα της Αυγούστας˙ κατάφερε να υπερνικήσει το πάθος της για τη σωτηρία της ψυχής της, μετουσιώνοντας το σε
149Η αδυναμία της Φραγκογιαννούς να κατανοήσει το γλωσσικό σύμπαν του Εκκλησιαστικού Λόγου, αποτελεί τη φραγή της εισόδου της στο χώρο της μετάνοιας και της σωτηρίας. Βλ. σχετ. Μαντά (2001: 9).
150 Απόστιχο των Αίνων ήχος γ΄, όρθρος Δευτέρας. Το αναφέρει ο Ζουμπουλάκης (2002: 18).
151 Η Κασσιανή, κόρη σεβαστού πατρικίου, ονειρεύεται το Βυζαντινό θρόνο, γίνεται ερωμένη του βασιλέα Θεόφιλου του Α΄ και εν συνεχεία αποσύρεται σε μοναστήρι καθώς εκείνος την πρόδωσε, δίνοντας το χρυσό μήλο στη Θεοδώρα. Αναφέρεται από τον Ταμπακέα (α.χ., 7-10).
86
καλλιτεχνική δημιουργία: «… νύξ μοι υπάρχει οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος έρως της αμαρτίας / Δέξου μου τας πηγάς των δακρύων μου … »)152.
Η διείσδυση του συγγραφέα στο μύχιο ψυχικό κόσμο του ανθρώπου είναι καταλυτική – το έργο δεν περιέχει περιγραφή ούτε μιας ερωτικής σκηνής – η ένταση όμως που ακολουθεί τη δράση είναι τέτοια, που κάνει τον Παπαδιαμάντη ν’ αναρωτιέται: «… είχε άρα φυσικόν τι ο έρως της Αυγούστης; … έργο βασκανίας και μαγείας … διατάραξις τις ανεξήγητος … αιωνία τάσις της ανθρωπίνης καρδίας εις το ν’ αγαπά παν το μισητόν … μετανάστευσις του λογικού …», το οποίο «… απεδήμησεν εις χώραν μακράν …», αφού ακόμη «… και το άσυλον της θρησκείας ήτο ανεπαρκές …» (ο. π., 298). Άλλωστε η ζωή της Αυγούστας πριν τη μοιραία συνάντηση με τον Σανούστο δεν ήταν δυστυχής «… ο σύζυγός της … την ηγάπα … μετ’ ευσεβούς έρωτος αύτη δε ήτο τιμία γυνή …» (ο. π.). Το μοναδικό κίνητρο απιστίας, όπως φαίνεται από την εξέλιξη του έργου, είναι η σαρκική επιθυμία: «… η σαρξ δεν δύναται να καταβληθή, ο έρως δεν δύναται να υποχωρήση … αύτη επέβαλεν σιγήν εις πάσαν τύψιν …» (ο. π., 185, 299).
Η ερωτική χημεία είναι για τον συγγραφέα ένα περίεργο φαινόμενο που αγγίζει τα όρια του μαγικού και ερμηνεύεται με θεϊκό δέος: «… τίς δύναται να προσψαύση την λάβαν ταύτην χωρίς να καή τας χείρας; Η ύλη αύτη είναι ζων πυρ …» (ο. π., 249). Ως εκ τούτου δεν αποφεύγεται η νουθεσία σε ελαφρά διδακτικό τόνο: «… μην κινείτε τας μυστηριώδεις τούτας ίνας ας πάντες αισθάνεσθε και τον μηχανισμόν αυτών δεν κατανοείτε … δεν είναι χορδαί κιθάρας, είναι αι χορδαί της καρδίας σας …» (ο. π.).
Η στάση της Αυγούστας συνηγορεί στη διαμόρφωση του υπερβατικού προτύπου που έρχεται σε ολική ρήξη με την ιδεολογία του φύλου και φτάνει σε κοινωνική και θρησκευτική υπέρβαση επειδή:
α) Συνπάπτει εξωσυζυγική σχέση και μάλιστα με τον απαγωγέα της. Το μοτίβο της απαγωγής153 είναι ένα καταλυτικό στοιχείο επιτάχυνσης της δράσης, που προκαλεί την ηρωΐδα σε ηθικό ολίσθημα.
152 Στίχοι από το Τροπάριο της Κασσιανής που ψάλλεται τη Μ. Τρίτη στην εκκλησία. Βλ. σχετ. Ταμπακέα (α. χ., 185). 87
β) Αποκόπτεται από τη θρησκευτική πίστη και παραμένει αμετανόητη χωρίς να επιστρέφει στη συζυγική εστία. Ο μονόδρομος αυτός είναι η κοινωνική συνέπεια της πράξης της.
Η Αυγούστα είναι η ηρωΐδα που αδικήθηκε πιο πολύ από κάθε άλλη από την πέννα του Παπαδιαμάντη, ακόμη και για τη Χαδούλα υπήρχε το ελαφρυντικό του παραλογισμού154. Στους Εμπόρους των Εθνών, το γυναικείο πρόσωπο που παρέκκλινε ηθικά κρίνεται αυστηρότατα, επωμιζόμενο και την ευθύνη των πράξεων του αντρικού προσώπου που προκάλεσε την πτώση: «… στοιχηματίζω ότι και προτού να την αρπάση ο κύριός μου, η γυνή εκείνη είχε λησμονημένον εντελώς τον σύζυγόν της …» (ο. π., 179). Κάτω απ’ αυτή την προοπτική η ζωή της Αυγούστας, όσο ατελής κι αν υπήρξε, γίνεται πιο συμπαθής καθώς υπογράφει μόνη τη θανατική της καταδίκη, αμετανόητη και αδαής μπρος στην ειμαρμένη. Υπάρχουν χωρία155 που θυμίζουν χωρικά αρχαίας τραγωδίας, όπου το ερωτικό στοιχείο ζει και πεθαίνει στο στρόβιλο ενός πεπρωμένου, αδυνατώντας ν’ αλλάξει την τροχιά του. Επίσης, η πρόβλεψη της μοναχής για την εξέλιξη της δράσης είναι σημαντική καθώς προικονομεί ό,τι θα ακολουθήσει: « … εξ’ όλων των καρπών ο μόνος, όστις δεν χρήζει ούτε καιρού, ούτε ώρας δια να ωριμάση είναι ο σατανικός έρως …» (ο. π., 159). Καθώς το μαύρο πανί της τραγωδίας αρχίζει να υφαίνεται, επιβεβαιώνεται γιατί ο σαρκικός έρωτας είναι βασανιστικό συναίσθημα: «... Διότι έχειν παγίδαν εις την οποίαν μας κρατεί, το ίδιο σώμα μας … » (ο. π., 160).
153 Τελείως διαφορετικά χρησιμοποιείται το ίδιο μοτίβο τόσο στη Γυφτοπούλα όσο και στον Χ. Μηλιόνη. Βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, παρ. 4 και κεφ. Γ΄, παρ. 4.
154 Το ψήλωμα του νου είναι η καταδίκη της Φραγκογιαννούς. Για τέτοια ανώτερα ζητήματα, ο Παπαδιαμάντης υποδεικνύει το δρόμο της βιωμένης από την κοινότητα αλήθειας που συμβολοποιείται από την ιδεολογία της Εκκλησίας και όχι τη γλώσσα της. Το αναφέρει ο Μαντάς (2001: 7).
155 Λ.χ. οι Εκκλησιαστικοί ψαλμοί, στο κεφάλαιο ΙΒ΄, Εν τω Ναώ,οι οποίοι αντιστοιχούν στα στάσιμα ή εξόδιο άσμα της τραγωδίας: «… η καρδία μου εταράχθη, εγκατέλιπέ με η ισχύς μου και το φως των οφθαλμών μου και αυτό ουκ έστι μετ’ εμού …» (ο.π., 320).
88
Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί ένα από τα βασικά συστατικά της αρχαίας τραγωδίας, την περιπέτεια156, για να εξάρει τις ψυχικές μεταπτώσεις της Αυγούστας. Η ηρωΐδα ζει ανάμεσα σε ακραίες καταστάσεις: «… ήτο του λοιπού προωρισμένη να είναι θύμα δυο αντιθέτων αναμνήσεων, ων η μία την ηπείλει και η άλλη την εβασάνιζεν …» (ο. π., 299). Η Αυγούστα είναι ένα τραγικό πρόσωπο157 γιατί συγκρούεται με ανώτερες δυνάμεις, όπως είναι η μοίρα και η θεία δίκη και περιπλέκεται σε αντιφατικές καταστάσεις με διλήμματα και αδιέξοδα. Όμως χάνει την ηθική ελευθερία που καταξίωνε το τραγικό πρόσωπο της δραματικής ποίησης˙ ο Παπαδιαμάντης την τιμωρεί επειδή έδειξε ασέβεια παραβιάζοντας τα όρια που έθετε η κοινωνική και θρησκευτική ηθική. Ο συγγραφέας κατά το ιδεολογικό πρότυπο της τραγικής ποίησης δεν δέχεται την υπέρβαση του μέτρου και συμφωνεί με την απονομή ηθικής ποινής για τη διατήρηση της κοινωνικής ισορροπίας. Η Αυγούστα διαπράττει ύβρη158, καθώς αμφισβητεί ακόμη και τη χρησιμότητα του μυστηρίου της εξομολογήσεως: «… ήκουε την ομιλίαν ως να διατέλει εν εκστάσει …» (ο. π., 230). Η παρέμβαση του θανάτου με την ενεργό συμμετοχή της φύσης – το στοιχείο της φωτιάς – οδηγεί στην κάθαρση159, όπως ακριβώς και στη
156 Πρόκειται για τη διαδικασία εκείνη κατά την οποία η ηρωΐδα πέφτει από τη μια συναισθηματική κατάσταση στην άλλη, από την ευτυχία στη δυστυχία και το αντίστροφο. Η μεταστροφή της τύχης είναι ένα σημαντικό γνώρισμα της πλοκής και της δέσης ενός τραγικού έργου. Βλ. σχετ. Δρακόπουλου (1998: 216).
157 Υπό την ίδια έννοια που όριζαν οι αρχαίοι τραγικοί ποητές, δηλ. μια κατάσταση σύγκρουσης με υπέρτερες δυνάμεις. Βλ σχετ. Δρακόπουλου (1998:13).
158 Με τη λέξη ύβρις εννοείται η παραβίαση των θεϊκών νόμων και η επίδειξη της ανθρώπινης αλαζονείας. Βλ. σχετ. Δρακόπουλου (1998: 218). Ακόμη, για την έννοια της θεοδικίας πρβλ. Lesky (1993: 275), Greene (1944: 28-34) και Kitto (1961: 38). Επίσης, σύμφωνα με τη Δήμητρα Μοστράτου (1994: 24-25), η ιδέα του μέτρου θεωρείται ένα από τα ευγενικότερα ευρήματα του Ελληνικού πνεύματος˙ η παραβίαση του μέτρου στην καθημερινή ζωή, στη φολοσοφία και στην τέχνη οδηγεί σε υπερβολή και κατ’ επέκταση σε ύβρη.
159 Με την κάθαρση οι θεατές ανακουφίζονταν ψυχικά γιατί διαπίστωναν είτε την ηθική νίκη του ήρωα είτε την αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Βλ. σχετ. Γεωργουσόπουλου (1999: 29) και Δρακόπουλου ( 1998: 214). 89
Φόνισσα160. Η ηρωΐδα φλέγεται ζωντανή πάνω στη ναυαρχίδα του Ενετικού στόλου: «… οι φλόγες περιεκύκλωσαν αυτήν. Περιέφλεξαν την χρυσήν της κόμην … εισέδυσαν εις τάς σάρκας της και μετάβαλλον το ωραίον τούτον σώμα εις … καπνίζον ερείπιον εμπρησμού …» (ο. π., 341). Ο σύζυγος, που ως τώρα είχε ένα δεύτερο ρόλο, πέφτει στα κύματα για να τη σώσει: «… τρέμων είδεν την φοβεράν αγωνίαν της και συνεχώρησε το πλάσμα εκείνο όπερ ήτο φύσει αγαθόν αλλ’ ήμαρτε και ετιμωρήθη …» (ο. π., 340). Αλλά και ο Σανούστος βρίσκει φρικτό θάνατο από τα χέρια του υπηρέτη του, του Μιρχάν καθώς «… τον εκύλισεν εις το κάταντες του υψηλού εκείνου κρημνού … η κακία είχε αρχίσει να φύηται ως μύκης εν τη ψυχή του Μιχράν …» (ο. π., 342).
Κανένα από τρία λογοτεχνικά μοτίβα δεν ακολουθείται πιστά ως το τέλος. Αντίθετα, η κατάλυση κάθε μοτίβου είναι μια πραγματικότητα που συνάδει με τη στάση της ηρωΐδας. Το θρησκευτικό αίρεται εξ’ αρχής καθώς η σχέση που εκδηλώνεται είναι εξω-συζυγική, το φιλοσοφικό-Πλατωνικό αναιρείται καθ’ οδόν με την πάλη ανάμεσα στη σαρκική επιθυμία και στην αμαρτία. Το γνωστικό είναι σχεδόν ανύπαρκτο καθώς απουσιάζει η έννοια της αμοιβαιότητας. Ο Παπαδιαμάντης καταγράφει τη σθεναρή αντίσταση της Αυγούστας και σφυρηλατεί την υπέρβασή της πάνω σ’ ένα γυναικείο πρότυπο που πιθανό να κρύβει και την προσωπική υπέρβαση του ίδιου του συγγραφέα. Η Γκασούκα (1998: 207) κάνει λόγο για μια υπέρβαση της καθημερινής του συνείδησης ακόμη και της θρησκευτικότητάς του161. Το ίδιο το έργο όμως ξεπερνά τις προθέσεις και τις διαθέσεις του δημιουργού του. Η Αυγούστα φτάνει σε μια προσωπική υπέρβαση θέτοντας τις βάσεις μεταβολής των κοινωνικών δομών και διαπροσωπικών σχέσεων.
160 Ο καταποντισμός της μες στο υγρό στοιχείο της θάλασσας, ανάμεσα στη θεία και στην ανθρώπινη δικαιοσύνη συμβολίζει το ανυπόστατο του ιδεολογήματός της. Το αναφέρει ο Μαντάς (2001: 11).
161 Η τιμωρία της Αυγούστας είναι συνέπεια της παραβίασης των θρησκευτικών κανόνων και πετυχαίνεται μέσω της κάθαρσης. Πιθανό, γι’ αυτό το λόγο αναιρείται το δεύτερο σκέλος του συμπεράσματος της Γκασούκα (ο. π.).
90
4. Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ: Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
«… ήτο το πρόσωπο της Αϊμάς, λάμπον
ως αστήρ και το σώμα αυτής ευωδιάζον
ως κρίνον. Τοιαύτην την έβλεπεν ο
Μάχτος εις τους ονείρους του …».
(Άπαντα, H Γυφτοπούλα, 421)
Σύμφωνα με τον Προγκίδη (2003: 33), ο Παπαδιαμάντης αρέσκεται στο να χρησιμοποιεί το υλικό του, για να φανερώσει μια κρυμμένη αλήθεια στο βάθος εκείνης που θεωρούμε υπαρκτή. Η παραπάνω τεχνική που αποκαλύπτει τα επιστρώματα μια πολλαπλής πραγματικότητας είναι πασίδηλη στο τρίτο του μυθιστόρημα, H Γυφτοπούλα162. Έτσι, αν το ερωτικό στοιχείο βασανίζεται στα χέρια του Παπαδιαμάντη είναι όχι μόνο για να μεγενθύνει την αινιγματικότητα της φύσης του αλλά για να τονίσει την πολλαπλότητα των σχέσεων και την πιθανότητα μιας διαφορετικής έκβασης.
H Γυφτοπούλα είναι ένα εκτενές έργο που γράφτηκε για να δημοσιευθεί σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολη (21-4-1884 ως 11-1 0-1884) και φέρει τα ίχνη του είδους: τεμαχισμό σε ισομήκη επεισόδια, μακροσκελείς διαλόγους, παρεκβάσεις, διασκελισμούς, επανασυνδέσεις και επαναφορές (Βαλέτας, 1974: λγ΄). Πρότυπο του έργου ήταν ένα καλογερίστικο χρονικό με τίτλο Διήγησις ψυχωφελής δια τας μαγγανείας όπου εμεθοδεύθη ο κατάρατος Σατάν δια μέσου του γόητος Γεμιστού και δια το θαύμα, όπου ακολούθησεν. Σύμφωνα με αυτό, ο φιλόσοφος Πλήθων, μυημένος στη σατανική τέχνη, βρέθηκε να έχει ως δώρο του
162 Η πραγματικότητα ευρύνεται, κατακτά απάτητες περιοχές και ενίοτε προπορεύεται των πράξεων των ηρώων. Είναι ενδιαφέρουσα η σύγκριση που επιχειρεί ο Προγκίδης (ο.π., 33-36) ανάμεσα στον Τολστόϋ και στον Παπαδιαμάντη σχετικά με την περείσφρηση του ιστορικού στοιχείου. Στο Πόλεμος και Ειρήνη, η ιστορία των Ναπολεόντειων πολέμων βαραίνει μονοσήμαντα πάνω στους ήρωες˙ στη Γυφτοπούλα το ιστορικό παρασκήνιο συμπορεύεται παράλληλα με τη δράση των ηρώων.
91
θεού του μια δαιμονόπλαστη κόρη που αναφέρεται ως γόνος του Αυτοκράτορα ΙΣ΄ Παλαιολόγου και της Ευδοκίας. Το κορίτσι απήχθη από τους γύφτους ως τιμωρία του βασιλιά που ασπάστηκε το Λατινικό Δόγμα.
Στην Παπαδιαμαντική Γυφτοπούλα, ο Πλήθων κυνηγημένος από τους ιππότες Ιωαννίτες στη Ρόδο πετάει στο γκρεμό τη μικρή Αΐμά, η οποία σώζεται από έναν περαστικό. Μεγαλώνει σ’ ένα σπίτι γύφτων υπό τη προστασία του αδελφού της Μάχτου που είναι κρυφά ερωτευμένος μαζί της. Ο Πλήθων το μαθαίνει και διοργανώνει την απαγωγή της δυο φορές˙ στο τέλος προετοιμάζεται να ιερουργήσει σε ειδωλολατρικό μυστήριο γάμου ανάμεσα στους δυο νέους.
Η παλαιομοδίτικη τεχνική του έργου είναι φυγόκεντρη καθώς η τάση περιθωριοποίησης της ιστορίας επιτρέπει τη διείσδυση του μυθικού στοιχείου που βρίθει από θρύλους και παραδόσεις για την άλωση της Πόλης. Η σκοποθεσία του έργου, να τοποθετήσει στη σωστή του θέση το αρχαιολατρικό ιδανικό, βρίσκει στο πρόσωπο του Παπαδιαμάντη τον κατάλληλο εκφραστή, όπως ισχυρίζεται ο Βαλέτας (ο. π., λβ΄).
Η Γυφτοπούλα, κατά τον Προγκίδη (2002: 149), είναι ένας συγκερασμός τριών ειδών μυθιστορημάτων: του ιστορικού, του περιπετειώδους και του ερωτικού που αλληλεπιδρούν αμφίδρομα για να δώσουν ένα προνομιακό αποτέλεσμα δίχως να συμμετέχουν ως τελειωμένες - άρτιες μορφές. H ενδο-ανταγωνιστική σύσταση των παραπάνω στοιχείων δημιουργεί ένα έργο δισυπόστατο, όπου ένας πόλεμος σοβεί ενώ οι άνθρωποι βλέπουν τη ζωή τους να καταστρέφεται. Η περιπέτεια υπάρχει μόνο εν δυνάμει, ενώ το στοιχείο που επικρατεί είναι μια ακινησία, ένας σεισμός καταβαραθρώνει τα πάντα, ένας κοσμικός κύκλος κλείνει κι όλα γίνονται θρύμματα˙ μια πάλλαμπρη αυτοκρατορία χάνεται μαζί με τις τύχες των ηρώων της (ο. π.). Ακόμη και ο έρωτας, μονήρης, ακολουθεί μια δρομολογημένη πορεία, γίνεται κομμάτια, πεθαίνει αδήλωτος και ανολοκλήρωτος στα συντρίμμια των αγαλμάτων. Αν ο έρωτας είναι ο μοναδικός παράγοντας που θα μπορούσε να κινήσει τα νήματα μιας επανάστασης, ο συγγραφέας δεν συμμερίζεται αυτή την άποψη και χρησιμοποιεί το φιλοσοφικό-Πλατωνικό μοτίβο για να δηλώσει το ανέφικτο. Στη Γυφτοπούλα, το θρησκευτικό και το φιλοσοφικό-Πλατωνικό μοντέλο υπάρχουν ατόφια αλλά οδηγούνται 92
ξεχωριστά σε αμοιβαία εξουδετέρωση˙ διωγμοί, απαγωγές, προετοιμασία για την τέλεση του ειδωλολατρικού μυστηρίου. Το Παπαδιαμαντικό ολίσθημα, η υπόθεση του αμοιβαίου συναισθήματος μεταξύ Μάχτου και Αϊμάς, ανατρέπει μια ισορροπία που ο αναγνώστης θεωρεί ως τετελεσμένο γεγονός. Ο κρυφός έρωτας του Μάχτου που μεγάλωσε κάτω από την ίδια στέγη με την Αϊμά, μένει ανεκδήλωτος ίσως από το φόβο της απόρριψης (ο. π.). Η δική της συγκατάθεση δίνεται στον Πλήθωνα για να μάθει την καταγωγή της˙ ο Παπαδιαμάντης γράφει (Άπαντα, Η Γυφτοπούλα, 632: «… ο σκοπός αυτής ήτο να μείνη να υποστή το γάμον τούτον, ον την επέβαλλεν ο Πλήθων, ν’ ακούση αυθημερόν τας αποκαλύψεις αυτού και ακολούθως να δραπετεύση …»).
Το δυνατό αίσθημα που τρέφει εκείνη προς τον απαγωγέα της, τον Σκούντα, που τη φυγάδευσε από το μοναστήρι, ερμηνεύεται ως εξής: «… το δε σπέρμα του αισθήματος άδωρον εκ ποίας γης αναδίδεται, υπό ποίου ανέμου φέρεται και εις ποίον έδαφος πίπτει …» (ο.π, 635). Το Πλατωνικό στοιχείο αιωρείται καθώς οι ήρωές του κρύβουν την αλήθεια μέσα στο κουτί της Πανδώρας, ενώ η αποκάλυψη της Αϊμάς είναι μια ανατροπή, ένα ράπισμα στη μοίρα.
Την ίδια εποχή που ο Παπαδιαμάντης συγκεραίνει και γεφυρώνει τα τρία ερωτικά μοτίβα στη Γυφτοπούλα - το θρησκευτικό, το φιλοσοφικό και το γνωστικό – στην Ευρώπη επικρατεί μια διαμάχη ανάμεσα σε βασικές τάσεις της λογοτεχνικής δημιουργίας. Αυτό που ο Μίλαν Κούντερα ονόμασε δεύτερο ημίχρονο, σύμφωνα με τον Προγκίδη (2002: 20-21), είναι η αρχή της αληθοφάνειας που χαρακτηρίζει κατά τρόπο καθολικό την περίοδο του Ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Στηρίζεται πάνω στην ιδέα της ψευδαίσθησης του πραγματικού163. Ενώ η αισθητική αρχή του πρώτου ημιχρόνου συλλαμβάνει την έννοια της πραγματικότητας ως ένα παιγνίδι ενορχήστρωσης πολλών αντιτιθέμενων δεδομένων˙ μια σκηνοθετική πολυφωνία που δεν μπορεί να μονοπωλήσει την αλήθεια (ο. π., 21).
163 Η αισθητική αρχή της αληθοφάνειας εγκλωβίζει τον συγγραφέα στα στεγανά του αντικατοπτρισμού της πραγματικότητας μες το έργο του. Ενδιαφέρουσα η κριτική που ασκεί ο Προγκίδης (1999: 2-3) για τη μυθιστορηματική παραγωγή του Κούντερα.
93
Όταν ο Παπαδιαμάντης δημοσιεύει τη Γυφτοπούλα, έχει ήδη πίσω του κάποιες ημιτελείς συγγραφικές απόπειρες και δυο δημοσιευμένα έργα, στα οποία διακρίνονται ίχνη γραφής του Θερβάντες και του Ραμπελαί. Όμως μόνο Η Γυφτοπούλα, όπως παρατηρεί ο Προγκίδης (ο. π., 18-19), είναι ένα μυθιστόρημα Ευρωπαϊκής στροφής164. Η έλλειψη αλληλουχίας στη δομή, η παραμορφωτική απόδοση του χώρου, η γενικευμένη σαρκαστική διάθεση, είναι μερικά βασικά χαρακτηριστικά της αφηγηματικής ανάλυσης που δανείστηκε ο συγγραφέας από την Ευρωπαΐκή λογοτεχνία. Όμως ο άθλος του Παπαδιαμάντη επισκιάζεται, προσθέτει ο Προγκίδης (ο. π., 24) καθώς το αναγνωστικό κοινό είναι εξοικειωμένο με την άρνηση της αρχής της αληθοφάνειας από την εποχή του Κάφκα μέχρι τον Μάρκες – αν και ο αιώνας μας παραμένει πιστός αισθητικά σ’ αυτή την αρχή.
Το ανέφικτο του έρωτα είναι μια άλλη πραγματικότητα στην οποία καταλήγουν όλοι σχεδόν οι δρόμοι - κάτι που δύσκολα αμφισβητείται από τον Παπαδιαμάντη. Ακόμη και το εμβόλιμο χωρίο που πηγάζει από τον κόσμο των παραμυθιών165 και των θρύλων έρχεται να επαναπροσδιορίσει τα όρια του εφικτού. Ο πειρατής Αννίβας Βελμίνης που στρατολογείται στην υπεράσπιση της Πόλης, λέγεται ότι ερωτεύθηκε μια γοργόνα και έτσι εγκατέλειψε το επάγγελμα και τριγύριζε με μια κιθάρα στις ακρογιαλιές προς αναζήτησή της. Η εμφάνιση όμως της γοργόνας τον προσγειώνει στην πραγματικότητα καθώς του λέει (Άπαντα, Η Γυφτοπούλα, 606: «… παραφροσύνη είναι ο έρως ον έχεις συλλάβει δια εμέ … η θνητή φύσις δεν προσδέχεται την μετά της αθανάτου όπως δε στέργει το πυρ της Στυγός …»).
Ως κύρια μυθιστορηματική αιτία του χαμού της αυτοκρατορίας εικάζεται το θωπευτικό βλέμμα166 με το οποίο η Αϊμά αντίκρυσε το αρχαίο κάλλος,
164 Για τη σχέση του Παπαδιαμάντη με την ξένη λογοτεχνία, βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ 1.
165 Περισσότερα στοιχεία για τη γέννηση, τη χρήση και τη μυθική κριτική, πρβλ. Παπαχατζή (1971: 111, 155-157), Παρίση (2003: 23-24),Gilbert (1988: 690-991) και Graves (1955: 37).
166 Η λογική της αισθητικής τεχνικής του Παπαδιαμάντη αποσκοπεί στο αναποδογύρισμα των ρόλων: το σημαντικό-ιστορικό γεγονός (πτώση της Πόλης) μετατρέπεται σε αποτέλεσμα εξαιτίας της κίνησης θαυμασμού ενός ασήμαντου προσώπου. Αναφέρεται από τον Προγκίδη (2002: 36-37, 63). 94
στο Πληθώνειο άντρο: «… οι βόστρυχοι της κόμης, κύμα χρυσού απέφθου, έστεφον αμβροσίαν στην κεφαλήν και το ακτινοβόλον της θεάς μέτωπον. Το βλέμμα αυτής μελιχρόν και πλήρες γοητείας, διένεμεν έρωτας και ηδονάς γλυκείας …» (ο.π., 651). Ο γαλήνιος ύπνος της στα πόδια του αγάλματος της Αρτέμιδος είναι μια κατεξοχήν επαναστατική πράξη καθώς το ωραίο είναι η έκφραση σεβασμού προς το θείο. Το χάδι μετατρέπεται σε τραγικό στοιχείο που προκαλεί έναν κοσμοϊστορικό αναβρασμό πρώτου ημιχρόνου, παράλληλα όμως δημιουργεί μια ζωογόνα σχέση με την Αναγέννηση. Η Αϊμά προσπερνά τα πάντα γιατί ο προορισμός της είναι το Πληθώνειο άντρο: «… τά ψυχρά ταύτα μάρμαρα είχον τοσαύτην ημερότηταν, οίαν δεν απήντησεν η δύστηνος κόρη επί της μορφής ζώντος πλάσματος. Ουδέποτε τοιούτον μειδίαμα ανέτειλεν επ’ ανθρωπίνου χείλους, ουδέποτε τοιούτον βλέμμα εξεπέμφθη εκ θνητών οφθαλμών …» (ο.π., 652).
Αξιοσημείωτη η σκηνή λίγο πριν το τέλος, όπου ο Μάχτος παρακολουθεί τον ήσυχο ύπνο της αγαπημένης του: «… ύπνον γαλήνης και αθωότητος υπό το ωχρόν της λυχνίας φώς, να απαριθμή τάς εισπνοάς και εκπνοάς αυτής, να θεωρή τας κυμάνσεις του στήθους της, να εκμυζά την ευώδην πνοήν της και να θαυμάζη τας μαργαρίτας της δρόσου περί τους κροτάφους αυτής …» (ο.π., 654).
Ο δρόμος προς την εξοικείωση του αναγνώστη με το έργο δεν είναι εύκολος καθώς υπάρχουν στοιχεία που είναι γνωστά εκ των προτέρων, άλλα που τα εικάζει και άλλα που τα φαντάζεται. Η ιστορία αν και τοποθετείται δυο μήνες προ της πτώσης του Βυζαντίου και τελειώνει τη μέρα της Άλωσης, ιστορικές αναδρομές και παρεκβάσεις σημειώνονται από τον συγγραφέα για να γνωρίσουμε περισσότερο το χαρακτήρα της Αϊμάς και του Πλήθωνα.
Ο Πλήθων ή Γεώργιος Γεμιστός (15ος αι.) – μια αινιγματική, ιστορική φυσιογνωμία - παρουσιάζεται από τον Παπαδιαμάντη περισσότερο ως θρυλικό πρόσωπο παρά ως ιστορικό, όπως αναφέρει ο Προγκίδης (ο.π., 71). Ο συγγραφέας προσπαθεί να απομυθοποιήσει το ιστορικό πρόσωπο και τονίζει στην ειδωλολατρική του έφεση δίχως ν’ ασχολείται με τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς του Πλήθωνα (ο. π., 72). Στο πιο σπουδαίο έργο του, το Νόμων συγγραφή, του οποίου ένα μέρος χάθηκε με προτροπή του Γεννάδιου – πρότεινε 95
μεταξύ άλλων – την πίστη στο δωδεκάθεο του Ολύμπου, τη διαπαιδαγώγηση των νέων σύμφωνα με τις Σπαρτιατικές αξίες, τη διαίρεση της κοινωνίας σε άρχοντες και δούλους (Βαλέτας, 1974: λβ΄-λγ΄). Η στροφή μιας ομάδας λογίων του 15ου αι.167 προς την εποχή της κλασσικής αρχαιότητας ερμηνεύεται ως συνέπεια μιας κατάπτωσης καθώς η αναστήλωση ενός ένδοξου παρελθόντος, εγκυμονεί κινδύνους για το ιστορικό παρόν γιατί δεν αρκεί να ανασύρει κανείς μόνο την κόνιν που φέρνουν πάνω τους τα έργα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι ιδέες της αρχαιολατρίας άσκησαν επίδραση ως θρησκευτικές δοξασίες (Προγκίδης, 2002: 66). Το παρελθόν είναι πηγή έμπνευσης όπως κάθε καλλιτεχνική μορφή είναι το σπέρμα μιας άλλης. Η τέχνη με τη δημιουργική της πνοή αγκαλιάζει το παρελθόν, προχωρά όμως στη δραματοποίηση των μορφών και στην ανασύνθεση του καινούριου.
Για την κατανόηση της προσωπικότητας του φιλοσόφου Πλήθωνα, ο Προγκίδης (ο. π., 73-75) κάνει λόγο για τον λεγόμενο ιστορικό συμβιβασμό168. Πρόκειται για μια ώσμωση που συστεγάζει την πολιτιστική κληρονομιά και τη θρησκευτική πίστη σ’ αυτό που ονομάζεται Ελληνοχριστιανική παράδοση. Ο Πλήθων, συνεχίζει ο Προγκίδης (ο. π., 77-78) εμπόδιζε την εγκυρότητα του ιστορικού συμβιβασμού επειδή μετέτρεψε τα έργα του πολιτισμού σε λειτουργικά αντικείμενα και πρόδιδε μ’ αυτό τον τρόπο τον κόσμο της αρχαίας Ελλάδας. Η Πόλη απαλλάχθηκε από τον παγανισμό τη στιγμή της δικής της πτώσης, όπου οι δυο κόσμοι καταποντίζονται, όπου δυο άνθρωποι θάβονται στα ερείπια των αγαλμάτων (Άπαντα, Η Γυφτοπούλα, 655: «… ο Μάχτος ήτο ευτυχής εν τω μέσω της καταστροφής … έκλεπτε τας θωπείας … τα φιλήματα …»). Ασφαλώς ο παγανισμός του Πλήθωνα ήταν μια κάποια λύσις, μπρός στην ακατάσχετη επέλαση
167 Επικεφαλής της οποίας ήταν ο Φιτσίνος Μαρσίλιος (15ος αι.), ο οποίος δέχτηκε την επίδραση της φιλοσοφίας του Πλήθωνα κατά τη διάρκεια παραμονής του τελευταίου στην Ιταλία. Αναφέρεται από τον Προγκίδη (2002: 67).
168 Το Βυζάντιο ήταν το αποτέλεσμα ενός αναγκαστικού γάμου ανάμεσα στην Ελληνική τέχνη και τη Χριστιανική θρησκεία. Και τα δυο αυτά στοιχεία θα παρέμεναν αλληλοεξαρτόμενα σε μια παγιωμένη μορφή συνύπαρξης ώσπου τα ιστορικά γεγονότα θα καθόριζαν εκ νέου τη σχέση. Για τη σημασία της ιστορικής αυτής πρόκλησης που δημιούργησε συγκρούσεις και αλληλεπιδράσεις, πρβλ. Ζηζιούλα (1976: 558), Γιανναρά (1988: 219-225) και Chadwick (1966: 27).
96
των Τούρκων, μπρος στην κατάρρευση μιας αυτοκρατορίας που οι αρχαίες δόξες και οι Μηδικοί πόλεμοι έμοιαζαν να καλούν μ’ όλη τους τη δύναμη προς το λαμπρό πολυθεϊστικό παρελθόν (ο. π., 77). Ο Παπαδιαμάντης θέλησε να ψαύσει τον άνθρωπο στο κατώφλι της όλεσης, μπολιάζοντας το τέλος με την Αναγέννηση του ανθρωπισμού169.
Η Αϊμά, ανέστιος και άπατρις, καταφεύγει στο Πληθώνειο άντρο για τη πρώτη τέλεση του ειδωλολατρικού μυστηρίου, όπου ο φιλόσοφος θα ιερουργήσει. Εκεί μέσα κείται η αλήθεια, το φως του Πλατωνικού κόσμου ενώ έξω το σκότος και το ψεύδος που πρόδωσε το αρχαίο κάλλος. Συγκρίνοντας ο Προγκίδης (ο. π., 37-39) την Παπαδιαμαντική σπηλιά με τη Σεφερική170, διαπιστώνει ότι στην Πληθώνεια σπηλιά ενυπάρχει το δράμα, το οποίο γίνεται ελπίδα έξω από αυτή. Ο ποιητής αναζητά το χαμένο κλέος, ψάχνει το κενό, την πετρωμένη μνήμη απ’ όπου περιμένει να ξεπηδήσει η Ομηρική σπίθα171. Στον Ομηρικό κόσμο οι σπηλιές που γνώρισε ο Οδυσσέας αντηχούν το Σεφερικό δίλημμα: στο νησί των Κυκλώπων, στο άντρο της ανθρωποφαγίας εφευρίσκει τέχνασμα διαφυγής έξω στο φως ενώ στη σπηλιά της Καλυψώς που υπάρχει η ερωτική πρόκληση, ο πολύτροπος Οδυσσέας παραμένει δέσμιος περιμένοντας τη θεϊκή εντολή για να δραπετεύσει (Ιγνατιάδη, 2001: 120)
Η δυάδα Πλήθωνα –Αϊμάς παραπέμπει σε μια αταίριαστη αισθητική φόρμα172, όπως του ανθρωπιστή Πανταγκρουέλ και του σοφιστή Πανούργου στον
169 Για την Πληθώνεια Αναγέννηση, βλ. σχετ. Masai (1965: 45).
170 «… ο βασιλιάς της Ασίνης, όπου ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε / πολεμώντας κι από το βάθος της σπηλιάς / μια νυχτερίδα τρομαγμένη/ χτύπησε πάνω στο φως σαν την σαΐτα στο σκουτάρι / Ασίνην τε … Ασίνην τε …». Το παραπάνω χωρίο είναι από το ποίημα Ο βασιλιάς της Ασίνης, το οποίο επιτυχώς αντιπαραβάλλει ο εν λόγω μελετητής (ο.π., 42-43) στην ανάλυσή του για το ρόλο της σπηλιάς στη Γυφτοπούλα του Παπαδιαμάντη.
171 Η καθαρτική πράξη απαγκύλωσης από την ιστορική συνέχεια μιας τετελεσμένης εποχής παίζεται στην είσοδο της Σεφερικής σπηλιάς: για να δούμε το φως πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας στο σκοτάδι. Επεξηγείται από τον Προγκίδη (ο. π., 40-41).
172 Η σχέση ανάμεσά τους είναι αμφίδρομη, αμφιλεγόμενη και αινιγματική από τη στιγμή που την πετάει στον γκρεμό μέχρι που την εξαγοράζει για να την κάνει ιέρεια στο ναό του. Αναφέρεται από τον Προγκίδη (ο. π., 29-31).
97
Ραμπελαί, του ευφάνταστου Δον-Κιχώτη και του ρεαλιστή Σάντσο Πάντζα στον Θερβάντες. Δυο κόσμοι μυστηριακά κλειστοί, αινιγματικοί, συμπορεύονται από την αρχή του μυθιστορήματος ως το τέλος. Τα θέματα του μύθου, της μοίρας, της Αναγέννησης, της σπηλιάς, όπως αναλύθηκαν παραπάνω διαμορφώνουν ένα οριακό μυθιστόρημα˙ η Αΐμά είναι μια οριακή ηρωΐδα που αδυνατεί να φτάσει στην αλήθεια μέσω της αφηγηματικής ανατροπής. Η Αϊμά εκπροσωπεί ένα οριακό πρότυπο, είναι μια παρουσία μη ιστορικοποιημένη, ένα πρόσωπο που δεν είναι ποτέ εκεί που το περιμένουμε˙ ούτε στην περιπέτεια, ούτε στα ιστορικά δρώμενα, ούτε στο ερωτικό κάλεσμα173. Εκτινάσσεται από τον μικρόκοσμό της – τον κήπο των λουλουδιών – στο κέντρο μιας ιστορικής δύνης γύρω από την οποία γίνεται η εξακτίνωση του έργου. Η κραυγή της Αϊμάς στη σιωπή για το δικό της κρυφό έρωτα που παραμένει σε Πλατωνικό επίπεδο, είναι η κραυγή της ελευθερίας μέσα από την οποία αποκτά υπόσταση το γνωστικό μοντέλο και ο Παπαδιαμάντης μια ξεχωριστή θέση˙ κτίζει μια γέφυρα ανάμεσα στα ερωτικά μοντέλα της Ανατολής και της Δύσης (ο. π., 179). Το έργο του, επίκαιρο όσο ποτέ, σήμερα που οι παγκόσμιοι μετασχηματισμοί είναι τόσο ραγδαίοι και απειλούν με εξαφάνιση τις ιστορικές οντότητες174˙ βέβαια η άλωση της Πόλης είναι ένα γεγονός συλλογικής περιπέτειας που αφορά την πολιτιστική ιδιαιτερότητα της Ελλάδος. Έτσι, μέσω του Παπαδιαμάντη η νεότερη Ελλάδα υπάρχει ως ιστορική συνέχεια της αρχαίας.
173 Η παράξενη φύσης της ηρωΐδας που είναι ένα κεφάλαιο του πρώτου ημιχρόνου, αφομοιώνεται αισθητικά στο βαθμό που εκπληρώνει μια εσωτερική αναγκαιότητα, την είσοδό της στην παγανιστική σπηλιά του Πλήθωνα. Το αναφέρει ο Προγκίδης (2002: 44-46).
174 Συμφωνα με τον Προγκίδη (ο. π., 12-13), στο πολιτιστικό μωσαϊκό της παγκοσμιοποίησης καλούνται να επιβιώσουν οι διαφορετικές εθνότητες κρατώντας ζωντανή την έννοα της ιδιαιτερότητας τους και παράλληλα να ελαχιστοποιήσουν την έννοια της εθνικιστικής συνείδησης.
98
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
1. Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
«… Αλλά δεν ελέχθη ότι ο έρως
σμικρύνει τας αποστάσεις και
διατρέχει τα διαστήματα; …»
(Άπαντα, Θέρος-έρος, 184 )
Αν η Γυφτοπούλα θεωρήθηκε ορόσημο στην καλλιτεχνική δημιουργία του Παπαδιαμάντη, αυτό έγινε επειδή αποτέλεσε το προγεφύρωμα της μυθιστορηματικής και της διηγηματογραφικής του σύνθεσης, κυρίως λόγω της αποσπασματικής δόμησής της175.
Ο διαγωνισμός του περιοδικού Εστία (Θεοδοσοπούλου, 2001: 45), το 1883 για τη συγγραφή Ελληνικού διηγήματος, ήταν ένα αίτημα που προερχόταν από τα μύχια του νεοσύστατου κράτους και συνέβαλε έμμεσα στην αποδοχή του διηγήματος ως λογοτεχνικού είδους από τον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο176. Εκείνη την εποχή ο Παπαδιαμάντης έγραφε τη Γυφτοπούλα και επεξεργαζόταν καλλιτεχνικές μυθιστορηματικές φόρμες κι έτσι άργησε να ανταποκριθεί στο κάλεσμα. Όπως αποφαίνεται ο Παπαγιώργης (1997: 16-18), ο διαγωνισμός αυτός συνδεόταν αναπόσπαστα με τις μεγάλες ιδεολογικές διαμάχες177 που είχαν προηγηθεί της Επανάστασης του 1821 και είχαν ως επίκεντρο τις ιδέες του
175 Βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, παρ. 4.
176 Το κείμενο της προκήρυξης είχε συντάξει ο Ν. Γ. Πολίτης, ενώ τα μέλη της κριτικής επιτροπής ήταν ο Ροΐδης, ο Λάμπρος και ο Πολίτης. Πρβλ. Παπαγιώργη (1997: 11-12) και Παπακώστα (1982: 35).
177 Εδώ εισάγεται το κρίσιμο ερώτημα της εκλογής ανάμεσα σε δυο διαφορετικά πολιτιστικά οράματα˙ ενός εθνικού κράτους κατά την πίστη των Ουμανιστών ή μιας αυτοκρατορίας στα χνάρια της Βυζαντινής, όπως ήλπιζαν οι Φαναριώτες (ο. π.)
99
Διαφωτισμού και τον Κοραή178. Η φιλολογική διένεξη που άρχισε το 1887 με τη προκήρυξη νέου διαγωνισμού179 εκ μέρους του νεοσύστατου φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός, έδειξε πως το κίνημα του ρομαντισμού180 ήδη βρισκόταν στη δύση του.
Η ένταξη του Παπαδιαμάντη στη διηγηματογραφία σχεδόν υπαγορεύτηκε από τις αντικειμενικές συνθήκες της εποχής˙ η κατά παραγγελία συγγραφή εορταστικών διηγημάτων τον έκανε χειρώνακτα λογογράφο181. Σύμφωνα με τη Θεοδοσοπούλου (2001: 12-15), το εορταστικό διήγημα απέκτησε αμιγή Ελληνικό χαρακτήρα χάρη στον Παπαδιαμάντη και στον εξάδελφό του, τον Μωραϊτίδη. Η δημοσίευση Χριστουγεννιάτικων και Πασχαλινών διηγημάτων με τη σύντομη μορφή του πεζού λόγου, αποτέλεσε για τους εν λόγω συγγραφείς, ένα κίνητρο αποδέσμευσης από τους κλασσικούς αφηγηματικούς τρόπους. Επρόκειτο για ένα είδος προσωπικής γραφής καθώς αξιοποιούσαν το πλουτοφόρο κοίτασμα των αναμνήσεών τους από τα πάτρια εδάφη (ο. π. ).
Ο Ράμφος (1976: 76-78) χαρακτηρίζει τη στροφή του Παπαδιαμάντη από το μυθιστόρημα στο διήγημα ως παλινωδία που αντιπροσωπεύει μια βαθύτατη ανάγκη έκφρασης. Τα διηγήματα ως μέρος της αμοιβόμενης εργασίας, συνδυάζονταν πιο εύκολα απ’ ό,τι τα μυθιστορήματα με την κοπιώδη μεταφραστική δουλειά που ήταν το βασικό βιοποριστικό επάγγελμα του
178 Ο Κοραής έπαιξε το ρόλο του πνευματικού οδηγού του γένους, υπήρξε θαυμαστής του Διαφωτισμού και της Γαλλικής παιδείας και πίστευε στη μετεκένωση˙ ό,τι εντυπωσιακό είχε να παρουσιάσει η Ευρώπη ήταν κληρονομιά της Ελλάδας κι έπρεπε να επιστρέψει πίσω (ο. π.).
179 Η καταδικαστική κρίση του Ροΐδη για τα έργα που είχαν υποβληθεί στο διαγωνισμό και για την έλλειψη αξιόλογης ποίησης, προκάλεσε την αντίδραση των πνευματικών κύκλων της εποχής και κυρίως ενός σημαντικού προσώπου, του Βλάχου, διπλωματικού υπαλλήλου που διέπρεψε στην ποίηση. Ακολούθησε κλίμα αναταραχής και μερικά περιοδικά, όπως η Πανδώρα, είχαν σταματήσει να εκδίδονται ενώ κάποιοι προοδευτικοί δημοσιογράφοι, όπως ο Γαβριηλίδης και ο Τριαντάφυλλος, κατέφυγαν στην Πόλη. Το αναφέρει ο Βαρμάζης (1983: 48-49).
180 Περισσότερα στοιχεία, βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 1.
181 Τη δεκαετία 1887-1896, ο Παπαδιαμάντης δημοσίευε ανελλιπώς εορταστικά διηγήματα τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, τα Φώτα, τις Απόκριες και το Πάσχα. Το πρώτο του εορταστικό διήγημα ήταν Το Χριστόψωμο, το 1887 (ο. π.). 100
συγγραφέα. Άλλωστε, οι ελαστικότερες αφηγηματικές νόρμες και η περιορισμένη έκταση έκανε το διήγημα πρόσφορο λογοτεχνικό είδος.
Η άποψη ότι μιμήθηκε τα ξένα λογοτεχνικά πρότυπα182 στη μυθιστορηματική του κυρίως παραγωγή συμβάλλει ουσιαστικά στην κατηγοριοποίησή του ως ηθογράφου της γενιάς του 1880. Όπως σωστά διαπιστώνει η Αρετάκη (2001: 15), αυτή η ταξινόμηση επέδρασε καταλυτικά στην ομογενοποίηση των διηγημάτων του, στην υπέρμετρη αξιολόγησή τους και στο πέρασμα των μυθιστορημάτων του στη λήθη. Η μετάβαση αυτή αποδόθηκε σε μια ρομαντική ιδέα λογοτεχνικής εξέλιξης και ωρίμανσης. Είναι αληθές ότι ο Παπαδιαμάντης, όπως αναφέρει ο Ιωάννου (1985: 14-15), έχει κείμενα σαφώς ηθογραφικά γραμμένα γι’ αυτό το σκοπό, ενώ άσκησε παράλληλα και τη λαογραφική λογοτεχνία183.
Αντιθέτως, για τον Προγκίδη (2002: 26-27), η στροφή του Παπαδιαμάντη δεν είναι η πορεία ενός μαθητευόμενου συγγραφέα ούτε μια ευκαιριακή προσωπική επιλογή αλλά ούτε η αυγή της ηθογραφίας˙ άποψη που φαίνεται ότι δικαιώνεται από την καλλιτεχνική πορεία του συγγραφέα. Πρόκειται για τη στροφή ενός δημιουργού που συνδιαλέγεται με την Ευρώπη και που αποκτά την πεποίθηση ότι η ηλικία της σοφίας, μπορεί σε διάψευση της ιστορικής και καλλιτεχνικής νομοτέλειας να μην είναι η αρχή του τέλους αλλά αυτή της αρχής.
Ενδιαφέρουσα ακόμη είναι η άποψη του Μαντά (2000: 16) που συνδέει την επίδραση της ψαλτικής τέχνης184 στο λογοτεχνικό έργο του Παπαδιαμάντη. Η παραπάνω άποψη φαίνεται ότι υποστηρίζεται και από τον Παπαγιώργη (2002: 104, 148), ο οποίος κάνει λόγο για μια μικρογραφική
182 Γενικά, εκείνη την εποχή, η τάση μίμησης των ξένων ηθών δεν άφησε αδιάφορη και τη λογοτεχνία. Οι μεταφράσεις έργων Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, κυρίως ρομαντικής και νατουραλιστικής βρίσκονταν σε άνθηση. Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 1, καθώς και Βίττι (1980: 59).
183 Πρόκειται για ένα λογοτέχνη-λαογράφο που ζωντανεύει τα ήθη και τα έθιμα της Σκιάθου με απλές ιστορίες (ο. π.).
184 Είναι γνωστό ότι ως παιδί ο Παπαδιαμάντης συντρόφευε τον πατέρα του στις λειτουργίες κι αργότερα ως ενήλικας στην Αθήνα, συνήθιζε να ψέλνει στο εκκλησάκι του Αγ. Ελισσαίου, στη Πλάκα. Βλ. σχετ. Άπαντα (επιμ). Τριανταφυλλόπουλου (1989: λε΄) καθώς και Άπαντα (επιμ.) Βαλέτα (1972: λε΄).
101
αναπαράσταση της κοινωνίας στη μορφή που έχει το συναξάρι. Η ανατολική μονοφωνικότητα της εκκλησιαστικής μουσικής είναι μια ερμηνεία για τη μετάβαση από το μετωνυμικό και γι’ αυτό πολυφωνικό-αντιστικτικό είδος του μυθιστορήματος στο μεταφορικό-ποιητικό και γι’ αυτό μονοφωνικό είδος του διηγήματος185.
Αν λοιπόν η νουβέλα Χ. Μηλιόνης (1885) προετοιμάζει το έδαφος για τη μετατόπιση του συγγραφικού και θεματικού ενδιαφέροντος από το ιστορικό παρελθόν στο ιστορικό παρόν – από τα μεγάλα πάθη στα καθημερινά προβλήματα των ανθρώπων – τότε το Χριστόψωμο (1887) χαράσσει το σύνορο της διηγηματογραφίας. Ο διαχωρισμός των διηγημάτων του σε Σκιαθίτικα και Αθηναϊκά αποφασίστηκε από τη πλειοψηφία των μελετητών186 με βάση κυρίως τοπικά και όχι θεματικά κριτήρια. Η Θεοδοσοπούλου (2001: 51) ισχυρίζεται ότι η διάκριση αυτή είναι αμφισβητούμενη επειδή σε μερικά διηγήματα187 δεν είναι σαφής ο αφηγηματικός τόπος, καθώς ο συγγραφέας παλινδρομεί ανάμεσα στην ύπαιθρο και στο άστυ. Για τον παραπάνω λόγο στην παρούσα μελέτη αποφεύγεται η εξέταση των έργων με βάση αποκλειστικά αυτή την ταξινόμηση. Ο Παπαδιαμάντης όμως κατά την άσκηση της συγγραφικής του δραστηριότητας, λειτουργεί με δύο ιδιότητες: του Σκιαθίτη που συμμετέχει συχνά ως ενεργό πρόσωπο στα έργα του188 και του λογοτέχνη που αποστασιοποιείται από τα
185 Περισσότερα στοιχεία για την εξέλιξη της εκκλησιαστικής μουσικής, βλ. σχετ. Χατζηγιακουμή (1980: 33) καθώς και Άννα Αλυγιζάκη (1978: 34).
186 Πρβλ. τη μελέτη του Άγρα (1984: 46) καθώς και την εισαγωγή του Βαλέτα στα Άπαντα (1972: κς΄, μβ΄).
187 Όπως στη Μικρά ψυχολογία, στον Αειπλάνητο, στη Βοσκοπούλα.
188 Λ. χ. Άσπρη σαν το χιόνι, Τ’ αστεράκι, Αποκτριάτικη νυχτιά ( κατ’ εξαίρεση καθώς το θέμα είναι αστικό), Ολόγυρα στη λίμνη, Όνειρο στο κύμα, είναι μερικά από αυτά. Εδώ εγείρεται το ερώτημα του βιωματικού χαρακτήρα των έργων του. Όπως διαπιστώνει ο Ιωάννου (1985: 14), ο Παπαδιαμάντης είναι περισσότερο βιωματικός συγγραφέας με την έννοια ότι αναπλάθει με μεγάλη επιδεξιότητα τα γεγονότα που περιγράφει παρά αυτοβιογραφικός χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αγνοούνται διηγήματα, που περιέχουν ατόφια κομμάτια της ζωής του, π. χ. Η Φαρμακολύτρια, Αμαρτίας φάντασμα, H νοσταλγός. Πρβλ. Μαντά (2001: 7) σχετικά με το κατά πόσο ο Παπαδιαμάντης ταυτίζεται με τους ήρωές του και συγκεκριμένα με τη Φραγκογιαννού. Επίσης για τη βιωματική ταυτότητα του έργου του, ενδιαφέρουσα άποψη εκφράζει ο Παπαγιώργης (2002: 76-77, 120, 123). Η πολύμορφη διάθεση 102
γεγονότα που περιγράφει, κυρίως στα λεγόμενα Αθηναϊκά ή αστικά διηγήματα (Γκασούκα, 1998: 211). Δεν γίνεται όμως να παραγνωρισθεί το γεγονός ότι υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία στα διηγήματα που έχουν τοπικό άξονα την ύπαιθρο ή την πόλη, όπως και κάποιες διαφορές (Κοτζιάς, 1992: 26):
α) Στα αστικά παρατηρείται μια σταδιακή απομάκρυνση από τη φύση, ο ορίζοντας στενεύει, καθώς οι ήρωές του κατοικούν μέσα σε ανήλιαγα δωμάτια μιας φτωχικής αυλής.
β) Τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής δεν αντανακλώνται άμεσα στο έργο του˙ η έννοια της μοναξιάς προβάλλει έντονη.
γ) Ο διάλογος υποσκελίζεται με την ιστόρηση ενώ στα Σκιαθίτικα υπερισχύουν οι ερωταποκρίσεις.
δ) Οι διαφοροποιήσεις των γυναικείων χαρακτήρων είναι σημαντικές και αφορούν κοινωνικές μεταβολές λόγω της εξέλιξης των ηθών.
ε) Στα Σκιαθίτικα η λυρικότητα της περιγραφής όπως και η παρείσφρηση του υπερφυσικού στοιχείου είναι έκδηλη.
Σ’ αυτό το κεφάλαιο οι βασικοί αναλυτικοί στόχοι είναι οι ακόλουθοι:
α) Η καταγραφή του ερωτικού λόγου τόσο στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής, όσο και στη λογοτεχνική πραγματικότητα.
β) Η σχέση του ερωτικού λόγου με τη διαμόρφωση των γυναικείων προτύπων και τη χρήση των λογοτεχνικών ερωτικών μοτίβων.
Τα κυριότερα ερωτήματα που αναδύονται από την επεξεργασία των παραπάνω στόχων συνοψίζονται στα κάτωθι:
α) Πώς ο Πλατωνικός έρωτας συγκρατεί ή ακόμη εκτροχιάζει την κίνηση του ερωτικού λόγου189.
β) Πώς το παραδοσιακό πρότυπο ισχυροποιεί τη θέση του έναντι των άλλων190.
αυτοαναφοράς προετοιμάζει τη μετάβαση από το εγώ του Παπαδιαμάντη στο εμείς της πολίχνης. Για την αναγωγική καταγραφή μιας προσωπικής εμπειρίας σε ερωτικό επίπεδο, βλ. Καλοσπύρου (2001: 27).
189 Ερευνάται στο Κεφ. Γ΄, παρ. 2. 103
γ) Πώς οι διαφοροποιήσεις του παραδοσιακού προτύπου οδηγούν στη μερική ή ολική ρήξη με το κοινωνικό status191.
Ένα πολυπρόσωπο μωσαϊκό γυναικείων προσώπων ξεπροβάλλει στη διηγηματογραφία του Παπαδιαμάντη που αφορά όλες σχεδόν τις ηλικίες και τα πρότυπα συμπεριφοράς. Η γυναίκα και ειδικά η γριά-γυναίκα αντιπροσωπεύει την πίστη και τη γλώσσα, το παρόν και το παρελθόν, είναι ο μνήμων της κοινότητας, σύμφωνα με τον Παπαγιώργη (2002: 71). Από το πολυκέφαλο πλήθος του Παπαδιαμαντικού γυναικωνίτη, στην παρούσα μελέτη θα εξεταστούν οι γυναικείες φιγούρες που παρουσιάζονται στην ερωτική του εργογραφία˙ μνεία γίνεται και σε δευτερεύοντα γυναικεία ή ανδρικά πρόσωπα που εξυπηρετούν τους προβλεπόμενους στόχους. Η διαφοροποίηση της Παπαδιαμαντικής διηγηματογραφίας από το ευρέως διαδιδόμενο ηθογραφικό πνεύμα της εποχής ενέχεται στο ότι τα πάντα γύρω του, τόσο τα έμψυχα όσο και τα άψυχα, αφηγούνται ιστορίες (ο. π., 111)˙ λ. χ. στο βραχώδες Δασκαλειό (Άπαντα, Επιμηθείς εις τον βράχον, 584: «… κάθε βράχος διηγείται μιαν ιστορίαν των μαθητικών μας χρόνων …»). Το αφηγηματικό καθεστώς των διηγημάτων του βασίζεται τόσο στην πρωτοπρόσωπη, στη δευτεροπρόσωπη καθώς και στην τριτοπρόσωπη γραφή ανάλογα με την εξέλιξη της δράσης. Πάντως, ενίοτε ο Παπαδιαμάντης απαιτεί τα λογοτεχνικά δικαιώματα του αφηγητή και του εξομολογούμενου όταν ομολογεί: «… γράφω απλώς τας αναμνήσεις και εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας μου …»192. Τα ερωτικά διηγήματα του - ο ίδιος τα αποκαλούσε ένοχα193 – δεν είναι συγκεντρωμένα ούτε χαρακτηρισμένα κατ’ αυτή την έννοια καθώς είναι δύσκολο εγχείρημα ακόμη η μερική έστω αποδέσμευσή του από τους κόλπους της εκκλησιαστικής και κοινωνικής ηθογραφίας. Ανάμεσα στα ανεύρετα έργα του κατατάσσεται η συλλογή Θαλασσινά Ειδύλλια (1891) στην οποία περιλαμβάνονται 15 διηγήματα, εκ των οποίων κάποια πρέπει να δημοσιεύτηκαν, όπως οι Αγάπες ταξιδιάρες ενώ άλλα είτε δεν γράφτηκαν ποτέ, αν
190 Αναλύεται στο Κεφ, Γ΄, παρ. 3.
191 Εξετάζεται στο Κεφ. Γ΄, παρ. 4, 5 αντίστοιχα.
192 Άπαντα, Φτωχός Άγιος, σ. 211.
193 Βλ. σχετ. Βαλέτα (1972: 542)., τόμ. 3.
104
και σχεδιάστηκαν ή συγχωνεύτηκαν με άλλους τίτλους σ’ άλλα διηγήματα194. Η μελλοντική ανεύρεσή τους θα προσέφερε πολύτιμο υλικό στη μελέτη των ερωτικών του διηγημάτων.
2. ΤΑ ΠΡΩ˙Ι˙ΜΑ ΠΑΘΗ
2. 1. Πλατωνικός έρωτας – κάλλος και ήβη
« … Έρος δηύτε μ’ ο λυσιμέλης
δόνει γλυκύπικρον αμάχανον
όρπετον …» 195
(Ελύτης, 1996: 63)
Ο ερωτικός λόγος στον Παπαδιαμάντη αφορά κατεξοχήν τη νιότη. Η ήβη είναι η ηλικία που τον έλκει περισσότερο από κάθε άλλη˙ στον πυρήνα του ερωτισμού των διηγημάτων του πιο εύκολα βρίσκεται ένα νεαρό κορίτσι που μετασχηματίζεται σε γυναίκα παρά μια μητέρα, χωρίς βέβαια να λείπουν οι
194 Το 1902 ο Παπαδιαμάντης ανήγγειλε τη δημοσίευση μιας σειράς διηγημάτων, των Θαλασσινών ειδυλλίων, που περιελάμβανε « … δεκαπέντε απλά διηγήματα Ελληνικών ηθών …». Ειδύλλιο για τον ίδιο ήταν η αναπαράσταση της ζωής συνυφασμένης με τη φύση, της λυρικότητας και της μελωδίας, η αρχή της τέχνης, το «… μέγιστον εν ελαχίστω …». Βλ. σχετ. Βαλέτα (1972: μ΄).
195 Πρόκειται για μια πολύ καλή μεταφραστική εργασία του Ελύτη σε σωζόμενα ποιήματα της λυρικής ποιήτριας, Σαπφώς (620 π.Χ.- 550 π.Χ ). Για το παράδοξο των αντιφατικών στοιχείων του έρωτα στο εν λόγω πoίημα, κάνει λόγο και ο Carson (1986: 3) καθώς «… eros seemed to Sappho at once an experience of pleasure and pain …». Ο Bowra (1989: 78-79, 272) εξετάζει τη σφοδρότητα του έρωτα στα ποιήματα της Σαπφώς, αναλύοντας τη δυναμική των λέξεων λυσιμέλης-αμάχανον όρπετον. Η νύξη αυτή γίνεται σε συσχετισμό με την ερωτική ποίηση του Ανακρέοντα (560 π. Χ. – 490 π.Χ.), όπου η μάχη με τον έρωτα ταυτίζεται με αθλητικό αγώνα: «… έρωτι μεν νυν όστις αντανίσταται / πύκτης όπως ες χείρας, ου καλώς φρονεί …». 105
εξαιρέσεις196. Συχνά το πέρασμα από το στάδιο της εφηβείας σ’ αυτό του έγγαμου βίου και της μητρότητας είναι ταυτόσημο και καθοριστικό για την απώλεια της θηλυκής και ερωτικής υπόστασης του κοριτσιού (Άπαντα, Η χήρα παπαδιά, 83: «… υπέστη σχεδόν τόσες μεταμορφώσεις όσας και ο μεταξοσκώληξ˙ εγένετο από κόρης γυνή, από γυναικός παπαδιά και από παπαδιά χήρα … δια βίου …»). Μια ενδιαφέρουσα σειρά ένοχων διηγημάτων, που συνδιαλέγεται με τα ζητήματα του Πλατωνικού έρωτα, του φυσικού γυναικείου κάλλους και του πειρασμού της σάρκας, εκπροσωπεί το τέλος της πρώϊμης και την αρχή της όψιμης λογοτεχνικής του δημιουργίας197.
Η λέξη έρως είναι όρος αναφορικός ως προς το σύστοιχο στοιχείο του˙ ο Τaylor (1992: 266) ισχυρίζεται ότι, αν είναι η τάση επιθυμίας ενός αντικειμένου που στηρίζεται σε κάτι αναπόκτητο, τότε πρόκειται σαφώς για μια πηγή ικανοποίησης.198 Η διάκριση του έρωτα σε ουράνιο και χυδαίο σχετίζεται με τα λατρευτικά επίθετα της θεάς Αφροδίτης, ουρανία και πάνδημος (Burry, 1073: 32)˙ το πρώτο αναφέρεται στον πνευματικό έρωτα που είναι πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης, ενώ το δεύτερο στη γενετήσια ορμή που υπάρχει και στα ζώα. Με την παραπάνω διαπίστωση συμφωνεί και ο Παπαχατζής (1971: 111), ο οποίος
196 Λ. χ., στο Άσπρη σαν το χιόνι.
197 Βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, παρ. 1.
198 Το αληθές της δήλωσης στην Ελληνική γλώσσα είναι προφανές. Η πολυσημία της λέξης love, όμως, στην Αγγλική απαιτεί τη διάκριση μεταξύ:
α) της αγάπης ως αρέσκειας ή θαυμασμού,
β) της αγάπης ως καλής προαίρεσης ή προσφοράς προς το πλησίον,
γ) της αγάπης ως λαγνείας ή πόθου, η οποία ταυτίζεται με την έννοια της λέξης έρως στα Ελληνικά (ο. π.). Βλ. σχετ. Liddell – Scott (α. x.: 335), όπου θεωρείται νεότερος τύπος του επικού και λυρικού έρος (πρβλ. τη γραφή του Παπαδιαμάντη στο διήγημα Θέρος-έρος) και ερμηνεύεται ως ένθερμος αγάπη, κατά το πλείστον επί του σαρκικού μεταξύ των δυο γενών πάθους. Ακόμη, πρβλ. την πολλαπλότητα της ερμηνείας της συγκεκριμένης λέξης όπως δίνεται από τον Fradersdorff (1867: 380) στο Εnglish - Greek Lexicon, όπου το φιλείν ισοδυναμεί με το pleasure ενώ το εράν με το passion / desire. Επίσης, ο Κουμανούδης (1972: 50), παραβάλει στην έννοια του Λατινικού όρου amor την Ελληνική λέξη έρως και διακρίνει τη σημασία του έρωτα προς ένα πρόσωπο από ένα άλλο αντικείμενο ως προς erga ailiquem – o προς τινά έρως καθώς και alicujus in – έρως τινός. 106
ισχυρίζεται πως συνδέεται άμεσα με τη μυθολογική ερμηνεία199 της γέννησης του έρωτα, όπως αναπτύσσεται από τον Taylor (1992: 269).
Ο Πλατωνικός έρωτας είναι η κεντρομόλος αλλά και η φυγόκεντρος δύναμη που ανακινεί τις προσωπικές αναμνήσεις του συγγραφέα και προκαλεί τη μετουσίωσή τους σε γραπτό λόγο. H έννοια του Πλατωνικού έρωτα ως η καθαρά πνευματική αγάπη για ένα μέλος του άλλου φύλου 200, είναι η κυρίως διαδεδομένη. Αντίθετα ο Vlastos (1994: 76), διαφωνεί με την κύρια σημασία του παραπάνω όρου και ισχυρίζεται ότι αποτελεί ένα ιδιότυπο μείγμα αισθησιακών, συναισθηματικών και διανοητικών στοιχείων, μία σχέση που βασίζεται τόσο στη σωματική έλξη όσο και στο διανοητικό δούναι και λαβείν. Στην παρούσα μελέτη ακολουθείται η έννοια που δίνει στον Πλατωνικό έρωτα ο Vlastos καθώς θεωρείται ως πιο αξιόπιστη και πιο συγγενική με την έννοια του Παπαδιαμαντικού Πλατωνικού έρωτα.
Ο Πλάτων (428/427 π. Χ. – 347 π. Χ.) πιθανολογεί για όσους πέφτουν σε σαρκικές παραβάσεις ότι «… ενδέχεται να διαλέξουν να κάνουν αυτό που το πλήθος νομίζει ότι είναι υπέρτατη ευτυχία …»201. Η εσχατολογία του φιλοσόφου όμως δεν τους καταδικάζει, πράγμα που σημαίνει εκτός των άλλων ότι μπορούν να διεκδικούν ακόμη την ιδιότητα των Πλατωνικών εραστών. Όσον αφορά
199 Γιός του Πόρου ( αφθονία) και της Πενίας (ένδεια), σπουδαίος μάγος και σοφός, του οποίου η σύλληψη έγινε στον ουρανό την ημέρα που γεννήθηκε η Αφροδίτη. Κληρονόμησε τα χαρακτηριστικά και των δύο γονέων του, δίχως να είναι ούτε θεός αλλά ούτε και θνητός παρά δαίμων ή πνεύμα˙ μεσολαβητής ανάμεσα στους ανθρώπους και στους θεούς. Πρβλ. Ζαμάρου (1997: 15) για τη δράση του έρωτα, όπως διασώθηκε σε ποίημα αγνώστου ποιητή της αρχαιότητας (πιθανό του 3ου π. Χ.. αι.). Διαμαρτύρεται στη μητέρα του, η οποία ταυτίζεται με την Αφροδίτη, γιατί τον τσίμπησε μια μέλισσα˙ η απάντησή της είναι χαρακτηριστική: «… ει το κέντρον / πονείς το τας μελίττας,/ πόσον δοκείς πονούσιν,/ Έρως, όσους συ βάλλεις; …». Ο ίδιος μύθος σε μια άλλη παραλλαγή διασώζεται στο ειδύλλιο του Θεόκριτου (4ος αι. π.Χ) XIX, με τίτλο Κηριοκλέπτης – ο έρωτας παρουσιάζεται ως κλέφτης κερήθρας - όπου η απάντηση της Aφροδίτης είναι παρόμοια: «… τι δ’; ουκ ίσος εσσί μελίσσαις; / ως τυτθός μεν έφυς, τα δε τραύματα ταλίκα ποιείς …». Ο μύθος αυτός ανθολογείται από τον Cholmeley (1930: 135).
200 Παρόμοιο ορισμό αλλά επιφυλακτικότερα διατυπωμένο δίνει και το South African Students Dictionary, των Chambers-Macmillan (1996: 732). Επίσης, πρβλ. τη γενική και ασαφή ερμηνεία «ιδανικός» Δημητράκου (1970: 1115), η οποία είναι και η πιο κοινή.
201 Βλ. σχετ. 256b-c.
107
την αντιπαράθεση σχετικά με την ομοφυλοφιλική ή μη σχέση του Πλατωνικού έρωτα, έχουν κατά καιρούς εκφραστεί ενδιαφέρουσες απόψεις που συγκλίνουν ή αποκλίνουν στην παραπάνω προοπτική202. Πάντως, η έννοια της ιδέας του Ωραίου που χρησιμοποιεί η ιερομάντισσα Διοτίμα στο κύριο μέρος του Συμποσίου για να μυήσει τον Σωκράτη στο κεφάλαιο του έρωτα203, στηρίζεται στον αναπαραγωγικό και επoμένως στον ετεροφυλόφιλο έρωτα. Η ειδοποιός διαφορά του Πλατωνικού έρωτα από την εγωϊστική και κτητική του φύση είναι η έννοια της γέννησης μέσα στο ωραίο, ο « … τόκος εν καλώ …» (206b). Σύμφωνα με τον Taylor (1992: 273), η Διοτίμα θεωρεί την αναζήτηση της απόλυτης ωραιότητας ως το μυσταγωγικό μονοπάτι που οδηγεί στην αθανασία204. Η θέαση του κάλλους ως αρχέτυπου είναι το ταξίδι της ψυχής από τη γήϊνη υπόσταση στην αιωνιότητα, στο αμετάβλητο φως, του οποίου όλα τα κάλλη που είδαμε ως τώρα αποτελούν φευγαλέες αντανακλάσεις. Το πρίσμα αυτής της υπερβατικής θεώρησης, της ένωσης με το θείο, ερευνάται στο Παπαδιαμαντικό έργο, όσον αφορά τα εξής επίπεδα ενατένισης του Ωραίου:
α) Της αναζήτησης του ουράνιου ή ανοδικού έρωτα.
β) Της αισθητικής απόλαυσης του σωματικού κάλλους.
γ) Του στοχασμού της ψυχικής ομορφιάς και του ήθους.
Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας αιώνιος νοσταλγός του αρχέτυπου˙ συχνότατα χρησιμοποιεί το μοτίβο του κάλλους σε ποικίλες εκδοχές, περιγράφοντας διαφορετικές ηρωΐδες σε διαφορετικούς ρόλους. Στα ρόδινα ακρογιάλια (1907) έργο συμποσιακού περιεχομένου, μια παρέα δειπνοσοφιστών αρέσκεται στη αναπόληση του έρωτα μεταξύ οινοποσίας και ευφυολογημάτων. Στον περιβόητο πρόλογο αυτού του αφηγημένου διαλόγου επιβεβαιώνεται η έννοια
202 Πρβλ. Symonds (1901: 54), Dover (1966: 39), Chapman (1934: 133) καθώς και Rosen (1968: 247) στην υποσημ. 125, για το ζήτημα της συγκαλυμμένης παιδεραστίας και ομοφυλοφιλίας.
203 201d5 « … η δη και εμέ τα ερωτικά εδίδεξεν …». Το κεφάλαιο του έρωτα είναι κατά τον Συκουτρή (1982: 41), η απόδοση της φράσης τα ερωτικά.
204 Βλ. σχετ. 204d-205a, 205e-206a11, 207a2 «… ερά ο ερών των καλών … του αγαθού εαυτώ είναι αεί έρως εστίν … η των αγαθών επιθυμία και του ευδαιμονείν … έρως [εστίν] …». Με την έννοια του πόθου και της τεκνοποίησης ως άλλης προοπτικής ασχολείται ο Markus (1955: 219-223). Ακόμη, πρβλ. τα άρθρα των Cornford (1950: 75) και Dover (1966: 35). 108
του κάλλους ως πλαστουργικής αιτίας (Άπαντα, Τα ρόδινα ακρογιάλια, 223-224: «… ω ναι, απήλαυσα … εφόρει λευκά … έφερεν το εργόχειρον κρεμαστόν περί τον θείον λαιμόν της … έπαλλε γοργά τας … βελόνας της … μου είχε περονήσει την καρδίαν … τα μάγουλά της μηλολονθούν … ιδού, μειδιά˙ ω κάλλος, ω μορφή, ω οπτασία … περιμένω την τρισολβίαν στιγμήν … εις το μηδέν θα μείνη εν μόριον υπάρξεως και εις το χάος μια ακτίς αναμνήσεως …»). Λίγο πιο κάτω, ο διάλογος ανάμεσα στους συνδαιτημόνες για την ύπαρξη του Πλατωνικού έρωτα ανατρέπει τη ρομαντικότητα της θέασης του Ωραίου στον πρόλογο και καταλήγει στο αντιφατικό συμπέρασμα του εφήμερου, κερδοσκοπικού και φυσικά άπιστου έρωτα
- «… είναι αόρατος, δι’ αυτό τον επιζητεί τις …»
- «… εγώ όσο χρονών είμαι και παντού όπου επήγα ηύρα μόνον ιδιοτελή, άπιστον, σαρκικόν έρωταν …» (ο. π., 247).
Το ρεαλιστικό στοιχείο συχνά δέχεται την αιφνίδια εισβολή του ονειρικού, που ανατρέπει την αφηγηματική εξιστόρηση. Όπως σωστά επισημαίνει ο Καλοσπύρος (2002: 26)205, το Όνειρο στο κύμα (1900) είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της τεχνικής και ένα μοναδικό αντίστοιχο χωρίου της Κλίμακος του Ιωάννου του Σιναΐτου, όπου το κάλλος ανάγεται σε τύπο του θείου πόθου. Η αλληγορική ερμηνεία και το μυστήριο των συμφραζομένων οδηγεί σε μια εκστατική θέαση των πραγμάτων, τα οποία εκπέμπουν μια ονειρική αίγλη χωρίς να χάσουν τη γήϊνη υπόστασή τους. Η οφθαλμολαγνεία ενός νεαρού βοσκού μπρος στο θέαμα μιας λουόμενης κόρης συμβάλλει στη δημιουργία μιας αρκαδικής ατμόσφαιρας206 (Άπαντα, Όνειρο στο κύμα, 269-270: «… έβλεπα την …
205 Επίσης, αξιοπρόσεκτη είναι η ψυχαναλυτική προσέγγιση του ίδιου (1999: 25) για το συγκεκριμένο διήγημα.
206 Χρειάζεται περισσότερη διερεύνηση το θέμα της χρήσης κοινών στοιχείων – μοτίβων όπως και των διαφορών τους στην Παπαδιαμαντική βουκολική πεζογραφία με τα ποιμενικά ειδύλλια της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής εποχής. Για τη βουκολική ερωτική πεζογραφία και ποίηση, πρβλ. Ζαμάρου (1997: 5, 14) σχετικά με το μύθο του Λευκίππου και της Δάφνης στην αφηγηματική συλλογή του Παρθένιου (1ος π. Χ. αι. περίπου), Περί ερωτικών παθημάτων, 15. Σε ελαφρά διαφοροποιημένη εκδοχή παρουσιάζεται ο ίδιος ερωτικός μύθος στα Αρκαδικά του Παυσανία ( 2ος αι. μ. Χ.), ΧΧ. Επίσης, ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση του Haag (1992: 59-63) για το ποιμενικό αφήγημα του Λόγγου ( 2ος αι. μ. Χ.), Δάφνις και Χλόη και την επίδραση των ειδυλλίων του 109
χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της … τας λευκάς ως γάλας ωμοπλάτας … τους βραχίονας τους τορνευτούς … όλα μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της γλαφυρούς … δεχομένους … της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή … όνειρον επιπλέον εις το κύμα …»).
Η ερωτική φαντασίωση που περιέχει την έννοια της πλασματικής αναμέτρησης με τον εαυτό του, καταγράφεται πιο κάτω στο ίδιο διήγημα (Άπαντα, Ολόγυρα στη λίμνη, 272: «… την είδα να βυθίζεται … να παραδέρνη … πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου … εγγύτερον του θανάτου ή της ζωής˙ εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τας αγκάλας μου και ανήλθον … οπόσον διέφερεν … η αιθέριος εκείνη επαφή … από όλας τας κυνέρωτας του κόσμου …»).
Το μοτίβο αυτό επαναλαμβάνεται στην εκδοχή του αντεραστή, στο διήγημα Ολόγυρα στη λίμνη (1892). Η αφήγηση της αφύπνισης του ερωτικού ενστίκτου σε δεύτερο πρόσωπο, καθιστά το διήγημα αυτοαναφορικό σε εφηβικές μνήμες, που φαίνεται ότι καθόρισαν τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του (Άπαντα, Ολόγυρα στη λίμνη, 387: «… εχώνεσο έως τους αστραγάλους εις τον βάλτον διότι εφαντάζεσο ότι έτρεχες να κόψης ίτσια δι’ εκείνην [την Πολύμνια] … πώς διαγράφετο αρμονικώς η μορφή της με χνοώδη πάλλευκον δέρμα207 και τα ερυθρά μήλα των παρειών της, με το μελίχρυσον λαιμόν … η καρδιά σου … η οφθαλμοί σου ήταν προσκεκολημμένα εις εκείνην …»). Ο παιδικός φίλος και αντίζηλος αναδεικνύεται μικρός ήρωας επειδή σώζει από βέβαιο θάνατο την κοπέλλα «… ερίφθη εις το ύδωρ, χάριν αυτής … ως τελευταίον απομεινάριον αρχαίας θεότητος λιμναίας και υδροβίου …» (ο.π. , 389). Ο συγγραφέας έχοντας υπ’ όψιν του τη σοφία της χρονικής απόστασης, φτάνει σε μια γενίκευση, που καταλήγει σε Σωκρατικό απόφθεγμα «… και σύ; Φιλοσοφείς ως εγώ και ουδέν πράττεις˙ αλλά
Θεόκριτου ( 4os αι. π. Χ. ) καθώς των Βουκολικών του Βιργίλιου ( 70 π. Χ–19 π. Χ ). Ακόμη βλ. Παπαγγέλη (1995: 64-65) για τη βουκολική ατμόσφαιρα στις Εκλογές του Βιργίλιου.
207 Επίσης, πρβλ. το διήγημα του Παπαδιαμάντη Άσπρη σαν το χιόνι, 63 (1907): «… η χιών και το γάλα είναι αι δύο προχειρόταται κοινοτυπίαι δια την λευκότητα νεαράς γυναικός…», το γυναικείο πρόσωπο που έλκει την προσοχή του συγγραφέα είναι «… καπετάνισσα … τριακοντούτις, γυνή με λαμπράν περιβολήν και κόκκινα μεταξωτά υποκάμισα …». Άλλωστε από αρχαιοτάτων χρόνων η λευκή γυναικεία επιδερμίδα θεωρούνταν στοιχείο φυσικού κάλλους. Βλ. σχετ. για τη Ναυσικά, Οδύσσεια του Ομήρου, μετ. Μαρωνίτη (2001: 149, 152), ραψωδία Ζ΄, στίχοι 127-128, 228. 110
πώς δύναται να γίνη ανήρ χωρίς ν’ αγαπήσει δεκάκις τουλάχιστον και δεκάκις ν’ απατηθή; …» (ο. π. , 400).
Η έννοια του γυναικείου κάλλους ανάμεσα στον Πλάτωνα και στον Παπαδιαμάντη, όσο κι αν φαίνεται ταυτόσημη διέπεται όμως από μια βασική ιδεολογική διαφορά˙ για το φιλόσοφο η ουσία του κάλλους208 είναι αυτοτελής και μέρος μιας άφθαρτης νομοτέλειας, στην οποία όλα τα αγαθά συμμετέχουν (Θεοδωρίδης, 1982: 33-34). Aντιθέτως, στο συγγραφέα θεωρείται υπό το πρίσμα του θαυμαστού αλλά φθαρτού, επίγειου αγαθού˙ μέρους του πλαστού κόσμου των αισθήσεων κι αντιμετωπίζεται από τον ίδιο μέσα στα όρια τα οποία βρίσκεται, του πρόσκαιρου και του θνητού. Η εφήμερη διάστασή του φωτίζει με τη λάμψη της το σκοτεινό στερέωμα για λίγο κι έπειτα χάνεται επιστρέφοντας εκεί απ’ όπου προέρχεται κοντά στον πλάστη - θεϊκή προέλευση του κάλλους.
Στο διήγημα Ωχ βασανάκια (1894), περιγράφεται ο ακριβοθώρητος κόσμος της κοριτσίστικης νιότης με την αμάραντη φρεσκάδα του, όπως φανερώνεται στα μάτια νεαρών ερωτευμένων Γυμνασιόπαιδων (Άπαντα, Ωχ βασανάκια, 12-14: «… επάνω εις το φατνωμένον μέρος του κτηρίου … ίπταντο μετοχαί, απαρέμφατα … αριθμοί και εγκλίσεις …» αλλά και «… ωραία κοράσια με γαλανά … με μαύρα όμματα … με λευκόν χρώτα … με μαύρους βοστρύχους … ρόδινα και κοράλλινα χείλη … με λευκά τουλουπάνια … κοντά φουστανάκια … με συρτάς εμβάδας …»). Η παραπάνω Πλατωνική προσέγγιση του κάλλους είναι η αρχή της πεπερασμένης φύσης του που διαγράφεται τόσο στα ρόδινα ακρογιάλια209
208 Πρώτον μέν αεί ον και ούτε γιγνόμενον ούτε απολλύμενον, ούτε αυξανόμενον, ούτε φθίνον … μονοειδές αεί ον, τα δε άλλα πάντα καλά εκείνου μετέχοντα τρόπον τινά …» (211a). Για την ουσία της ωραιότητας ο Καλογερόπουλος (2001: 15) αποφαίνεται ότι «… η ωραιότης δεν είναι ορατή … τη συναντάς σε μια ορισμένη απόσταση … κι έπειτα πενθείς για τη διατηρήσεις εκεί που τη συνάντησες. Έτσι ο χρόνος τηρείται εν τάξει …». Επίσης, ενδιαφέρουσα κριτική ασκεί ο Καλκαβούρας (2003: 12) για το εικονογραφημένο Πλατωνικό Συμπόσιο του Sfar, στο οποίο η Διοτίμα παραλληλίζεται με τη Χιονάτη. Ακόμη, πρβλ. το άρθρο της Πέπης Ρηγοπούλου (1996: 10) για την έννοια της αυτάρκειας του κάλλους του θανάτου που βρίσκεται στον αντίποδα του ενστίκτου του έρωτα και της ζωής.
209 Άπαντα, Τα ρόδινα ακρογιάλια, 223: «…ω μέλος, ω άνθος, ω άστρον επίγειον … / να μη φανή το κάλλος σου πώς είναι από χώμα …».
111
όσο και στο Αστεράκι (1908). Εδώ κυριαρχεί η διπλή αλληγορία ανάμεσα στο φυσικό ουράνιο στοιχείο και στο όνομα της μικρής ηρωΐδας, της Πούλιας. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση καθιστά αυτοαναφορική την εμπειρία (Άπαντα, Τ’ αστεράκι, 306: «… βλέπω δυο σειράς μαργαριτών να μειδιούν, δυο χρυσαυγείς πλοκάμους να κυμαίνωνται, ως μετάφρενα περιστεράς κατά τον Ψαλμωδόν … εις τον πενιχρόν εξώστην … η μικρή Πούλια … εισέδυεν εις το κατώϊ … δια να μαγειρεύση το λιτόν δείπνον δια τον πατέραν της …». Η φαντασίωση δεν χάνει την ονειρική της διάσταση˙ αντίθετα ενισχύεται από την παρουσία ενός αστεριού: «… είδα εν άστρον να λάμπη εις το εσωτερικόν της οικίας … δια τινός οπής … έφεγγε μικρά τις γωνία ουρανού …» και καταλήγει σε μια τυχαία συνάντηση, όταν ο συγγραφέας συνοδεύει τον πατέρα του κοριτσιού σπίτι του, ύστερα από μια βραδιά οινοποσίας «… δεν εχόρταινα να βλέπω την μικρήν Πούλιαν κι έλεγα μέσα μου: «… Α! … χωρίς προικιά και με προικιά …ω μην την πωλής, είναι κρίμα …» (ο.π. , 308).
2.2. Ήβη και σαρκικός πειρασμός
Η παλινδρόμηση του Παπαδιαμάντη ανάμεσα στην κοσμική ζωή και στο μοναχικό σχήμα, ανάμεσα στον έρωτα και την άσκηση, γίνεται μια προσωπική αναμέτρηση σώματος-πνεύματος: «… τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ’ έκανε να μη γίνω κληρικός; …» (ο.π. , 273). Σύμφωνα με τον Παπαγιώργη (2002: 94-96) η στάση του για το μοναχισμό υποδήλωνε ένα ερωτικό δράμα, που τον βασάνιζε δια βίου, από τότε που επισκέφτηκε το Άγιο Όρος – μαθητής Γυμνασίου ακόμη - το 1870210. Ο πόνος, τα αμαρτωλά όνειρα, οι ανεξήγητες μελαγχολίες είναι η κλήρα του ανθρώπου που αιωρείται ανάμεσα σε δυο κόσμους˙ του υλικού και του
210 Την πεποίθηση αυτή ενισχύει και ο Βαλέτας από διαφορετική σκοπιά (1941: 244), συμμετέχοντας έτσι στη φιλολογική διένεξη περί παρθενικότητας ή μη του Παπαδιαμάντη: «… ίσως νικήθηκε πρόσκαιρα από τη σάρκα, όμως έζησε αγνός κι εξιλέωνε κάτι τέτοια αμαρτήματά του με μακρές νηστείες και προσευχές …». Στο παραπάνω διήγημα του Παπαδιαμάντη όπως και στο Ολόγυρα στη λίμνη επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός του Παπαγιώργη (2002: 98) περί βιώματος εφηβικών σκιρτημάτων που επηρέαζαν τον ενδόμυχο προσανατολισμό του καθώς «… εσάλευε μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας …» (επιστολή προς τον πατέρα του, 19 Σεπτεμβρίου, 1874).
112
πνευματικού, του ορατού και του αόρατου. Ο ερωτισμός του Παπαδιαμάντη γίνεται μια ατέρμονη αναζήτηση του ωραίου που εκδηλώνεται κρυφά προς τις αγγελοθωρούσες211, πρόκειται για ένα ζων πυρ μεταφυτευμένο στην τέχνη. Σύμφωνα με τον μοναχό Θεόκλητο Διονυσιάτο (1986: 46), ενώ ο Παπαδιαμάντης πειθάρχησε σε κάποιο βαθμό τα πάθη της φιλοδοξίας δεν κατάφερε το ίδιο και με το δαίμονα της φιληδονίας212, που τον κατέβαλε συχνά.
Στα διηγήματα, Η Βλαχοπούλα, Αποκριάτικη νυχτιά και Ο Καλόγερος, όλα δημοσιευμένα το ίδιο έτος, το 1892, αποκαλύπτεται η δραματική αυτή συνιστώσα του έργου του που ολοένα ζητά το μερίδιο της ανθρώπινης φύσης. Η θέα της όμορφης κοπέλλας στη Βλαχοπούλα213 τον παρασύρει σε ηδονιστικές σκέψεις (Άπαντα, Η Βλαχοπούλα, 373-375: «… Α! περικαλλής μορφή … οπτασία …» που ανακόπτονται τόσο από ηθικές αναστολές: «… πώς να καταπραΰνω την φαντασίαν μου σήμερον Μέγαν Σάββατον; Πώς να υπάγω να μεταλάβω … εις την Ανάστασιν, βλαχοπούλα ; …» όσο και από την παρουσία ενός τρίτου προσώπου, του αντίπαλου εραστή «…ήτο στρατιώτης του πεζικού … την εκύτταξε κρυφά, γλυκά και η κόρη ήρχισε να συγκινήται …»).
Ο νεαρός φοιτητής Σπύρος Βεργουνδής που ταυτίζεται με το συγγραφέα, στην Αποκριάτικη νυχτιά, ακροβατεί ανάμεσα στον κόσμο της σάρκας και του πνεύματος αλλά τελικά δεν ενδίδει (Άπαντα, Αποκριάτικη νυχτιά, 308: «…
211 Πρόσωπα όπως η Πολύμνια, η Μοσχούλα, η Λαλιώ, το Μπραϊνάκι, η Περμαχούλα, είναι συμβολικά ονόματα ενός εξιδανικευμένου ερωτικού ενστίκτου. Το αναφέρει ο Βαλέτας (1972: 242), τόμ. 6.
212 Το ανθολογεί και ο Γιανναράς (1985: 413).
213 Με τη Βλαχοπούλα, βρισκόμαστε στον μέσον καταγραφής ενός ποιμενικού ειδυλλίου για το οποίο ήδη έγινε σχετική νύξη παραπάνω. Ο παραλληλισμός του εν λόγω διηγήματος με το γνωστό έργο της Κρητικής λογοτεχνίας Η Βοσκοπούλα του Μπεργαδή είναι πασιφανής. Για τα μοτίβα της ασπροντυμένης βοσκοπούλας, της ειδυλλιακής ατμόσφαιρας και της δυνατής αγάπης, βλ. σχετ. Στυλιανού (1971: 47-48), του ίδιου (1963: 34) καθώς και Δημαρά (1945: 71). Το άρθρο του Δημαρά (1962: 24) δημοσιεύτηκε ξανά στα Φροντίσματα. Επίσης, κοινές αναφορές παρατηρούνται και στα κωμυδύλλεια του Κορομηλά, Η τύχη της Μαρούλας (1889) και Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας (1891), όπως διαπιστώνει ο Σακκελαρίου (1996: 57, 64). Τα παραπάνω έργα ανήκουν στα πλαίσια ανάπτυξης του αρκαδισμού και περιγράφουν τη γραφικότητα της Ελληνικής υπαίθρου και ιδιαίτερα των ορεσίβιων κατοίκων της.
113
την τελευταίαν εσπέραν της Τυρινής του έτους 188… ο Βεργουνδής … ερρέμβαζεν εξηπλωμένος επί της κλίνης του … τον είχον προσκαλέσει να μετάσχη της εσπερινής διασκεδάσεως, αλλά πώς να υπάγη … προς την Κούλα έτρεφε αβρόν αίσθημα ερωτικόν και ήτο ζηλιάρης˙ …»). Οι νεαρές αστές θαυμάζονται μεν για τα κάλλη τους˙ επιδοκιμάζονται δε για τη συμπεριφορά τους: «… η Μελπομένη καστανή … χλωμή … ρωμαντική, η Κυριακούλα στακτερόξανθος … ισχνή με ζωηρότατους ηδυπαθείς οφθαλμούς οίτινες ήσαν απροσδιορίστου χρώματος … εχόρευεν ως να είχεν πτερά εις τους πόδας … είχε πολλάς δωδεκάδας εργολάβων … και όλους τους περιέπαιζε …» (ο. π, 307). Η δύναμη του πειρασμού ενσαρκώνεται πιο έντονα στο πρόσωπο της Μαρουσώς που τον προσκαλεί στο λαϊκό γλέντι «… ο … συγχρωτισμός δε θα ήτο ακίνδυνος δι’ αυτόν … μάλλον θα επροτίμα να φιλήση … την μικράν κορασίδαν … αλλά απέπεμψε την παιδίσκην αλώβητον … δι’ αυτόν η ζωή ήτο ανήφορος … και μακρά τεσσαρακοστή …» (ο. π. , 310-311).
Ο Καλόγερος είναι ένα διήγημα, μια μικρή μελέτη, όπως υποτιτλίζεται, Μπρεχτικής αγωνίας, όπου οι δυνάμεις του σκότους και του πειρασμού εφορμούν κατά του πατέρα Σαμουήλ214 (Άπαντα, Ο Καλόγερος, 316: «… ήτο νέος ακόμη, ολιγώτερον των σαράντα ετών και είχεν έλθει εκ του Αγίου Όρους δια να ιατρευθή εκ της οφθαλμίας, υφ’ ης έπασχε … προσκοληθείς … παρά τινί εκκλησία των Αθηνών ως νεωκόρος …»). Η επαφή με τη γειτόνισσα, την κυρά-Τασού και τα δυο της κορίτσια, φαίνεται πως επηρεάζει φορτικά το βίο του μοναχού: «…υπέφερε πολύ … επειράζετο … η Ελπινίκη είχε τας ωλένας γυμνάς μέχρι αγκώνος … της δε Κατίνας, της νοστιμούλας, έτυχε να λείπη το επάνω κομβίον του λευκού περιστηθίου της … εκοίταζε τα χείλη … ως να ήθελε να ροφήση τας λέξεις …» (ο. π. , 333-334). Ύστερα από μια επίσκεψη στο σπίτι τους, οι δυνάμεις του πειρασμού μετατρέπονται σε Ερυνίες που τον καταδιώκουν στον ύπνο του˙ τα
214 Πρόσωπο που αντιπροσωπεύει τον αποσχηματισμένο μοναχό του Αγίου Όρους, Νήφωνα, που σύμφωνα με τον Παπαγιώργη (2002: 102), μύησε του Παπαδιαμάντη στον αλκοολισμό. Αναφορά στη γνωριμία του με τον μοναχό γίνεται στο διήγημα Αγάπη στον κρεμνό, σ. 302.
114
γυναικεία πρόσωπα ταυτίζονται με σκοτεινές και σατανικές μορφές215: «… η γραία … εζήτει να τον δαγκάση εις το στόμα … το οποίον απέπνεεν οσμήν χώματος και επιψαύσεως σαρκός … ως φρέαρ … εγίνετο όλη στόμα χάσκον … ήτον η πύλη της Κολάσεως … αι δύο κορασίδες εγίνοντο αμυδραί … φύουσαι μικρά πτερύγια εις τους ώμους … μετεμορφούντο εις δράκοντας απειλητικούς …» (ο. π., 337). Η πάλη με το σαρκικό πειρασμό παίρνει εφιαλτικές διαστάσεις και αναγκάζει τον μοναχό να εγκαταλείψει τα εγκόσμια: «… έβλεπε την κλίμακα την μυστική, δι ης ανέρχονται οι μοναχοί εις τα άνω … αλλ’ αίφνης εν σκοτεινόν δαιμόνιον, έχον εις το πρόσωπον τους χαρακτήρας της μιας των δυο νεανίδων … τον ήρπασε … κι ετράβα επιμόνως να τον κατακρημνίση …» (ο. π. , 338).
2.3. Συμπεράσματα
Η κίνηση του ερωτικού λόγου στα διηγήματα που εξετάστηκαν παραπάνω παρά τη μυστική δόνηση που εκπέμπει, εντούτοις συγκρατείται μέσα στα πλαίσια στα οποία γεννιέται˙ το φιλοσοφικό-Πλατωνικό μοτίβο κυριαρχεί σχεδόν απόλυτα και αναδύεται πιο έντονα στις αισθησιακές περιγραφές της κοριτσίστικης νιότης. Τα κορίτσια στον Παπαδιαμάντη ενσαρκώνουν τον πόθο, όπως εκλαμβάνεται από το ανδρικό ορμέφυτο και αντιπροσωπεύουν το παραδοσιακό πρότυπο, προορίζονται γι’ αυτό και ολοκληρώνουν έτσι τη ζωή τους (Άπαντα, Τ’ Αστεράκι, 308: «… την Πούλια μου την γυρεύουν από τώρα, χωρίς προικιά …»). Πριν όμως συμβεί αυτό, ο Παπαδιαμάντης ολισθαίνει – ευτυχώς για τη λογοτεχνία – στον κόσμο της οφθαλμολαγνείας και γράφει μερικά μικρά αριστουργήματα ποιητικής πεζογραφίας. Στα οράματα του Παπαδιαμάντη εμφανίζονται φευγαλέες εικόνες νεαρών υπάρξεων που πρωτοσυγκίνησαν με την
215 Στον κόσμου του Ομήρου οι δαίμονες έχουν ζωόμορφα χαρακτηριστικά και γυναικεία μορφή˙ συχνά συνηθίζουν να τρομοκρατούν τους ταξιδιώτες, πρβλ. τη Χίμαιρα, με τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, στη μεταφραστική απόδοση των Καζαντζάκη-Κακριδή (1998: Ζ΄, 179, Μ΄, 440-442). Ακόμη, ο Τηλέμαχος αποδίδει την εξαφάνιση του πατέρα του, στην αρπαγή του από τις Λάμιες, φτερωτές θεότητες (ο.π., 1998: Α΄, 148-150). Επίσης, στη σύγχρονη πραγματικότητα των εικονογραφημένων εκδόσεων, το άρθρο των Ναπ –Κυκ (1993: 69) αναφέρεται στη χρήση των γυναικείων προτύπων και στην προβολή τους από τον περιοδικό Τύπο.
115
ομορφιά τους το συγγραφέα216. Ο ίδιος παραμένει πιστός σ’ όλη του τη ζωή σ’ αυτό το πρότυπο που το θεωρεί ιδανικό. Ο Ελύτης, όμως (1996: 167) ερμηνεύει με τον πειστικότερο τρόπο τη θαυμαστή λειτουργία της ζωής που συντελείται στην ηλικία της ήβης και που βρίσκει τέλεια εφαρμογή στα πρώϊμα πάθη του Παπαδιαμάντη. Τα κορίτσια είναι τα όργανα ενορχήστρωσης μιας πανγήϊνης μουσικής που τα κάνει σημεία συνάντησης πολλών αντίξοων γοητειών˙ έτσι η ανθρώπινη παρουσία εκφράζει όλη της την τρυφερότητα αλλά και τη σκληρότητά της, προχωρώντας ολοένα μπροστά.
3. Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΤΥΠΟΥ
Ο Παπαδιαμάντης καταγράφει το παραδοσιακό πρότυπο, όπως προαναφέρθηκε, σε συνάρτηση με τον ερωτικό λόγο σαν ένα παραμύθι με αίσιο τέλος217. Εκτός από τα διηγήματα, τα οποία αναλύθηκαν στην προηγούμενη ενότητα, το παραδοσιακό πρότυπο πραγματεύεται και το διήγημα Θέρος-έρος (1891). Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό ύμνο στον έρωτα, που «… σμικρύνει τας αποστάσεις και διατρέχει τα διαστήματα …»218. Το λογοπαίγνιο του τίτλου αφορά την εναλλαγή των εποχών και συμβολίζει τη γέννηση και την καρποφορία του έρωτα.
Το αφηγηματικό πλαίσιο τοποθετείται στην αρχή της άνοιξης, τη μέρα της Πρωτομαγιάς, όταν η οικογένεια του εμποροπλοίαρχου Λυμπέριου εκδράμει στο εξοχικό κτήμα τους (Άπαντα, Θέρος-έρος, 182: «… ήτο Ελληνική γιορτή, η μέρα της ανθούς …»). Η Ματούλα, η νεαρή ηρωϊδα βρίσκεται υπό τη συνεχή εποπτεία της οικονόμου του σπιτιού, της γριάς Φωτεινής, που χαρακτηρίζεται ως «… οικογενής δούλη …» (ο. π. , 183). Η έλξη που ασκεί η ομορφιά της περιγράφεται με θαυμάσιο τρόπο: «… η κόμη επέστρεφε τον μέτωπόν της ως ερυθραινόμενο νέφος μη επαρκούν να συστείλη την αίγλην του φωτός και οι
216 Βλ. σχετ. Ιωάννου (1985: 22, 25).
217 Πρβλ. Κεφ. Α΄, παρ.4 καθώς και Κεφ. Β΄, παρ. 2.
218 Άπαντα, Θέρος-έρος,,182. Για τη γραφή της λέξης έρος, βλ. σχετ. Κεφ. Γ΄, παρ. 2, υποσ. 197. 116
οφρύες … εσκίαζον τους … γλυκούς οφθαλμούς της ως λευκή ομίχλη επιπολάζουσα την πρωΐαν επί του ανταυγάζοντος αιγιαλού …» (ο. π. , 184-185). Ενώ η ομύγηρη πλέκει στεφάνια από λουλούδια, η κοπέλλα απομακρύνεται στο καλύβι για να διαβάσει την ερωτική επιστολή του Κωστή. Ο νεαρός αντιπροσωπεύει το ηρωϊκό πρότυπο του συγγραφέα, που περιγράφει δειλά στο Ολόγυρα στη λίμνη και κατόπι μετεξέλιξε στο Όνειρο στο κύμα, ακολουθώντας μια πορεία αντίστροφη χρονολογικά.
Το στοιχείο που παρεμβάλλεται στην πλοκή – ξένο στην αρχή αλλά καθοριστικό για τη συνέχεια – είναι η απόπειρα βιασμού της κοπέλλας από ένα βοσκό: «… η νεάνις επνίγετο, ήσθμαινε, εστέναζε … εζήτησε να του δαγκάση τον ώμον˙ αλλά τούτο θα ήτον μάλλον ερεθιστικόν της κτηνώδους ορμής του Αγρίμη … μικρόν ακόμη και η βία του λυκανθρώπου θα εθριάμβει κατά της παρθενικής αντιστάσεως …» (ο. π., 186). Εδώ η επέμβαση του Κωστή, που φαίνεται ότι παρακολουθούσε στενά τη Ματούλα, είναι σωτήρια.
Το μοτίβο του Πλατωνικού έρωτα που φαίνεται να προϋπήρχε ως αμοιβαίο αίσθημα μεταξύ των δυο κεντικών προσώπων, χαρακτηρίζει το παραπάνω διήγημα και διέπεται από τις αξίες του ηρωϊσμού, της αρετής και της ανδρείας˙ έχει τις ρίζες του τόσο στη λαϊκή παράδοση219 όσο και στη λογοτεχνική δημιουργία220. Το τέλος προδιαγράφεται με τους καλλίτερους οιωνούς: «… και μετά τρεις μήνες ετελείτο ο γάμος του περιπαθώς ερώντος Κωστή μετά της περικαλλούς Ματούλας … η θεσπεσία … καλλονή, το κορύφωμα του έαρος, επρέπωτο να παραδώση τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον θέρος-έρος …» (ο. π. , 209). Σ’ αυτό το σημείο το παραδοσιακό πρότυπο σχεδόν πετυχαίνει τον κοινωνικό του ρόλο˙ δεν αναλύεται περαιτέρω λογοτεχνικά καθώς έχει ήδη εξυπηρετήσει βασικό του στόχο: το γάμο ως επαναλαμβανόμενο κοινωνικό θεσμό και παραβλέπει το ατόπημα της ερωτικής προεπιλογής, η οποία ενισχύεται καθοριστικά από τη σωτήρια επέμβαση του
219 Για τη χρήση των προαναφερόμενων μοτίβων, βλ. σχετ. τα επιλεγόμενα του Μερακλή (1988: 123), στα Παραμύθια της Σμύρνης.
220 Πρβλ. το κορυφαίο έργο της Κρητικής λογοτεχνίας Ερωτόκριτος και Αρετούσα. Η ανδρεία του Ερωτόκριτου, αναδεικνύεται ύστερα από τη νίκη του στη μονομαχία με τον Καραμανίτη˙ Γρηγοριάδης (1999: 78-79), στίχοι 75-99. 117
Κωστή. Έτσι, αν οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν έχουν προσωπική ιστορία είναι γιατί αρκούνται στα καθημερινά και περνούν τη ζωή τους ακολουθώντας την πεπατημένη οδό που υποδεικνύεται από την κοινωνία.
4. ΤΟ ΟΡΙΑΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΚΑΙ Η ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ
4.1. Έρωτας – απαγωγή και εθελούσια φυγή
Δεν πρέπει να ξαφνιάζεται κανείς από το γεγονός ότι τα αγαπημένα παιδιά της λογοτεχνίας είναι οι λεγόμενοι κακοί ήρωες. Όπως διαπιστώνει ο Παπαγιώργης (2002: 174), αυτοί τροφοδοτούν την αφήγηση, είναι το πολύτιμο άλας της λογοτεχνίας που αρέσκεται στη χρονογραφία του κακού˙ κάτι που στον Παπαδιαμαντικό κόσμο φαίνεται απολύτως φυσιολογικό. Οι ήρωες και οι ηρωΐδες, που συμπεριλαμβάνονται στο οριακό πρότυπο, εξετάζονται κάτω υπό το πρίσμα της προσωπικής τους σύγκρουσης με τα κοινωνικά δεδομένα.
Η νουβέλα Χρήστος Μηλιόνης (1885) αναφέρεται στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και στην εποχή της κλεφτουριάς˙ έργο εμπνευσμένο από τα θρυλικά κατορθώματα του Χ. Μηλιόνη, του οπλαρχηγού της Δωρίδας. Ο ίδιος εκδικείται την αρπαγή της βαφτιστικιάς του, Βασίλως, από τον Χαλήλ-αγά της Άρτας και αιχμαλωτίζει τον Τούρκο δικαστή που αθώωσε τους απαγωγείς (Άπαντα, Χ. Μηλιόνης, 13: «… η νεάνις ήτο μνηστή του Νίκου Ντάσκα, ειρηνικού αγρότου … την οποίαν ετόλμησεν πονηρόν γραΐδιον [η Κυπαρισσού] … όπως ρίψη αυτήν εις τας χείρας Τούρκου, όστις την ήθελεν να την έχη εις το χαρέμι του … το μειδίαμά της … ανεποίει φρικίασιν …»).
Το μοτίβο της απαγωγής χρησιμοποιείται με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι στις προηγούμενες περιπτώσεις221 για να επιταχύνει την αφηγηματική πλοκή και να εξάρει τη δράση της Βασίλως, η οποία κατάφερε να αψηφήσει τους κινδύνους και να δραπετεύσει από το χαρέμι: «… να επιστρέψη προς τους γονείς
221 Βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, παρ. 3-4. 118
της ήτο αδύνατο222 … να μείνη εις το σεράγι … ήτο φρικιώδες … περιεβλήθη τα ενδύματα και τα όπλα του αγά, ήρπασε τας κλείδας της Φατμάς και έγινεν άφαντος … ευκαιρία ήτο ν’ αναμειχθή μετά των Τούρκων ως εις αυτών …» (ο. π. , 57-59). Το θρησκευτικό μοτίβο κυριαρχεί σε μια υπόθεση, όπου συνυπάρχουν οι εξωτερικές δυσκολίες και οι προδοσίες˙ το τέλος σφραγίζεται από μια μεγάλη προδοσία, του αδελφοποιού του Χ. Μηλιόνη, Μουχτάρ, με τον οποίο μονομαχεί : «… με το τουφέκι τρέξανε, ένας να φάη τον άλλον, / φωτιάν εδώκαν στη φωτιά, πέφτουν κ’ οι δυο στον τόπο ...» (ο. π. , 75).
Αν και ο μνηστήρας της Βασίλως δεν παίρνει ενεργό μέρος, εντούτοις όλη τη δόξα καρπώνεται ο αγωνιστής των κλεφτών Χ. Μηλιώνης, ενώ το γυναικείο πρόσωπο παραγκωνίζεται αισθητά. Η στάση της Βασίλως είναι αξιοζήλευτη, τολμά να παραβιάσει τα στενά όρια του κόσμου του χαρεμιού και να αναζητήσει την ελευθερία της σε μια κοινωνία που αναθέτει τέτοια πρωτοβουλία μόνο στους άνδρες. Η προσωπική της ρήξη τονίζεται μέσα στα πλαίσια που εξυπηρετούν την εξέλιξη της υπόθεσης. Αν και δεν της αφιερώνεται ο τίτλος του διηγήματος, της αναλογεί όμως το αίσιο τέλος των παραμυθιών: «… μετά έξ μήνας, λήξαντος του πένθους, όπερ έφερεν η νεάνις δια τον νοννόν της, ετελέσθη εν Λευκάδι ο γάμος …» (ο. π. , 76).
Η Λαλιώ είναι η Νοσταλγός ηρωΐδα, που αφήνεται σε ένα πρωτόγνωρο ταξίδι των αισθήσεων με μια κλεμμένη βάρκα και με συνοδό ένα νεαρό γείτονά της (Άπαντα, Η Νοσταλγός, 49, 56: «… εικοσιπεντούτις είχε νυμφευθή προ πέντε ετών με άνδρα κατά πολύ μεγαλύτερόν της … αυτός ουδέποτε ευρίσκετο κατ’ οίκον … ο νέος …ως γείτων την ηγάπησε κρυφά …»). Αφορμή για τη θαλάσσια βαρκάδα στάθηκε η νοσταλγία της Λαλιώς για το πατρικό της σπίτι. Όλες οι περιπέτειες, η καταδίωξη από το σύζυγο, οι μεταπτώσεις του Μαθιού, η αμφιταλάντευση της ηρωΐδας, είναι σα να συμβαίνουν σ’ έναν ονειρικό κόσμο, όπου η έννοια του χρόνου χάνει την πραγματική της διάσταση. Σύμφωνα με
222 Πιθανόν ο Παπαδιαμάντης να έχει υπόψη του την εθιμική υποχρέωση του κοριτσιού να παντρευτεί τον απαγωγέα του, ακόμη και σε περίπτωση ακούσιας απαγωγής. Πρβλ. Γκασούκα (1998: 85), σημ. 42. 119
τον Ράμφο (1976: 103), ο χρόνος223 είναι το μυστικό της τέχνης του Παπαδιαμάντη καθώς η διάσταση της εσωτερικότητας του κινητοποιεί τη μνήμη και το βίωμα γίνεται αφήγηση. Η Λαλιώ δε διστάζει να μείνει μισόγυμνη: «… με το μεσοφούστανον κοντόν, έως τας κνήμας λευκόν όσο και το κολόβιον …», που γίνεται «… αυτοσχέδιον πανίον …», ενώ η αντίστροφη αναμέτρηση με το ανέφικτο ξεκινά για το συνοδό της αφού «…της εφίλησε τα άκρα των δακτύλων της χειρός της …», ο οποίος παρασύρεται σε σκέψεις φανταστικού κινδύνου, όπως «… διαφεύγοντα δια θαύματος κωπηλασίας … ή βυθίζοντα την βάρκα και πνίγοντα την γυναίκα …» (ο. π. , 56-57). Έτσι, ο ίδιος ο συγγραφέας ζει τη ζωή που δεν έζησε. Το τέλος επαναφέρει τον αναγνώστη στην πραγματικότητα˙ η Λαλιώ επιστρέφει στη συζυγική εστία ενώ «… ο νέος ίστατο εντροπαλός … έμφοβος και μη εννοών …» (ο. π. , 58).
Η κατακλείδα δε στερεί από το διήγημα τον άκρατο ερωτισμό του: «… η θάλασσα, φλύαρος καθώς και η γυνή, είναι όσον αύτη εχέμυθος και ποτέ δεν διηγείται το μυστικόν της … ο έρως είναι πλάνος και η νεότης ευαπάτητος …» (ο. π., 58). Η ηρωΐδα αποδεικνύεται κατώτερη των προσδοκιών του Μαθιού και ανίκανη να σταθεί στο ύψος για το οποίο ο Παπαδιαμάντης την προόριζε˙ η απόδρασή της κρατά όσο μια βαρκάδα. Το Πλατωνικό μοτίβο παίζει το δικό του ρόλο τόσο στη Νοσταλγό όσο και στο Καμίνι αλλά με διαφορετικό τρόπο.
Αντίθετα, μια άλλη άσημη ηρωΐδα, η Τσούλα, στο διήγημα με το διφορούμενο τίτλο, Το Καμίνι (1907)224, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο καθώς αρνείται πεισματικά το προξενιό και σώζεται την τελευταία στιγμή από ατύχημα (Άπαντα, Το Καμίνι, 207-208: «… ύστερον από την διπλήν διδαχήν του πατρός της και της θείας της, η βοσκοπούλα … έφθασε μέχρι του χείλους του θαλασσίου Καμινίου … Μπορεί να δώση κανείς ένα πήδημα από δω; … ο Νίκος … όστις είχε χαρίσει την επίχρυσον κογχύλην … της έριψε μιαν ανεμόσκαλαν μεταξωτή …»). Ο
223 Πρβλ. τα ακόλουθα άρθρα σχετικά με τη διάσταση του χρόνου στο έργο του Παπαδιαμάντη, Κοτζιά (1992: 8) και Ταλιγκάρου (1999: 31). Για τον ψευδοχρόνο της αφήγησης, βλ. σχετ. Κούσουλα (1993: 28-37).
224 Πρόκειται άραγε για τη θαλάσσια σπηλιά που περιγράφεται διεξοδικά ως το υποβλητικό σκηνικό της δράσης ή για τον ερωτικό πόθο του νεαρού ναύτη προς τη βοσκοπούλα;
120
νεαρός ήρωας κερδίζει την εύνοια της κοπέλλας και «… ο γάμος ετελέσθη την ίδιαν εσπέαρν εις το χωρίον ...» (ο. π. , 208).
4. 2. Έρωτας και χηρεία
Τα διηγήματα που αφορούν τη χηρεία εξετάζουν τη στάση της χήρας-γυναίκας ειδικά της νέας, η οποία έρχεται σε ρήξη με το κοινωνικό status. Γενικά, ένας δεύτερος γάμος προκαλεί την αποδοκιμασία225 αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που η σύγκρουση με τις κοινωνικές νόρμες είναι έντονη, όπως στη Χήρα Παπαδιά. Εκεί περιγράφεται ο φλογερός έρωτας του ναύτη, Χαδζή-Γιάννη προς μια νεαρότατη χήρα παπαδιά, που κατάφερε να ξεπεράσει τα νομικά εμπόδια αλλά και τις κοινωνικές προκαταλήψεις (Άπαντα, Η Χήρα Παπαδιά, 208: «… εν τω Πηδαλίω δεν αναγράφεται κανών τις απαγορεύων τον δεύτερον γάμον εις τας εν χηρεία πρεσβυτέρας … αλλ’ η πρόληψις και η παράδοσις … ισοδυναμούσι το κάτω κάτω με αποστολικό ή συνοδικό κανόνα …»). Το φιλοσοφικό - Πλατωνικό μοτίβο ενσαρκώνεται σε μια εθιμοτυπική απαγόρευση, που αγνοείται μπροστά στη δύναμη του αισθήματος για να καταλήξει στο επιθυμητό: «… κατορθώθη μετά ή άνευ εκκλησιαστικής αδείας, μεθ’ ιεροτελεστίας όμως τακτικής να πραγματοποιηθεί ο γάμος του χαδζή-Γιάννη μετά της χήρας παπαδιάς … τη μεσολαβήσει των προξενητριών …» (ο. π. , 210).
Η συγκινητική ιστορία ενός ζευγαριού είναι η υπόθεση του διηγήματος Αγάπη στον κρεμνό (1905), όπου η ηρωΐδα Μαργώ ζητά από τον δεύτερο άνδρα της να της φτιάξει μια αιώρα στην εξοχή για να ξεκουράζεται (Άπαντα, Αγάπη στον κρεμνό, 486, 387: «… είχε νυμφευθεί προ χρόνων, δεκατριών ετών παιδίσκη, έναν … θαλασσινόν … συνέζησεν ολίγους μήνας με αυτήν, είτα εξενιτεύθη … και δεν εγύρισεν πλέον … και εύρε μετ’ ου πολύ τον Γιάννην … και τον υπανδρεύθη …»). Η ανάμνηση του Γιάννη αναφέρεται στο παρ’ ολίγον ατύχημα της Μαργώς από την κούνια: «… έβαλε μια φωνήν και την άκουσα … η αγάπη είχε πέσει στον κρεμνό … πέφτω και κυλιώμαι κατακέφαλα στο ρέμα … ο Θεός που μ’ έστειλε στον πόνο έστειλε και τον Άγγελο … και βρέθηκα … μες στην αγκαλιά της αγάπης …» (ο.π. , 400).
225 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 4. 121
H χήρα του Νεομάρτυρος (1905), η Χρυσή, παντρεύτηκε τρεις φορές και άλλες τόσες χήρεψε δίχως να ευτυχήσει (Άπαντα, Η χήρα του Νεομάτρυρος, 43 : «… τα κόκκαλα του Κωνσταντή [του πρώτου συζύγου] κατακίτρινα εμοσχοβολούσαν ωσάν από ρόδα και βασιλικόν …» ενώ εκείνη αγνοούσε τα όνειρα «… Χρυσή, όλο με ξεχνάς …», στο τέλος μάλιστα «… εκωφάθη και από τα δυο ώτα …»).
Στον Πανδρολόγο (1901), η χήρα Κρατήρα ενέδωσε στις προτροπές του μεσάζοντος προξενητή και τελικά παντρεύτηκε τον ίδιο (Άπαντα, Ο Πανδρολόγος, 379 -381: «… αυτή είχε νυμφευθή νεωτάτη … μετά τρία έτη εχήρευσε … όλη η πολίχνη ενθυμείτο τα περιπαθή μοιρολόγια της Κρατήρας … όλον το εν γραμμαίς πρόγραμμα … εξετελέσθη … τον Μάρτιον ο Στέλιος εβαρκάρισε με το καράβι … ήρθε το φθινόπωρον … τα Χριστούγεννα ετελέσθη ο γάμος …»).
4. 3. Συμπεράσματα
Σ’ όλα τα παραπάνω διηγήματα που πραγματεύονται τη μερική ρήξη με τους κοινωνικούς κανονισμούς, παρατηρείται το φαινόμενο της επιστροφής στις ρίζες του παραδοσιακού προτύπου. Η δράση των ηρωΐδων είναι συμβιβαστική και αναγωγική προς τα συμβάντα˙ ξεκινά από τη μερική αποδόμηση του παραδοσιακού προτύπου226 – είτε κινείται μες τα πλαίσια του θεσμού του γάμου227 είτε όχι, όταν αυτά καταλύονται λόγω εξωτερικών αιτιών228, για να καταλήξει πάλι στην ανασύνθεση του. Έτσι, η θέση του παραδοσιακού προτύπου σε συνάρτηση με την επικράτηση του φιλοσοφικού – Πλατωνικού μοτίβου ισχυροποιείται έναντι του οριακού, το οποίο θεωρείται μεταβατικό στάδιο, καθώς διαμορφώνεται προσωρινά σε σχέση με την κοινωνική αντίσταση των ηρωΐδων. Η σχέση λοιπόν του οριακού προτύπου με τα συμβάντα είναι αναλογική και εξαρτάται από υποκειμενικούς παράγοντες. Η αντίδραση και η σύγκρουση είναι υπόθεση προσωπική και προχωρά μέχρι εκεί που επιτρέπει η αφομοίωση ή η
226 Εξαιρείται ο Χ. Μηλιόνης, όπου η πλοκή διαρθρώνεται σε σχέση με το μοτίβο της απαγωγής.
227 Λ χ. Η Νοσταλγός.
228 Όπως Το Καμίνι αλλά και τα διηγήματα που αφορούν περιπτώσεις χηρείας και εξετάζονται εδώ.
122
απόρριψη των κοινωνικών κανόνων. Η Βασίλω αντιδρά στην προοπτική του εξισλαμισμού της, η Λαλιώ εκλογικεύει τις παρορμήσεις της με την ίδια άνεση που αναδύεται μέσα από αυτές, η Τσούλα σκέφτεται αυτοκαταστροφικά, ενώ οι χήρες μάχονται για την επανάκτηση της κοινωνικής τους ταυτότητας.
5. ΤΟ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ
5. 1. Έρωτας και υπαρξιακό αδιέξοδο
Όσο οι ήρωες του Παπαδιαμάντη υποφέρουν τα πάθη τους και βυθίζονται στη δύνη του έρωτα χωρίς ανταπόκριση, τόσο ο ίδιος συμπάσχει μαζί τους σαν ο καημός τους να είναι και δικός του. Όταν ο έρωτας γίνεται ένα βασανιστικό συναίσθημα οδηγεί τα θύματά του σε υπαρξιακό αδιέξοδο˙ η Μήδεια σκότωσε τα παιδιά της από πάθος (Warrington, 1956: vii), ο Αίγισθος τον Αγαμέμνονα από ερωτική αντιζηλία229, ο Αίμονας αυτοκτόνησε ακολουθώντας στο τάφο την Αντιγόνη230.
Η διηγηματογραφία του Παπαδιαμάντη αναζητά τους γνήσιους περιθωριακούς τύπους στα πρόσωπα τόσο του μπαρμπα-Γιαννού, που αναλύεται παρακάτω, όσο και του Νίκου στο διήγημα Για την περηφάνεια (1899). Σύμφωνα με τον Παπαγιώργη (2002: 67-69), η ανθρωπογνωσία του συγγραφέα αποκτά περιεχόμενο μέσα από την περιγραφή των κατατρεγμένων, των απόκληρων και των ηττημένων της ζωής. Ο Νίκος, εξαιτίας μιας σφοδρής ερωτικής απογοήτευσης εγκαταλείπει τον εαυτό του (Άπαντα, Για την περηφάνεια, 209: «… η κόρη
229 Μια καλή ανάλυση επιχειρεί ο Blume (1993: 85) για τη σχέση του ερωτικού τριγώνου Αγαμέμνονα - Κλυταιμνήστρας – Αίγισθου. Επίσης, ο Ρίτσος (1984: 81) στο ποιητικό δρώμενο με τίτλο Ορέστης, δίνει μια διαφορετική εκδοχή˙ μιλά ο Ορέστης: «… έχω κ’ εγώ μια δική μου ζωή και πρέπει να τη ζήσω. Όχι εκδίκηση˙ - / τί θα μπορούσε ν’ αφαιρέσει απ’ το θάνατο, ένας θάνατος ακόμη … / κάποια συμπάθεια … μ’ αγγίζει για τη φόνισσα … / να δω του πατέρα τον φόνο μες την κατευναστική του θανάτου γενικότητα …».
230 Βλ. σχετ. Δρακόπουλου (1998: 30, 129), Ε. Νικολαΐδου (2003: 26) καθώς και Αnouilh (1960: 8-9) όπως και Waidock (1966: 108). Για τη στάση του Αίμονα ενδιαφέροντα επιχειρήματα εκφράζει ο Long (1968: 157).
123
υπανδρεύθη αλλού … [εκείνος] εύρε καταφύγιον εις τη φιάλην, στο Ποτήριο της πόρνης … η ιδέα μετεβλήθη εις νόσον ανίατον …»). Κοιμάται είτε «.. εις στον άφρακτον νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου …» είτε «… ο μισός μέσα εις την θάλασσαν και ο μισός έξω στην άμμον …» (ο. π. , 209-210).
Σε μια απαράμιλλη περιγραφή της ψυχικής του κατάπτωσης, ο κόσμος των ψευδαισθήσεων κατακλύζει τον κόσμο των αισθήσεων για να καταλήξει σ’ ένα τέλος μετέωρο, σ’ αυτό που ο Παπαγιώργης (2002: 69) αποκαλεί αγιότητα του πόνου: «… έπεσεν εις την άκρην του γιαλιού …. το φεγγάρι ήτον δρεπανοειδές, στίλβον … τα άστρα εχόρευον μέσα εις το κύμα, η θάλασσα εστέρευσε … η βάρκα του έγινε άφαντη από τους οφθαλμούς του … το κεφάλι του ήτο το μαστέλο του καπηλειού … το στήθος του ήτο το τραπέζι του καπηλειού … τα πόδια του ήσαν … τα τέσσερα ποδάρια του τραπεζιού …» (ο.π. , 211).
Ένας άλλος ήρωας του Παπαδιαμάντη, ο Γιωργής, αυτοβασανίζεται στο διήγημα Έρως-ήρως (1896), όταν υποψιάζεται ότι η αγαπημένη του είναι η νύφη που θα μεταφέρει με τη βάρκα του (Άπαντα, Έρως-ήρως, 182: «… να σηκωθή … να την αρπάξη … οι καλεσμένοι θα του ριχθούν με τους γρόνθους … καταπληγωμένος … θ’ απαντά εις τα κτυπήματα των άλλων …»). Στη δραματουργική αφήγηση διαπλέκεται πάλι η έννοια της πλασματικής αναμέτρησης που την έχουμε ξανασυναντήσει231 και που λειτουργεί καταλυτικά. Κατά τον Τριανταφυλλόπουλο (1978: 81) αυτή η εσωτερική παρόρμηση γίνεται μια μάχη με τον δαίμονα, μια ψυχομαχία που κοιτά τα συναξάρια232: «… με το χέρι του ημπορούσε να βιάση το πανί και με το πόδι του … να βγάλη τον πίρον της βάρκας … με εν λάκτισμα … ημπορούσε να στείλη εις τον άλλον κόσμον άναυλα τρείς ψυχάς, τον γαμβρόν, την πενθεράν και την νύφην … εάν δεν ήθελεν να γλιτώση την τελευταίαν …» (ο. π., 184-185).
O ήρωας ερωτευμένος με την αποτυχία του καταλήγει σε μια μεγαλόψυχη συγκατάβαση που τον μεταφέρει σε ανώτερες σφαίρες: «…
231 Βλ. στο ίδιο Κεφ., παρ. 2, για τα διηγήματα Ολόγυρα στη λίμνη και Όνειρο στο κύμα.
232 Η ερώτηση που εγείρεται μοιάζει ρητορική˙ γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν ακολούθησε την ίδια τεχνοτροπία και σε άλλα διηγήματα, όπως Το Χριστόψωμο ή τη Φόνισσα, όπου η αναμέτρηση των ηρωΐδων με τις δυνάμεις του κακού εξελίσσεται σε μια άνιση μάχη (ο. π.).
124
κατέστειλε το πάθος, επραΰνθη, κατενύγη, έκλαυσε κ’ εφάνη ήρως εις τον έρωτά του – έρωτα χριστιανικόν, αγνόν, ανοχής και φιλανθρωπίας …» (ο.π., 186).
5. 2. Έρωτας και θάνατος
Ο μπαρμπα – Γιαννιός είναι ο ατυχής ήρωας του διηγήματος Έρωτας στα χιόνια (1895)233, μια δεύτερη ενσάρκωση του Τζων Ωχρούστ του Μπέρτ Χάρτ, όπως ερμηνεύει ο Τριανταφυλλόπουλος (2001: 3). Άνθρωπος μοναχικός που πέρασε τα νιάτα του ταξιδεύοντας και ζει τα γεράματα του χωρίς οικογένεια από τότε που έχασε τη γυναίκα και το παιδί του. Η μόνη του ελπίδα είναι ένας φρούδος έρωτας προς τη γειτόνισσα του, τη μυλωνού (Άπαντα, Έρωτας στα χιόνια, 106: «… δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος … ήτον έρημος εις τον κόσμον … είχε νευμφευθή και είχε χηρεύσει … [η μυλωνού] είχε άνδρα, τέσσερα παιδιά κι ένα γαϊδουράκι μικρόν δια να κουβαλά τ’ αλέσματα …»). Η κακή οικονομική του κατάσταση αντανακλούσε και την ψυχική του˙ η οινοποσία του έγινε συνήθεια αλλά και καταφύγιο234: «… τα έφαγε όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Μασσαλίαν … έπινε δια να ξεχάση τα βάσανά του, τας ασωτείας, τη γυναίκα, το παιδί του …» (ο. π., 107). Αργότερα για να ξεχάσει και το μάταιο έρωτά του προς τη γειτόνισσα: «… είχε πέσει εις το κρασί … να’ χε ο έρωτας σαΐτες … βρόχια … φωτιές … να τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια … να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια …» (ο.π., 108). Σαν πρωτόβγαλτος
233 Είναι αξιοπρόσεκτη η παρατήρηση του εν λόγω μελετητή του Παπαδιαμαντικού έργου σχετικά με τον παραλληλισμό των δυο ηρώων, του Μπαρμπα-Γιαννιού και του Τζων Ωχρούστ, εκ των οποίος ο δεύτερος πρωταγωνιστεί στο διήγημα Οι εξόριστοι του Πόκερ Φλάτ που ανήκει στις Αργοναυτικές διηγήσεις του Αμερικανού συγγραφέα, Μπρετ Χαρτ. Το διήγημα μετέφρασε ο Παπαδιαμάντης και είναι εμφανής ο παραλληλισμός της ζωής των δυο ηρώων κυρίως όσον αφορά το τέλος τους˙ για τον Τζων Ωχρούστ: «… άπνους και κρύος, με εν ρεβόλβερ παρά το πλευρόν του … κάτωθεν της χιόνος έκειτο …». H μελέτη, επίσης, δημοσιεύτηκε σε άρθρο στην εφημ. Καθημερινή, βλ. σχετ. Τριανταφυλλόπουλου (2000: 14). Ακόμη, πρβλ. Κεχαγιόγλου (1984: 25-27).
234 Εδώ εγείρεται το ερώτημα μιας έμμεσης προσωπικής νύξης του συγγραφέα για τον εθισμό του στο αλκοόλ και παράλληλα μια συγκαλυμμένη ερμηνεία του ερωτικού του ενστίκτου που χρήζει περαιτέρω εξέταση. Ο ίδιος προβληματισμός διαγράφεται δραματικά και στο διήγημα Για την περηφάνεια. 125
Σαιξπηρικός ήρωας οδηγείται σ’ ένα τέλος αυτοκαταστροφικό, όπου το φυσικό στοιχείο για άλλη μια φορά235 αναλαμβάνει το ρόλο της κάθαρσης: «… η χιών είχε στρωθή σινδών εις όλον τον μακρύν στενόν δρομίσκον … η σκιά του … λιγνή με την πατατούκαν φεύγουσαν από τους ώμους του … σώμα βασανισμένον, φθαρμένον … εκλονίσθη, εσαρρίσθη … κι έπεσεν … ωσάν η χιών να ασπρίση όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα …» (ο. π. , 109). Ο θάνατος τον βρίσκει μπρος στην πόρτα της αγαπημένης του, μέρες Χριστουγέννων, χωρίς κανείς να τον αντιληφθεί ούτε καν κι ο άνδρας της που άνοιξε το παράθυρο.
Στο διήγημα Απόλαυσις στη γειτονιά (1900), ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται στο θέμα της αυτοκτονίας και μάλιστα για λόγους ερωτικής απογοήτευσης. Η στιχομυθία που διαπλέκεται ανάμεσα στις γειτόνισσες υποβιβάζει τη σπουδαιότητα του γεγονότος σε ένα απλό συμβάν που δεν ξεφεύγει από τα όρια του κουτσομπολιού (Άπαντα, Απόλαυσις στη γειτονιά, 254-255: «… μαύρη, χλωμή, με μεγάλα μάτια, νόστιμη … μάτια που έσφαζαν ...
- … Γιατί σκοτώθηκε;
- … να από έρωτα, το καημένο … από δώδεκα χρονώ την αγαπούσε … εκείνη εκοίταζε πολλούς …»).
Σύμφωνα με τον Βαλέτα (1972: 393), το ζήτημα της αυτοχειρίας απασχόλησε το συγγραφέα από τη νεότητά του στο ημιτελές διήγημα Ο αυτοκτόνος236, του οποίου το προσχέδιο χάθηκε και ξαναβρέθηκε. Ο ήρωας του διηγήματος Απόλαυσις στη γειτονιά, ο νεαρός Σακελλάριος, κάνει μια ύψιστη προσωπική υπέρβαση αδυνατώντας να ξεπεράσει τη βαρύτητα ενός συναισθήματος. Παρόμοια αναφορά γίνεται και σ’ ένα άλλο διήγημα, Το “νάμι”
235 Πρβλ. το τέλος της Αυγούστας στους Εμπόρους των Εθνών όπως και της Χαδούλας στη Φόνισσα.
236 Η εικασία του εν λόγω μελετητή πως το διήγημα αναφερόταν στην απόπειρα αυτοκτονίας του νεαρού Παπαδιαμάντη όταν επισκέφτηκε το Άγιο Όρος, πιθανόν απαιτεί εκτενέστερη έρευνα. Επίσης, ο Παπαγιώργης (2002: 95) αναφέρεται στον πειρασμό της αυτοκτονίας ως παραγματικό κι όχι ως λογοτεχνικό εύρημα που τον βασάνιζε, παραθέτοντας απόσπασμα από το διήγημα Κοσμολαΐτης: «… του επέβαλεν ο διάβολος εις τον νουν να ριφθή από … τον υψηλόν εξώστην του μοναστηρίου …». Με κάθε επιφύλαξη μπορεί να ειπωθεί ότι οι πεσσιμιστικές διαθέσεις ενός έφηβου δεν είναι ικανές και να οδηγήσουν αποκλειστικά σε ένα περιστατικό απόπειρας αυτοκτονίας. Βλ. σχετ. Λίζα Βαρβόγλη (2003: 67/11). 126
της, όπου η πέτρα του σκανδάλου θεωρείται μια κοπέλλα (Άπαντα, Το “νάμι” της, 120: «… είχε γίνει ωραία, με έν είδος κομψής και λεπτής καλλονής … με τα μαλλιά βοστρυχισμένα καμπύλα …»).
5. 3. Συμπεράσματα
Στα διηγήματα που εξετάστηκαν παραπάνω καταγράφεται δραματικά η έννοια της εσωτερικής υπέρβασης με άμεσες κοινωνικές προεκτάσεις˙ η αναφορά σε περιπτώσεις αυτοχειρίας εξαιτίας ενός ανεκπλήρωτου πόθου είναι η ενσάρκωση του ρομαντικού έρωτα. To ιδεώδες του ρομαντικού έρωτα δέσποζε στη λογοτεχνία και στη μουσική237 την εποχή του Μεσαίωνα, αν και δέχτηκε την επίδραση σημαντικών κλασσικών στοιχείων238. Στα συγκεκριμένα έργα του Παπαδιαμάντη που αναλύθηκαν σ’ αυτή την ενότητα, κυριαρχεί το φιλοσοφικό - Πλατωνικό μοτίβο, το οποίο φτάνει στη δημιουργία ενός υπερβατικού προτύπου˙ εδώ όμως διαφοροποιείται αισθητά η έννοια της υπέρβασης σε σχέση με την αναλυτική προσέγγιση στα μυθιστορήματα239, καθώς η γυναίκα εμφανίζεται ως ερωτικό αντικείμενο που με τη στάση της – εκούσια ή ακούσια – συμμετέχει στη δημιουργία του υπερβατικού προτύπου. Το ζήτημα της αυτοκτονίας που πραγματεύεται στα διηγήματα Απόλαυσις στη γειτονιά και το “Νάμι” της, είναι ένα αντι-θρησκευτικό θέμα που φαίνεται ότι δεν άφησε αδιάφορο τον Παπαδιαμάντη.
Εν κατακλείδι, η κίνηση του ερωτικού λόγου σε συνάρτηση με τη χρήση του φιλοσοφικού - Πλατωνικού μοτίβου σχεδόν καθ’ ολοκληρία ακολουθεί μια κυκλική πορεία, όπως φαίνεται και στην ακόλουθη σχηματική παράσταση˙ από την παράδοση, στην αμφισβήτηση κι από εκεί στο συμβιβασμό ή στην υπέρβαση. Ο συμβιβασμός περικλείει την έννοια της συγκράτησης της κίνησης του ερωτικού λόγου μέσα στα επιτρεπτά όρια – η κίνηση σχηματοποιείται με την απεικόνιση των
237 Μερικά θαυμαστά παραδείγματα όσον αφορά τη λογοτεχνία είναι o Ρωμαίος και Ιουλιέττα του Shakespeare, ενώ o Tristan und Isolde του Wagner στη μουσική. Βλ. σχετ. Highet (1998: 110-111).
238 Όπως του χριστιανικού ασκητισμού, του ιπποτικού πνεύματος και της Πλατωνικής φιλοσοφίας. Επίσης, ο έρωτας παραλληλίζεται με ένα στρατιωτικό οχυρό, το οποίο αλώνεται ύστερα από μακρόχρονη πολιορκία (ο. π.).
239 Βλ. σχετ. Οι Έμποροι των Εθνών, κεφ. Β΄, παρ. 4. 127
βελών μέσα και έξω από τον κύκλο - ενώ η υπέρβαση αναφέρεται στον εκτροχιασμό της κίνησης πέρα από αυτά τα όρια.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ - ΧΡΗΣΗ ΠΡΟΤΥΠΩΝ ΚΑΙ ΜΟΤΙΒΩΝ
Παραδοσιακό
πρότυπο
Φιλοσοφικό
μοτίβο
Υπερβατικό
πρότυπο
Φιλοσοφικό
μοτίβο
Οριακό
Πρότυπο
Φιλοσοφικό
μοτίβο
Σχήμα 4
128
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Πόσις και Δάμαρ: η απώλεια της Εδέμ
Το 1901 ο Παπαδιαμάντης έγραψε ένα τρίπρακτο θεατρικό διάλογο φιλοσοφικού περιεχομένου με τίτλο Πόσις και Δάμαρ240, όπου αναλύει τις σχέσεις των δυο φύλων, όπως διαμορφώνονται θεσμικά μέσω του γάμου. Ο ερωτικός λόγος προτάσσει τον εξουσιαστικό του χαρακτήρα σ’ ένα παιγνίδι φυλετικής κυριαρχίας, στο οποίο η έννοια της διαφοροποίησης των ρόλων είναι καθοριστικής σημασίας.
Κύριος σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι η διεξοδική μελέτη του συγκεκριμένου έργου για τους εξής λόγους:
α) Αποτελεί ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος και γι’ αυτό χρήζει περαιτέρω ανάλυση˙ πρόκειται για το μοναδικό διάλογο που έγραψε ο Παπαδιαμάντης.
β) Η θεματική του βάση αναφέρεται στο διαχρονικό πρόβλημα της επικοινωνίας των δυο φύλων. Η διεισδυτική ματιά του συγγραφέα καταλήγει σε μια ουσιώδη εξέταση της διαπροσωπικής σχέσης του ανδρόγυνου, που αντανακλά τις κοινωνικές αλλά και τις θρησκευτικές απόψεις του Παπαδιαμάντη για την εποχή του.
Τα βασικά ερωτήματα που προκύπτουν από την ερευνητική πορεία, συνοψίζονται στα ακόλουθα:
α) Πώς η αντιστροφή των κοινωνικών ρόλων οδηγεί στην υπέρβαση, μέσω της χρήσης των στοιχείων του μύθου και του λόγου.
β) Πώς το κριτήριο της διάκρισης των ρόλων γίνεται ο αναγκαίος μηχανισμός διατήρησης της καθεστηκυΐας τάξης και ποιός παράγοντας επιστρατεύεται για την ανατροπή της.
240 Η λέξη Πόσις αναφέρεται στο σύζυγο ενώ η λέξη Δάμαρ αναφέρεται στη σύζυγο, που είναι η δαμασμένη, η υποταγμένη. Πρόκειται για το μοναδικό έργο του Παπαδιαμάντη, όπου οι ήρωες του είναι ανώνυμα πρόσωπα που δρουν με συμβολικά ονόματα.
129
Η πρώτη σκηνή αρχίζει με το διάλογο των δυο συζύγων, ο οποίος εξελίσσεται σε έντονη λογομαχία, κατά την οποία η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται από το ανδρικό πρόσωπο επικαλείται το συναίσθημα, ενώ αντιθέτως, η γυναικεία συλλογιστική αναφέρεται στη λογική241. Η δήλωση του συζύγου για τη διεκπεραίωση των οικονομικών του υποχρεώσεων πυροδοτεί την αντίδραση της συζύγου (Άπαντα, Πόσις και Δάμαρ, 14: «… σου επλήρωσα ω Δάμαρ, την δεσποτείαν ακριβά … έσκαψα ως ασπάλαξ … την γην δια να ανακαλύψω χρυσόν και άργυρον, δια να κεντήσης τα πέδιλά σου … κατέβην εις τα έγκατα της γης να εύρω αδάμαντα, δια να έχης πόρπην … κατέδυν εις τα βάθη των θαλασσών, όπως εύρω μαργαρίτας λευκούς … δια να περισφίγγουν οφιοειδώς τον τραχηλόν σου τον θεσπέσιον … ηρεύνησα να εύρω σμαράγδους … όπως κοσμήσω δακτύλιον … δεσμόν πίστεως … έκοψα τας ρίνας δυο Ινδών, όπως αποσπάσω τους … λιθοκολλήτους κρίκους των, δια να κατασκευάσω ενώτια δια τα ώτα σου … τί άλλο απαιτείς ακόμη; …»).
Η σύζυγος αναγνωρίζει τα δώρα του συζύγου της αλλά θέτει το ζήτημα ης γυναικείας χειραφέτησης και της παροχής ίσων δικαιωμάτων. Η χρήση της λέξης ισοπολιτεία, σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη, αναφέρεται σε θέση πολιτικής ισχύος εκ μέρους του γυναικείου φύλου: «… αναγνωρίζω τας ευεργεσίας σου ω Πόσι … εν μικρόν πράγμα μου χρειάζεται … εν μικρόν διάδημα, δια την κεφαλήν … αν είσαι συ βασιλεύς, εγώ δεν είμαι βασίλισσα; … θέλω κι εγώ να συμμετάσχω των δικαιωμάτων σου, καθώς συμμετέχω των υποχρεώσεών σου … επιθυμώ να ψηφίζω … να βουλεύω … να καταδυναστεύω καιρός να μοι δοθή ισοπολιτεία …» (ο. π. , 15). Ο ισχυρισμός της συζύγου ότι η επιβολή της εξουσίας της θα στηρίζεται σε ειρηνικά μέσα, παραπέμπει στη δημιουργία ενός τύπου μητριαρχικής κοινωνίας, στην οποία δεν θα υφίσταται η χρήση της βίας και του πολέμου: «… δε θα τρέπω τους εχθρούς, θα τους ελκύω … δια των θελγήτρων … θα καταθέτωσι τα όπλα εις τους πόδας μου … εις τους πολέμους όσους διεξάγεις συ, εγώ νοσηλεύω τους
241 Φαινομενικά δημιουργείται ένα παράδοξο, το οποίο αίρεται εν συνεχεία και αφορά την αντιστροφή των παραδοσιακών στερεότυπων˙ ο άνδρας παρουσιάζεται ως φορέας συναισθημάτων και η γυναίκα ως εκπρόσωπος της λογικής.
130
τραυματίας … εγώ σπείρω αγάπην και συμπάθειαν … τ’ όνομά μου είναι ειρήνη επί της γης …» (ο. π., 15).
Η έντονη στιχομυθία που ακολουθεί, προκαλεί ρήξη ανάμεσα στο ανδρόγυνο:
Δάμαρ - «… Αγωνίζομαι κατά του πολέμου.
Πόσις - Άρα πολεμείς.
Δάμαρ - Δεν πολεμώ, αλλά ειρηνεύω.
Πόσις - Δεν πολεμείς αλλά ψευδωνυμείς. Το ψευδώνυμό σου είναι Ειρήνη. Το αληθές σου όνομα είναι Έρις, Ερινύς …» (ο. π., 16).
Η μεταφορική αναλογία που χρησιμοποιείται από το σύζυγο για να αποδείξει ότι το επιχείρημα της συζύγου του είναι αβάσιμο, θα μπορούσε να συγκριθεί με το διάλογο ανάμεσα σε δυο φίλους, ένα φιλόσοφο και ένα γέρο, στο θεατρικό έργο Ρινόκερος του Ιονέσκο242. Ο Παπαδιαμάντης αποδίδει στο γυναικείο πρόσωπο συλλογικά όλες τις ιστορικές καταστροφές και τις συμφορές που έπληξαν το ανθρώπινο γένος μετά την εσχατολογική πτώση. Φαίνεται πως δεν διαφωνεί με την άποψη που προβάλλει τη γυναίκα ως το αίτιο και το αιτιατό πολλών κακών243:
242 Το ακόλουθο απόσπασμα ανθολογείται από τη συγγραφική ομάδα της Κυριακής Αδάλογλου (1991: 20-21) στο βιβλίο του ΟΕΔΒ Έκφραση Έκθεση, του Λυκείου και πραγματεύεται τη φύση της λογικής και την παραδοξολογία που πιθανό να διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις:
Γέρος: «… Πολύ ωραίο πράγμα η λογική.
Φιλόσοφος: Υπό τον όρο να μην κάνει κανείς κατάχρησιν.
Μπερανζέ: Η ζωή είναι κάτι το αφύσικο.
Ζαν: Αντιθέτως. Τίποτα το πιο φυσικό. Και να η απόδειξη: Οι πάντες ζουν.
Μπερανζέ: Περισσότεροι είναι οι πεθαμένοι από τους ζωντανούς. Κι όλο πληθαίνουν, οι ζωντανοί μπροστά τους … σπανίζουν.
Ζαν: Πεθαμένοι δεν υπάρχουν. Ωραίο αυτό …
Μπερανζέ: Κι εγώ ο ίδιος αναρωτιέμαι αν υπάρχω.
Ζαν: Δεν υπάρχεις αγαπητέ μου και δεν υπάρχεις διότι δε σκέφτεσαι. Από τη στιγμή που θ’ αρχίσεις να σκέφτεσαι, θα υπάρχεις …».
243 Η δήλωση του αυτοκράτορα Θεόφιλου προς την Εικασία, κατά τη διάρκεια βασιλικής τελετής για την επιλογή της κατάλληλης συζύγου, είναι ιστορική: «… εκ γυναικός [ερρύη] τα φαύλα …». Η ανταπάντηση όμως της υποψήφιας νύφης περιέχει την άλλη όψη του νομίσματος: «… αλλά και τα κάλλιστα …». Αναφέρεται από τον Ταμπακέα (α. χ. : 45). 131
«… Α! έχεις πλείστα ονόματα συ! … Συ είσαι η Ελένη όλων των πολέμων, η Κλεοπάτρα – Αλκυόνη όλων των εμπρησμών και των δηώσεων, η Δαλιδά και η Ομφάλη όλων των εξανδραποδισμών …» (ο. π.). Ως τώρα θαυμάστηκε από το συγγραφέα η ομορφιά και το ήθος της γυναίκας τόσο στη μυθιστορηματική όσο και στη διηγηματογραφική του παραγωγή, εντούτοις οι αμφιβολίες, οι οποίες διατυπώθηκαν244, ενισχύονται με τον αφορισμό αυτό που θέτει τα θεμέλια μιας αντιφατικής σχέσης ανάμεσα στον δημιουργό και τις ηρωΐδες του. Ο Παπαδιαμάντης κραυγάζει για τη διαμόρφωση κάποιων ιστορικών γεγονότων, που η τύχη τους καθορίστηκε από τη στάση κάποιας γυναίκας˙ η ωραία Ελένη245 και ο Τρωϊκός πόλεμος, η Κλεοπάτρα246 και Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ίσως θα μπορούσε να προσθέσει και τη Σαλώμη. Η μυθολογική χρήση των προτύπων της Δαλιδάς247 ή της Αλκυόνης φαίνεται πως δεν διακρίνεται από την ιστορική˙ χάνεται στα βάθη των χρόνων και αποκτά μια ενιαία διάσταση. Η λογομαχία των συζύγων καταλήγει σε βίαιη επιβολή του ανδρικού νόμου δια της χειροδικίας˙ ο Πόσις ισχυρίζεται: «… μόνον δια της βίας δύναται τις να άρξη σου …» (ο. π.).
Η δεύτερη σκηνή αποτελείται από ένα συμβούλιο κεκλυσμένων των θυρών μεταξύ των συγγενών του ζεύγους, οι οποίοι προσπαθούν να αποδώσουν
244 Κυρίως αφορούν τη στάση των ηρωΐδων που ανήκουν στο υπερβατικό πρότυπο, όπως της Αυγούστας, βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, παρ. 3.
245 Για τη συμβολική ερμηνεία των μύθων, βλ. σχετ. Παπαχατζή (1971: 154). Αναφέρεται η θεώρηση του φυσικού φιλοσόφου Μητρόδωρου, μαθητή του Αναξαγόρα, που παρουσίαζε την Ελένη του Τρωϊκού πολέμου ως προσωποποίηση της γης και τον Πάρη που την απήγαγε ως τον αέρα. Ακόμη, πρβλ. το άρθρο του Lambert (1990: 14). Η Ελένη του Ευριπίδη (στίχος 582) όμως απομυθοποιεί το πρότυπο της ωραίας Ελένης, όπως τουλάχιστον, είναι γνωστό: «… Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ’, αλλ’ είδωλον ην …». Το μοτίβο αυτό εμπνέει τον Σεφέρη να γράψει τη δική του Ελένη (1953): «… Αν είναι αλήθεια / πως κάποιος άλλος Τεύκρος … / Πρίαμος ή Εκάβη … / είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια … / πως τόσος πόνος τόση ζωή / πήγαν στην άβυσσο / για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη …». Το ποίημα συγκαταλέγεται στη συλλογή Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν (1955) και συμπεριλαμβάνεται από τη συγγραφική ομάδα του Γρηγοριάδη (1997: 219) στο σχολικό εγχειρίδιο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α΄ Λυκείου. Επίσης, ανθολογείται στη συλλογή Ποιήματα, Σεφέρης (2000: 239-242).
246 Βλ. σχετ. Kary (1960: 117-118).
247 Για το συμβολισμό της κουράς των μαλλιών, πρβλ. Alexiou (2002: 372).
132
δικαιοσύνη. Η πλειοψηφία των συγγενών αποφαίνεται για την ενοχή της συζύγου όπως φαίνεται ακολούθως:
- Πενθερά «… Η νύφη μου αμαρτάνει … δε βλέπω εις τί πταίει ο Πόσις …» (ο. π.). Μόνο ένας εκ των συγγενών δηλώνει ουδετερότητα ενώ ένας άλλος καταδικάζει τη συμπεριφορά του συζύγου:
- Αδελφιφή «… νομίζω ότι πταίουν και τα δυο μέρη˙ ο θείος πταίει και η θεία αμαρτάνει …»
- Κηδεστής «… κατ’ εμήν γνώμην, ο Πόσις πρέπει να τεθή υπό κηδεμονίαν˙ προς τούτο συνήλθομεν …» (ο. π., 17).
Τα ενδιαφερόμενα μέλη εισέρχονται τελευταία στη σκηνή για να διαλύσουν το άτυπο συμβούλιο που διεξάγεται ερήμην τους, με μια κοινή δήλωση, που αποτελεί τη μοναδική τους εφαπτομένη:
- Πόσις «… Ακούσατε, ω αγχιστείς, έκαστος εξ ημών ας φροντίση πρώτον … τον εαυτόν του …»
- Δάμαρ «… Εκάστη εξ ημών … ας φροντίση πρώτον να συμμορφώση τον ίδιον αυτής Πόσιν και είτα να φροντίση δια τους ομαίμονας …» (ο. π. ).
Η τελευταία πράξη συμπληρώνει την πρώτη˙ η συμφιλίωση ξεκινά από τη μεριά του συζύγου με όλες τις αγαθές προθέσεις: «… Οπόσον σε στέργω, ω Δάμαρ … ας γίνη εν η πνοή σου με την πνοή μου … Σου είπα κακόν τι, ω γύναι, σ’ ελύπησα; ω σύγνωθι. Ας πίωμεν την Λήθην ομού …» (ο. π.). Η γυναίκα θέτει σε εκκίνηση τους μηχανισμούς της δολιότητας για την επίτευξη του στόχου της: «… Άκουσον˙ την ημέραν καθ’ ην σ’ εφίλευσα εις τον Παράδεισον τον εύχυμον εκείνον καρπόν, ελησμόμησα να σε κεράσω εν ποτήριον δια να τον χωνεύσης … τούτο είναι κράμα απ’ όλα τα φίλτρα … τας χειραφετήσεις και τας ουτοπίας … απ’ όλας τας μαγγανείας και τας αλχημείας …» (ο. π. ). Ως μια νέα Εύα248 επιτυγχάνει
248 Ενδιαφέρουσα είναι η θεωρητική άποψη του Γρηγόριου του Νανζιανζηνού (4ος αι. μ. Χ) για το προπατορικό αμάρτημα: «… ήμαρτεν η γυνή, τούτο και ο Αδάμ˙ αμφοτέροις ο όφις ηπάτησεν … αμφοτέροις σώζει ο Χριστός τοις πάθεσιν. Υπέρ ανδρός σαρξ εγίνετο; τούτο και υπέρ γυναικός …». Το ανθολογεί η Ζαμάρου ( 1997: 191). Ο Milton (1974: 714-719) υιοθετεί τη Φροϋδική άποψη, κατά την οποία το φίδι συμβολίζει την εσωτερική φωνή της Εύας, η οποία αντιπροσωπεύει τον πειρασμό. Ο Αδάμ δεν κρίνεται ένοχος καθώς «… the moral superiority of the self-sacrificial Adam stands out against the deadly delight of Eve ...». Πρβλ. Kimmelman (1996: 17-26) όπου το φίδι είναι 133
την τελική επικράτηση δια της πλάνης: «… όταν εφάγαμεν ομού του καρπού εκείνου, εμάθομεν να γνωρίζομεν το πονηρόν και το αγαθόν, [sic] και συνείδομεν ότι γυμνοί είμεθα … Όταν πίωμεν ομού το ποτήριον τούτο, θα μάθωμεν να συγχέωμεν το πονηρόν και το αγαθόν, [sic] και τον ήττονα λόγον κρείτονα να ποιώμεν … θα έχωμεν την γύμνωσιν ως καλλίστην περιβολήν, [sic] και θα είμεθα ανώτεροι της αιδούς …» (ο. π.). Το γυναικείο πρότυπο που τονίζει ο Παπαδιαμάντης εδώ, συμβαδίζει με την εικόνα της πρωτόπλαστης γυναίκας, όπως διασώζεται στη χριστιανική παράδοση. Σύμφωνα με την Deirdre Botha (1999: 1, 5, 11) η αιτιολογική χρήση των προτύπων τόσο της Βιβλικής Εύας249 όσο και της μυθολογικής Πανδώρας250, καθώς και τα κοινά χαρακτηριστικά τους σταθεροποιούν τη θέση της γυναίκας σε μια πατριαρχική κοινωνία και στρέφουν τη γυναικεία λιβιδινική ορμή προς το ιδανικό της μητρότητας. Το λειτουργικό πρότυπο της Εύας αλλά και της Πανδώρας, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Harris – Platzner (1998: 40-43), παραπέμπει σε μια θεωρητική θέση του Jung (1874-1961)251 κατά την οποία συνυπάρχουν τα θετικά αρχέτυπα της μητέρας- συζύγου μαζί με τα αντίστροφά τους, της κακής μητέρας – συζύγου. Όπως
το alter ego της Εύας. Η ίδια εκδοχή παρατηρείται και στη φημισμένη νωπογραφία του Michelangelo (1510), H πτώση του Αδάμ και της Εύας που βρίσκεται στο παρεκκλήσι της Capella Sixtina˙ ο όφις εικονίζεται με γυναικεία μορφή και εκπροσωπεί το κάτοπτρο της Εύας. Ομοίως, το ποτραίτο της Εύας δεν διαφοροποιείται αισθητά και στον πίνακα του Hugo van der Goes (1470), O πειρασμός που βρίσκεται στο Μουσείο ιστορίας της Τέχνης, στη Βιέννη. Τα εικαστικά αυτά παραδείγματα, όπως ακόμη ένα άλλο που αφορά τον πίνακα του Jean Cousin , Eva Prima Pandora, καταγράφονται από την Botha (1999: 10). Επίσης, εκτενή αναφορά γίνεται από τον Gombrich (1994: 232) για το εν λόγω έργο του Michelangelo.
249 Για τo όνομα της Εύας γίνεται λόγος στη Γένεση (3: 20) καθώς «… διότι αυτή ήτο μήτηρ πάντων των ζώντων …». Η αναφορά είναι από την Αγία Γραφή (1993).
250 Για τη δημιουργία της Πανδώρας (αυτή που έχει όλα τα δώρα), βλ. σχετ. Ησίοδου ( 8ος / 9ος αι. π. Χ. ) : 47-105), Έργα και Ημέρες. Επίσης το συμβολισμό του παραπάνω μύθου ερμηνεύει ο Athanassakis (1983: 45) καθώς και ο Phipps (1988: 37).
251 Η ερμηνεία ενισχύεται με τη χρήση των εννοιών anima – γνώση-σοφία / animus – επιβίωση, για την γυναικεία και ανδρική φύση αντίστοιχα. Το αναφέρει και ο Ηighet (1988: 690-691), ο οποίος υιοθετεί την άποψη του Jung και αναλύει πώς οι μυθικοί ήρωες γίνονται προβολές των πόθων και των ελπίδων της ανθρωπότητας.
134
παρατηρούν οι Panofsky (1978: 14), το κουτί της Πανδώρας απελευθέρωσε όλες τις συμφορές για τις οποίες το ανθρώπινο γένος θεωρείται υπεύθυνο.
Ο Παπαδιαμάντης λοιπόν συνηγορεί στην ενίσχυση της θέσης αυτής, τόσο από μυθολογικής προσέγγισης, όπως εξετάστηκε παραπάνω, όσο και από θεολογικής252. Η παραπλάνηση του συζύγου για την επιστροφή τους στην προ-πτωτική κοινωνία δεν ταυτίζεται μόνο με την απώλεια της ανδρικής κυριαρχίας αλλά και με την απώλεια της Εδέμ. Η σύζυγος θριαμβολογεί αμέσως μετά την πόση του μαγικού ελιξήριου από το σύζυγο: «… Τώρα εγώ είμαι η πόσις και συ ο … πότης …», ενώ εκείνος μάταια αναρωτιέται: «… Πότε θα έλθη η έγερσις; …» (ο. π.,). Για το γυναικείο πρόσωπο η νίκη είναι το ζητούμενο της αναμέτρησης για την αντιστροφή των ρόλων, όπως εκδηλώνεται μέσα από τη διαπροσωπική σχέση των δυο συζύγων (χρήση του λόγου)˙ η ρήξη αυτή γενικεύεται σε μια καθολική σύγκρουση των δυο φύλων. Το κριτήριο της διάκρισης των ρόλων συμβάλλει κατ’ ουσίαν στη διατήρηση της κοινωνικής ισορροπίας˙ η αμφισβήτηση, που αποσκοπεί στην ανατροπή, εκφέρεται εκ μέρους του γυναικείου προσώπου. Στον Παπαδιαμαντικό κόσμο γεννιέται μια ρωγμή από τη στιγμή που η γυναίκα παύει να είναι αποκλειστικά το πρότυπο μιας Πλατωνικής αναζήτησης και ταυτίζεται με δαιμονικές δυνάμεις. Οι προηγούμενες νύξεις του συγγραφέα253 χαρακτηρίζονται από οξυδέρκεια σε κοινωνικό επίπεδο, με το Πόσις και Δάμαρ όμως πιστοποιούνται και σε θεολογικό υπόβαθρο. Έτσι, η χρήση του μύθου ως εναλλακτικής αλληγορικής τεχνικής κινείται αποφασιστικά προς την υπέρβαση με πλήρη απουσία των λογοτεχνικών μοτίβων που παρατηρούνται στην υπόλοιπη εργογραφία του. Πιθανό να χρειάζεται αυτή η βάση για να στηριχτεί η χρήση του υπερφυσικού στοιχείου στην κοινωνία της εποχής του ως αντιστάθμισμα της γυναικείας φύσης απέναντι στα δεσμευτικά κριτήρια που επιβάλλει ο κοινωνικός της ρόλος.
252 Βλ. σχετ. Γένεση (2: 20-22) καθώς και (3: 21-24).
253 Πρβλ. Κεφ Α΄, παρ. 2, για τα χαρακτηριστικά της καθημερινής ζωής της εποχής του Παπαδιαμάντη καθώς και Κεφ. Γ΄, παρ. 2, τα διηγήματα Αποκριάτικη Νυχτιά και Ο Καλόγερος.
135
ΜΕΡΟΣ Β΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
1.
ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΙΚΟΣ ΠΑΓΑΝΙΣΜΟΣ: Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΥΠΟΒΟΛΕΑΣ
1. 1. H Παπαδιαμαντική φύση
Η φυσιολατρία του Παπαδιαμάντη είναι ένας αποφασιστικός παράγοντας που συνεισφέρει στη δημιουργία μιας λυρικής ατμόσφαιρας στα έργα του (Στεργιόπουλος, 1979: 260-264). Το φυσικό στοιχείο αντιπροσωπεύει γι’ αυτόν την αγνότητα, τον κόσμο της παιδικής αθωότητας στη Σκιάθο, όπως παρέμεινε αναλλοίωτος και δεν υπέστη καμιά φθορά από το πέρασμα του χρόνου. Τοποθετεί τους ήρωές του μέσα σ’ ένα κοινωνικό πλέγμα και κατόπιν ιερουργεί μαζί τους στη φύση (Ιωάννου, 1985: 14). Κατ’ επέκταση, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι νοσταλγικές του διαφυγές είναι το καθαρτήριο του ερωτικού λόγου.
Σ’ αυτό το κεφάλαιο εξετάζεται η χρησιμότητα των ακόλουθων στόχων:
α) Η δυναμική σχέση του τριγώνου φύση-γυναίκα-ερωτικός λόγος στα μυθιστορήματα και στα διηγήματα που ήδη αναλύθηκαν παραπάνω254.
β) Η επίδραση των συστατικών στοιχείων της νατουραλιστικής τεχνικής που δρουν καταλυτικά στη διευκόλυνση του πρώτου στόχου.
Κατά τη διαδικασία έρευνας προέκυψαν οι ακόλουθοι προβληματισμοί:
α) Κατά πόσο υπάρχει κάποια ιδιαιτερότητα που διακρίνει την Παπαδιαμαντική νατουραλιστική τεχνική του ερωτικού λόγου από παρόμοιες λογοτεχνικές περιγραφές άλλων συγγραφέων.
β) Κατά πόσο η στάση του Παπαδιαμάντη απέναντι στη φύση μπορεί να χαρακτηρισθεί οικολογική.
254 Βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, Γ΄.
136
γ) Πού τελειώνει η θεολογική θεώρηση της φύσης και πού αρχίζει η υπερφυσική σχέση.
Στον Παπαδιαμάντη συχνά το κέντρο βάρος του έργου του μοιάζει να πέφτει περισσότερο στον εξωτερικό κόσμο παρά στον εσωτερικό. Όπως διαπιστώνει ο Στεργιόπουλος (1979: 265), η φύση αν και θεωρείται από τον συγγραφέα θείο δημιούργημα εντούτοις υπόκειται σε καθολική διάβρωση˙ εμφανίζεται συμβολοποιημένη, μέσα από την αφήγηση των αναμνήσεων και των εμπειριών – ενίοτε επεισοδιακών - που συνθέτουν τη πλοκή των έργων. Έτσι, ο εξωτερικός κόσμος γίνεται Παπαδιαμαντικός. Σύμφωνα με τον Ιωάννου (1985: 25), η κλίση του Παπαδιαμάντη προς τη φύση δεν σταματά σε μια στατική απεικόνιση βουκολικών σκηνών ούτε υπαγορεύεται από μια ρομαντική διάθεση αλλά είναι η ίδια του η ζωή, όπως την πρωτοαντίκρυσε στα παιδικά του χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στη Σκιάθο και όπως την ανακαλούσε στη μνήμη κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα. Η άποψη αυτή εκφράζεται με ζέση και από τον Πολίτη (2001: 1): «… Θάλασσαν άλλη, ασύλληπτος, φανταστική περιβάλλει την θερμήν του γην, όπου το χώμα γελά, τα δέντρα ομιλούν, οι σπηλιές μύρονται, τα λουλούδια αστράφτουν …». Επίσης, σε μια σωζόμενη μαρτυρία ο Καρκαβίτσας (2000: 13), αναφέρεται σε μνήμες από μια επίσκεψή του στη Σκιάθο και στη συνάντησή του με τον Παπαδιαμάντη κατά τη διάρκεια ιατρικής περιοδείας˙ περιγράφει χαρακτηριστικά: «… Βουνάκια, ρεματιές … γεφυράκια, βρυσούλες, εξωκκλησάκια. Οι ελιές, οι συκιές, όλα τα φύλα και τα φύτρα σαν γιαπωνέζικα κομψοτεχνήματα … όμορφη είναι η Σκίαθος του Θεού˙ μα η Σκίαθος του Παπαδιαμάντη μου φαίνεται ομορφότερη …». Στη σημερινή εποχή όμως, όπως φρονεί ο Μπαρδάκης (2003: 18), η προσέγγιση της φύσης και ειδικά της Σκιάθου γίνεται τουριστικά, διαφημιζόμενη ως μια άψυχη σκηνογραφία που προσφέρεται για μια σύντομη γεύση στο θεατή. Υπό το πρίσμα αυτό, η Παπαδιαμαντική θέαση της φύσης απαιτεί κατάλληλες προϋποθέσεις για να τη γευτεί ο σύγχρονος άνθρωπος, όπως αφαίρεση του διανοητικού του οπλισμού και επιστροφή στην 137
απλότητα μιας άλλης εποχής, όπου η ζωή ήταν δύσκολη αλλά περισσότερο ανθρώπινη255.
Βεβαίως, υπάρχουν αρκετοί συγγραφείς256, που ενσωματώνουν το φυσικό περιβάλλον στην τεχνική της διήγησης ή της ποιητικής δομής, ως μέσο χαλάρωσης και διαφυγής του σύγχρονου ανθρώπου. Επίσης, κάποιοι άλλοι λογοτέχνες257, βλέπουν τη φύση μέσα από το παράθυρο ενός αστικού σπιτιού. Η νεότερη αστική λογοτεχνία258 δεν παρουσιάζει την ίδια εξοικείωση με τη φύση˙ αντίθετα η πόλη μετατρέπεται σε φυσικό περιβάλλον. Ο άνθρωπος απολαμβάνει τις ανέσεις του ευ ζην αλλά παραμένει έγκλειστος φυσικά και συναισθηματικά. Για τον Παπαδιαμάντη η ζωή στην πόλη είναι δυσβάσταχτη και κλεισμένη σε στενούς ορίζοντες επειδή ακριβώς είναι απομακρυσμένη από τη φύση και κατ’ επέκταση από τον Θεό (Ιωάννου, 1985: 26). Στο διήγημα Αποκριάτικη νυχτιά γίνεται μνεία για το περιβάλλον που ζουν οι αστοί (Άπαντα, Αποκριάτικη νυχτιά, 301: «… Δεν ήτο δρόμος, ήτο αυλή, παμπάλαιος, ευρεία, ακανόνιστος, με τους τοίχους υψηλούς
255 Περισσότερα στοιχεία για την καταγραφή της Σκιαθίτικης φύσης και κοινωνίας, βλ. σχετ. Οικονόμου (1979: 23-34).
256 Λ.χ. ο Βενέζης ( 1967: 13, 41-43, 65-66), (1971: 72-75) και ο Μυριβήλης (1956: 16-17). Το αναφέρει και ο Ιωάννου (1985: 26).
257 Ο Σεφέρης (2000: 81), στο ποίημα Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη γράφει: «… οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης δε θα γνωρίσουν / ποτέ τη δροσούλα που κατεβαίνει στην Κηφισιά / μα οι δυο καμινάδες που μ’ άρεσαν στην ξενιτιά πίσω / απ’ τα κέδρα, γυρίζουν πάλι …». Επίσης, ο Ρίτσος (1984: 50), στη Σονάτα του σεληνόφωτος λέει: «… τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα / είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν / σα στρογγυλά, μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών, / τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες / φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου …». Εξαιρείται η ποίηση του Ελύτη (1991: 24), αν και ο ίδιος ήταν αστικής καταγωγής˙ στο Χωρίς γιασμάκι γράφει: «… επάνω στα νερά μα ο έρωτας φάνηκε στα γείσα / είναι αυτός που νικούσε και σε μάγουλο εννύχευε / την ώρα που… / από τα αρτεσιανά των υακίνθων μόσχος / ολονύχτιος έφτανε …/ περιχυνόταν η ομορφιά γυμνή σαν ένα μόνο διαμάντι …». Οι παραπάνω ποιητές αναφέρονται από τον Ιωάννου (1985: 26-27), δίχως να παραπέπονται όμως τα σχετικά χωρία.
258 Ομοίως (ο. π.), ο Ταχτσής (1986: 23), ο Σαμαράκης (1979: 7, 60-61). Επίσης και η Σώτη Τριανταφύλλου (2002: 130). 138
αλλ’ ανίσου ύψους, περιβάλλουσα μίαν των παλαιοτέρων οικιών παρά την ανέρπουσαν εσχατιάν της αρχαίας πόλεως, προς την Ακρόπολιν …»).
1. 2. Φύση – γυναίκα – ερωτικός λόγος
Τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν τη φορμαλιστική φυσιολατρική τεχνική του Παπαδιαμάντη είναι στατικά: οπτικά (βουνά, δέντρα, θάλασσα, σελήνη), ακουστικά (τραγούδια, αναστεναγμοί, θρόϊσμα φύλλων, κελαηδισμοί πουλιών, ρυάκια) και χρονικά (ηλιοβασίλεμα, νύχτα). Επίσης, τα αισθητήρια της όσφρησης (μυρωδιές λουλουδιών-δέντρων) συμμετέχουν εξίσου ως τεχνικά μέρη. Τα μοτίβα αυτά σε σχέση με την αφηγηματική λειτουργία του χρόνου259 και του μεταφορικού λόγου260 υποβοηθούν στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου ύφους που ο Καλοσπύρος (2001: 23) ονομάζει εράσμιο261. Στα έργα που αναλύονται παρακάτω -ακαλουθείται η χρονική σειρά από τα μυθιστορήματα στα διηγήματα – κοινά στοιχεία είναι όλα τα προαναφερθέντα.
Στη Μετανάστιδα η έκφραση του ερωτικού λόγου συνυπάρχει με το ρομαντισμό μιας γκροντέσκο περιγραφής, της αρχής και του τέλους του έργου, όπου ο θάνατος κάνει αισθητή την παρουσία του ως επακόλουθο είτε της φυσικής μοίρας των ανθρώπων είτε της προεπιλογής (Άπαντα, H Μετανάστις, 5, 15, 129: «… Ο τρόμος και ο θάνατος εφαίνοντο ότι διένειμαν προς αλλήλους το επί της πόλεως κράτος … μακρόθεν αντήχει ο σκληρός εκείνος κρότος της δικέλλης κατά
259 Βλ. σχετ. την αξιόλογη μελέτη της Φαρίνου-Μαλαματάρη (2000: 24-28). Η έννοια της τμηματικής αποδέσμευσης πληροφοριών σε σχέση με τη χρονική αναδρομή που αναλύει η παραπάνω ερευνήτρια, αναφέρεται και από την Χρυσομάλλη – Henrich (1997: 213-214).
260 Για την ανάλυση του Παπαδιαμαντικού ύφους, ο Μαντάς (1994: 32-38) παραθέτει ενδιαφέροντα στοιχεία.
261 Βλ. σχετ. Κεφ. Γ΄, παρ. 2. Επίσης, πρβλ. Τριανταφυλλόπουλου (1991: 34) και (1996: 27-29). Για τη διερεύνηση του Παπαδιαμαντικού ύφους, αξιόλογη κριτική ασκεί ο Χριστοδούλου (1979: 58) με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του Λορεντζάτου (1978: 29) με τίτλο Αρχαίοι κριτικοί. Ο Καλοσπύρου αναφέρεται στην αποκωδικοποίηση του λόγου του Παπαδιαμάντη με βάση την αρχαία λογοτεχνική κριτική – γίνονται παρόμοιες παραπομπές στην παρούσα μελέτη, όπου είναι αναγκαίο - η οποία στηρίζεται στα συγγράμματα των Lee Too (1998: 45), Russel (1981: 19) και Atkins (1952: 26). 139
των εν τοις σπλάχνοις της γης λίθων, κρότος σπαράττων την ψυχήν … [η Μαρίνα] ανεπαύθη ταπεινή και άγνωστος παρά τους πόδας του Κυρίου, προσδοκώσα τον ήχον της σάλπιγγος …»). Στη μοναδική σκηνή που αναφέρεται στη σχέση φύση-γυναίκα-ερωτικός λόγος, χρησιμοποιείται το μοτίβο του νυκτερινού κομού που τραγουδά η πρωταγωνίστρια στον κήπο του σπιτιού της το βράδυ των αρραβώνων με τον Ζέννο: «… η ορφανή και ο Ζέννος εκάθησαν υπό τα δέντρα και ανέπνεον τον ευώδη νυκτερινόν Ζέφυρον … ηκούσθη τότε … σιγανόν τί άσμα ως ο ψίθυρος των φύλλων, ως δειλόν κελάδημα πτηνού κεκρυμμένου υπό το φύλλωμα …» (ο. π., 79).
Στη Γυφτοπούλα η σχέση φύση-γυναίκα-ερωτικός λόγος παρουσιάζει μια κυκλική πορεία που εξελίσσεται σε υπαρξιακή σχέση διότι αφορά ολόκληρη τη ζωή της Αϊμάς, από τη γέννηση μέχρι το θάνατό της. Η εγκατάλειψή της από τον Πλήθωνα και η απόπειρα θανάτωσής σε βρεφική ηλικία συνδέεται με την άγρια φύση της ορεινής Λακωνίας (Άπαντα, H Γυφτοπούλα, 345-347: «… Είχεν ακούσει [ο Πλήθων] ελαφρόν τινά κρότον, ον αποτέλεσαν βεβαίως τα φύλλα υπό του ανέμου σειόμενα … εν τω σκότει της νυκτός … υπέρ τον πίπτοντα καταρράκτην, όστις αν δεν είχεν αρκετόν βάθος προς πνιγμόν, είχεν όμως αρκετόν ύψος προς κατασύντριψην ασθενούς πλάσματος … οι ολολυγμοί της κόρης αντήχουν κατανυκτικοί …». Ο μικρόκοσμος της Αϊμάς κατά τη διάρκεια των παιδικών και εφηβικών της χρόνων, στο σπίτι των γύφτων όπου μεγαλώνει, είναι ο κήπος με τα λουλούδια: «… Μεταξύ των δυο υψηλών βράχων ανεκάλυψεν ως εκ θαύματος γην … εφύτευσε διάφορα δέντρα και ευώδη φυτά, βασιλικούς, καρυόφυλλα, ηδυόσμους … πάντες … ηνηγκάσθησαν να σέβωνται το έργον τούτο των χειρών της …» (ο. π., 393). Επίσης, η απαγωγή της από το μοναστήρι, στο οποίο βρήκε προσωρινά καταφύγιο, γίνεται ώρα νυκτερινή και η οδοιπορία με τον απαγωγέα της σκηνοθετείται στο βουνό: «… Ότε ο Σκούντας και η Αϊμά εξήλθον του μοναστηρίου, σκότος βαθύ επεκράτει υπό τον ουρανόν … σφοδρός άνεμος εσύριζε δια μέσου των δέντρων … η καταιγίς προηγγέλετο …» (ο. π., 398). Η χρήση των μοτίβων του βουνού, των δέντρων και της νύκτας εμπεριέχει ένα άλλο φυσικό στοιχείο, που καθορίζει την τύχη της πρωταγωνίστριας αλλά και προαναγγέλλει τη 140
συμβολική πτώση του Βυζαντινού κόσμου262˙ την παγανιστική σπηλιά του Πλήθωνα «… στέγη ανώμαλος και μαυρισμένη … ραγάδες και εξοχαί εις τας άκρας … τεμάχια κιόνων … τοιούτον ήτο το μέλαθρον του φιλοσόφου … λίθινοι ανθρώποι … ακίνητοι και βλοσυροί …» (ο. π., 634).
Στη νουβέλα Χ. Μηλιόνης, η περιπέτεια της Βασίλως είναι συνυφασμένη με τη φύση˙ η απαγωγή της λαμβάνει χώρα στο βουνό (Άπαντα, Χ. Μηλιόνης, 15-16: «… είχε διαβεί ήδη την κρημνώδη ατραπόν … ο ήλιος εμεσουράνη … η νέα ασθαίνουσα έστη όπως ανασηκώση μικρόν … το κράσπεδον της εθήτος της …εφάνη ο … ποδήρης χιτών …καλύπτων τας ευμελείς κνήμας … αίφνης ελεφρός θόρυβος ηκούσθη όπισθεν των φύλλων … η νέα αφήκεν κραυγήν …»). Η απόδραση και η διαφυγή της από το χαρέμι την οδηγούν στην ασφάλεια του βουνού, κοντά στο αρχηγείο του νονού της: «… ότε ο στρατός απεμακρύνθη εκ της πόλεως, [sic] και ανέπνευσε τον αέρα του βουνού, ανέλαβε θάρρος … εις το λημέρι του Χ. Μηλιόνη πάντες εκοιμώντο … εις το σκότος διεγράφοντο υψίκορμοι έλατοι … ηκούετο μεμεκρυσμένος ο μορμορυσμός του ρύακος και … ο μονότονος μινυρισμός του γκιώνη, θρηνούντος τον αδελφόν του … εις το χωρίον Πευκάκια, όπου είχε καταφύγει η Βάσω, απήλθεν ο Νίος την επαύριον …» (ο. π., 55, 59, 75).
Στη βλαχοπούλα, η περιγραφή του βουκολικού τοπίου ανάγει τον ερωτικό λόγο σ’ ένα στοιχείο που απαρτίζει την ύπαρξη ενός κόσμου θεϊκά πλασμένου (Άπαντα, Η βλαχοπούλα, 374: «… Το οροπέδιον, όλον ηλιοφεγγές … τα δέντρα όλα και οι θάμνοι ανθούντας εστεφάνουν λόφους και κοιλάδας … εκείνη τη στιγμή εφάνη … μια κόρη … με τας πλεξίδας μακράς, κρεμασμένας έως την μέσην … με τα στέρνα εύκολπα … ήλλαξε την προβατίναν … ρίπτουσα βλέμματα τριγύρω εις τους λόφους … εννόει τί θα ειπή το Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε…και είχεν ακούσει ποτέ το Ουκ ελάτρευσαν την κτίσιν παρά τον Κτίσαντα …»).
Παρόμοιο το σκηνικό που στήνεται στο Θέρος-έρος για να στεγάσει τον έρωτα του νεαρού ζευγαριού (Άπαντα, Θέρος-έρος, 184, 186: «… [η Ματή ] εφόρει λεπτόν λευκόν μανδήλιον … ο λαιμός της ήτο ορατός όλος κάτω του βρόχθου … μεθυστικόν άρωμα ανήρχετο από των απειραρίθμων ανθών, οι φράκται
262 Βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, 3. 141
των αμπέλλων έθαλλον με την αγριαμπελιά … τινές των αγρών εφαίνοντο αιμάσσοντες εις τας πρώτας ακτίνας του ηλίου υπό χιλίας μυριάδας παπαρούνας …[τα παιδιά] ανεζήτουν τον Μάη και το λυσσόχορτον … ακούσιοι ειδωλολάτραι, διασώζοντες ασυνείδητον την λατρείαν της φύσεως …»).
Στην Αγάπη στον κρεμνό η περιγραφή της φύσης είναι υποβλητική (Άπαντα, Αγάπη στον κρεμνό, 304-308: «… ο ναΐσκος του Αρχαγγέλου προέβαλλε λευκός … κάτω της αποτόμου κορφής του βουνού … το ιερόν βήμα, με την μικράν χιβάδαν του, προέκυπτεν ως μέτωπον αγνόν και θείον … εις τους πόδας της χιβάδος ανέβλυζεν η … δροσερά βρύσις … το γαϊδουράκι … ήρχισε ν’ αρπάζη με το ρύγχος του τα … χόρτα … ο ταύρος ήτο τεράστιος, σπάνιον δείγμα … κισσοί και περικοκλάδες ανείρπον περί τη στέγη μας … εφαίνετο η φωλέα εκείνη ως άλλη αιώρα …»).
Η τρισυπόστατη σχέση φύσης-γυναίκας και ερωτικού λόγου ενισχύεται από την ενσωμάτωση του μοτίβου της θάλασσας, ο ρόλος του οποίου καθορίζεται από τη δράση του γυναικείου προσώπου. Στους Εμπόρους των Εθνών, η γνωριμία της Αυγούστας και του Μάρκου Σανούστου προβάλλεται σ’ ένα νυκτερινό μυστηριώδες σκηνικό˙ στο στοιχειωμένο πύργο του κόμη Πραγότση263 (Άπαντα, Οι Έμποροι των Εθνών, 149, 151: «… εντεύθεν εσχηματίζετο φοβερός κρημνός, εις ου την καταμέτρησιν απέκαμνε το βλέμμα … η ανατέλλουσα σελήνη επηργύρου τα φωσφορίζοντα κύματα και τους απειλητικούς βράχους … ο γογγυσμός των νυκτικοράκων αντήχει από καιρού εις καιρόν μελαγχολικός και μονότονος από του εγγύς δάσους …»). Η συγχώνευση των παραπάνω οπτικών και ηχητικών στοιχείων συμβάλλει σ’ ένα υποβλητικό σκηνικό, που μεταβάλλεται και συμβολοποιείται κατά τρόπο Σαιξπηρικό264˙ oι εναλλαγές της φύσης265 ταυτίζονται με τη θυμική διάθεση της ηρωΐδας (Τριανταφυλλόπουλος, 2001: 88)
263 Επίσης, βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, παρ. 3.
264 Λ. χ. στη θεατρική απόδοση των Σαιξπηρικών έργων Όνειρο θερινής νυκτός, από το Θεσσαλικό θέατρο (1998) καθώς και στο Χειμωνιάτικο παραμύθι, επίσης από την ίδια θεατρική σκηνή (1999).
265 Η συμμετοχή της φύσης είναι κοινός τόπος και στα δημοτικά τραγούδια. Πρβλ. Ο θάνατος του Διγενή: «… Κι επήγαν και τον ηύρανε στον κάμπο ξαπλωμένο / Βογκάει, τρέμουν τα βουνά, βογκάει, τρέμουν οι κάμποι …». Το ποιήμα ανθολογείται από τη συγγραφική ομάδα του Γρηγοριάδη (1996: 330), στο σχολικό εγχειρίδιο Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Β΄ Γυμνασίου.
142
στην τελευταία πράξη, όπου το ρυάκι συμμετέχει ως ενεργό πρόσωπο στην εξέλιξη του έργου: «… ητοιμάζετο [η Αυγούστα] να εισέλθη εις το μονοπάτιον το φέρον εις τον μέγαν λιμέναν … πού διευθύνετο; [το ρυάκι απαντά] … τούτο με ωθεί προς τα μπρος, αγνοώ πού … όστις με εκάλεσε εκ του βράχου φρονώ ότι θα είναι ο οδηγός μου … [ο συγγραφέας αναρωτιέται] αν ο ρύαξ ομιλή ούτω, τι θα είπη ο χείμαρρος ο πλήθων εν καιρώ χειμώνος … ο καταρράκτης ο καταφερόμενος μεθ’ ορμητικού πατάγου … ανθρώπινην φωνήν δεν δύναται να εμηνεύση δια φθόγγων τί θα είπωσιν …» (ο. π., 291
Η φυσική διάσταση του χρόνου μετατρέπεται σε συμβολική˙ αναφέρεται σε ώρα νυκτερινή για την οποία ο Παπαδιαμάντης σημειώνει ειρωνικά: «… η νυξ είναι η σκοτεινή και απαισία σύμβουλος των δυστυχών, κατά την νύκτα δε η φαντασία πολλαπλασιάζεται, το δε λογικόν αποδημεί εις την χώραν των ονείρων – νύκτα καθ’ ην δεν ηδύνατο πλέον να υποφέρη εαυτήν, εγερθείσα [η Αυγούστα] επορεύθη εις συνάντησιν εκείνου …» (ο. π., 300).
Η σχέση φύση-γυναίκα–ερωτικός λόγος ακολουθεί μια φθίνουσα πορεία, η οποία έχει μοιραία κατάληξη˙ το μοτίβο της θάλασσας είναι το φυσικό σκηνικό πάνω στο οποίο στήνεται το τέλος: «… [η Αυγούστα] είχεν αναβή … εις την ναυαρχίδαν του Σανούστου. Η έρημος αύτη γαλέρα της εφαίνετο ως τάφος … ήτο η λύσις του αινίγματος όπερ είχε προτείνει αυτή το πεπρωμένον της … αν έμελλε να εύρη τον θάνατον … ήτο δικαιοσύνη από πολλού καθυστερούσα …» (ο. π., 333). Η περιγραφή της φύσης δημιουργεί ένα υποβλητικό σκηνικό ποιητικής ενορχήστρωσης, στο οποίο το φυσικό περιβάλον συμπάσχει με τις περιπέτειες της ηρωΐδας: «… οι χλευαστικοί κρότοι της τρικυμίας ηκούοντο εκείθεν ενούμενοι με τους θρηνώδεις κοασμούς των αγρίων πτηνών και με την μεμεκρυσμένην υλακήν των ανέμων …» (ο. π., 290-291).
Σύμφωνα με τον Τζιόβα (2002: 68) η Παπαδιαμαντική φύση πριμοδοτείται με διπλό ρόλο˙ αφενώς καθαίρει και εξαγνίζει και αφετέρου δρα σωφρονιστικά καθώς πίσω από αυτή βρίσκεται ο Θεός. Η παραπάνω άποψη αν και γράφτηκε για τη Φόνισσα εντούτοις ισχύει και στους Εμπόρους των Εθνών, όπου το 143
στοιχείο της φωτιάς ως φορέας κάθαρσης266 αναγγέλει την απονομή της θείας δίκης σ’ ένα σκηνικό ολοκατώματος: «… η ναυαρχίς … εσχημάτισεν … φωτεινήν πυραμίδα καταφωτίζουσα πάντα τα πέριξ, θάλασσαν, γην και ουρανόν … ο πύρινος όφις εσύριζε, συνεσπειρούτο … ενώπιον της φρίκης του σχάζοντος και διαρειγομένου πελάγους, τις ηδύνατο να διακρίνη … ότι υπήρχεν εν ψυχοράγημα, αγωνία ψυχής ανθρωπίνης; …» (ο. π., 338-341). Επίσης, ο Τζιόβας (ο. π.) προσθέτει ότι ο καθαρτικός χαρακτήρας της φύσης μετασχηματίζεται σε μια συγκλονιστική αναγνώριση των βίαιων και απελευθερωτικών δυνάμεων που συνυπάρχουν και που δρουν αλληγορικά.
Στα ρόδινα ακρογιάλια το υποβλητικό σκηνικό επικεντρώνεται σε μια θαλάσσια εξόρμηση με τη βάρκα˙ η θέαση της φύσης συνδέεται με τα θρησκευτικά κριτήρια της δημιουργίας του κόσμου (Άπαντα, Τα ρόδινα ακρογιάλια, 225-226: «… αι ώραι του λυκαυγούς … φως γαρ και προ ποδών υψί δρομον πέλας, Χριστέ … γλυκεία αυγή … που ροδίζεις εκεί εις ύψος … ευτυχή τ’ αρνάκια τα βόσκοντα … τα πουλάκια που πετούν από κλώνα εις κλώνα και αναγαλλιάζουν εις την θείαν επαφήν σου … ευτυχής κι ο βοσκός … τα κύματα φρικιούν ηρέμα και το φωσφόρισμά τους ανταυγάζει αποχρώσεις ερυθρού γαρυφάλλου …»).
Στο Όνειρο στο κύμα ο αφηγητής Παπαδιαμάντης περιγράφει τη μαγεία της Σκιαθίτικης φύσης και γίνεται μέτοχος της ένωσης μαζί της˙ μιας ένωσης που αντιπροσωπεύει το θείο (Άπαντα, Όνειρο στο κύμα, 262-265: «… Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον … την τελευταίαν φοράν, όπου εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο … είχε βασιλέψει ο ήλιος και το φεγγάρι, σχεδόν ολόγεμον, ήρχισε να λάμπη … επέταξα αμέσως το υποκάμισόν μου κι έπεσα εις την θάλασσαν … ησθανόμην … μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην εν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς …»). Η γυναίκα αναδυκνύεται σε θεϊκή μορφή μέσω της ιδανικής σχέσης φύσης και ερωτικού λόγου: «… την αναγνώρισα πάραυτα … είχεν βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεν το νερόν …» (ο. π., 268).
266 Στην Ινδική παράδοση, προτιμάται η καύση των νεκρών για λόγους εξαγνισμού του σώματος και της ψυχής. Βλ. σχετ. Θεοτόκη (1993: 125). 144
Στη Νοσταλγό όλα τα οπτικά και ακουστικά μοτίβα μπολιάζονται αρμονικά στον καμβά της θάλασσας (Άπαντα, Η Νοσταλγός, 52-53: «… μηστηριώδες θέλγητρον απέπνεεν όλη η σεληνοφεγγής νυξ … η βαρκούλα έπλεεν εγγύς της μιας των νησίδων … αμαυροί θάμνοι ελαφρώς θροούντες εις την πνοήν της νυκτερινής αύρας … το κύμα προσπίπτον μετά βοής και ρόχθου … επλατάγιζε … χωριστή ορχήστρα … έκαμνε πλειότερον κρότον ή όσος εγίνετο εις όλας τας αγκάλας, τους όρμους και τας αμμουδιάς … ο Μαθιός ύψωσε τας κώπας … η Λαλιώ υφίστατο άγνωστον θέλγητρον, [sic] και τα βλέμμματά των συναντήθησαν …»).
Ο Νίκος, ο δυστυχής ήρωας του διηγήματος Για την περηφάνεια, θεωρεί τη θάλασσα ως δεύτερο σπίτι του (Άπαντα, Για την περηφάνεια, 208: «… όχι λίγας φοράς συνέβη να κοιμηθή κάτω εις την παραλίαν … πότε τα πόδια κατά τη θάλασσαν και πότε την κεφαλήν βρεχομένην από το κύμα. Άλλοτε … άνω-κάτω με τους κροτάφους δροσιζομένους από τον αφρόν της θαλάσσης. Ω δροσερά, αλμυρά και στιφή[sic] απόλαυσις …»).
1. 3. Φύση και μουσικότητα
Η μουσικότητα του πεζού λόγου είναι ένας παράγοντας που εξαρτάται από το βαθμό συμμετοχής του συγγραφέα στη σύνθεση του κειμένου του (Ιωάννου, 1985: 33-34). Όσον αφορά τον Παπαδιαμάντη, η έννοια της μουσικότητας συνυφαίνεται με την περιγραφή της φύσης (οπτική –ακουστική) και με τη χρήση τεχνικών μέσων όπως είναι η πρώτη φράση του κειμένου, η χρονική παλινδρόμηση, η αναγωγή της αγήγησης σ’ άλλο τόπο, η επαναφορά της στη λογοτεχνική πραγματικότητα καθώς και η συχνή εφαρμογή του μακροπερίοδου λόγου. Όλα τα παραπάνω στοιχεία267 παρατηρούνται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στα περισσότερα έργα του Παπαδιαμάντη που εξετάζονται στην παρούσα μελέτη. Η ανάπτυξη της μουσικότητας εξυπηρετείται από τον μακροπερίοδο λόγο, όπως συνεχίζει ο Ιωάννου (ο. π.), επειδή εστιάζει την περιγραφή του στις λεπτομέρειες καθώς αυτές παρασύρονται σε μια αφηγηματική ροή που απαιτεί
267 Βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, παρ. 1, Κεφ. Γ΄, παρ. 3 και παρ. 1, αντίστοιχα.
145
βαθιά κατοχή της γλώσσας και αποφυγή των κινδύνων268 που ελλοχεύουν από μια τέτοια εφαρμογή.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου λόγου αποτελεί το διήγημα Ολόγυρα στη λίμνη, όπου το μοτίβο της θάλασσας υπερέχει των άλλων και παίζει εμφατικό ρόλο τόσο στην ανάδειξη της μουσικότητας όσο και στη προβολή της γυναικείας μορφής, όπως έχουμε δει παραπάνω269 (Άπαντα, Ολόγυρα στη λίμνη, 389-392: «… εχωρίζετο η λίμνη από της θαλάσσης δια πλατείας λωρίδος γης αμμώδους και κησσηρώδους, της οποίας μέρος ήτο το ναυπηγείο της πόλεως … η λωρίς αύτη έβαινε στενουμένη έως του Αργύρη του μπαρμπα-Παναγιώτη τον ανεμόμυλον, όστις, με την αενάως στροφοδινουμένην κυκλοτερή πτέρυγά του, με τα τριγωνικά ιστία, εφαίνετο ως να προεκάλει τα εν τω λιμένι ηγκυροβολημένα πλοία, λέγων προς αυτά: να εγώ αρμενίζω και στη στεριά … Ενθυμείσαι … η ξανθοπλόκαμος κόμη, ατημέλητος ολίγον, ως να εβιάσθη να καλλωπισθή δια να εξέλθη και απολαύση την θαλασσίαν αύραν και τον τερπόν της αμμουδιάς περίπατον, αερίζετο από την πνοήν του Βορρά και το όμμα της με τα μακρά ματόκλαδα, ως πτεροφόρος οϊστός, σ’ εσαΐτευε γλυκά εις την καρδίαν …»).
Το ύφος είτε είναι κοντακιανό είτε μακροπερίοδο, προσθέτει ο Ιωάννου (ο. π.) υπηρετεί τη στάση του συγγραφέα απέναντι στην εξιστόρησή του. Η θέαση της φύσης ως μουσικής σκηνής είναι μια ευδιάκριτη τεχνική, η οποία σύμφωνα με τον Μελά (1972: ζ΄-η΄) παραγματώνεται μέσω της εσωτερικής μουσικής αίσθησης, που υπάρχει πέρα από τα σημεία της γραφής του. Στο Καμίνι, η περιγραφή του θαλασσινού τοπίου ανοίγεται σε μια μυσταγωγική θεώρηση του θείου˙ αυτή τη θέα αντικρύζει η νεαρή ηρωΐδα από τα βοσκοτόπια της (Άπαντα, Το Καμίνι, 205-206: «… οι γλάροι κρώζουν τον πένθιμον κρωγμόν των … κρύπτονται τ’ αγριοπερίστερα με απότομον πτεριγυσμόν … χορεύει συνωθούμενον απο τρεις αιγιαλούς … το κύμα, εκεί σχηματίζεται μέγα επιστρεφές άντρον, με πλατύ χάσμα
268 Ο Ιωάννου αναφέρεται σε πιθανά μειονεκτήματα της χρήσης του μακροπερίοδου λόγου, δηλ. του ρητορισμού, της επανάληψης και του ανακόλουθου σχήματος. Για το ρόλο της γλώσσας, βλ. σχετ. Κεφ. Ε΄, παρ. 3.
269 To ίδιο συμβαίνει και με τα υπόλοιπα έργα του Παπαδιαμάντη που χρησιμοποιούν το μοτίβο της θάλασσας ή το βουκολικό σκηνικό. Βλ. σχετ. υπο-ενότητα 1. 2. 146
κυκλοτερές υψηλά, κομών απο πλουσίαν λοφιάν κομάρων και σχοίνων … φαίνεται ως να ψάλλη με ιάμβους … εις Δώριον ήχον: Η κάμινος, Σωτήρ εδροσίζετο, / οι παίδες δε χορεύοντες έψαλλον˙ / ο των πατέρων Θεός, ευλογητός ει …»).
Στο Έρως-ήρως, όλη η δράση επικεντρώνεται στο μοτίβο της θάλασσας και ειδικά στη βάρκα, η οποία γίνεται το μεταφορικό μέσο της νύφης˙ ένα εσωτερικό βάσανο που ταλανίζει τον Γιωργή μέχρι να φτάσει στην αλτρουιστική απόφαση του τέλους (Άπαντα, Έρως-ήρως, 182-183: «… αυτός θα σπρώχνη την νύφην κατά τον βράχον, σιμά εις την βάρκαν, κάτω …»).
Σε κάποια διηγήματα, η έννοια της μουσικότητας συνδέεται με τη σχέση φύση-γυναίκα-ερωτικός λόγος και ενσωματώνεται στο εσωτερικό περιβάλλον μιας οικίας που θεωρείται αποκλειστικά γυναικείος χώρος στο χωριό ή στην πόλη. Στ’ Αστεράκι το σπίτι στο οποίο μένει η νεαρή Πούλια, αποτελεί το φυσικό περιβάλλον της σύντομης πειγραφής (Άπαντα, Τ’ αστεράκι, 306: «Εντρυφώ να κοιτάζω … το μικρόν μέλαθρον- όπου οι δοκοί της στέγης του … φαίνονται καπνισμέναι και μελανωμέναι – ταπεινόν ανώγεων, με τον εξώστην τον σκεπαστόν και με την πετρίνην σκάλαν απ’ έξω … καθημερινήν μέθη δι’ εμέ είναι να κάθωμαι το δειλινόν … έξω από το μικρόν καπηλείον … [η Πούλια] εμαγείρευεν … έσκυφτεν εις το πυρ, εφύσα με το στόμα της … κι οι δυο πλόκαμοί της οι χρυσοί εκρέμαντο κυμαινόμενοι εις τα νώτα της …»).
Στο Ωχ βασανάκια το φυσικό τοπίο δεν εντοπίζεται στην περιγραφή των συνηθισμένων μοτίβων αλλά περιορίζεται στην εικόνα της ταράτσας ενός σπιτιού, που γίνεται συνεκετευκτήριον κοριτσιών και συκγεντρώνει την προσοχή των γυμνασιόπαιδων (Άπαντα, Ωχ βασανάκια, 12-14: «… ωραίον κοράσιον, δεκατεσσάρων ετών, με τα ξανθά μαλλιά ξέπλεκα, εφάνη …» κάνοντας τον μαθητή «… που έπασχε από πρώϊμον έρωτα …» ν’ αναφωνίσει «… ωχ βασανάκια ! …»).
Μια πένθιμη μελωδική υπόκρουση ως μουσικός υποβολέας, διαφαίνεται πίσω από τα λόγια του μπαρμπα-Γιαννιού, στον Έρωτα στα χιόνια, με τον τρόπο270 που υποδυκνείει ο Καλογερόπουλος (2001: 15). Σύμφωνα με τη μέθοδο των αργών μαθημάτων των εκκλησιαστικών μελοποιών, ο λόγος
270 Το άρθρο αναφέρεται στο Μυρολόγι της φώκιας αλλά βρίσκει εφαρμογή και σε άλλα Παπαδιαμαντικά έργα, όπως στον Έρωτα στα χιόνια.
147
ερμηνεύται στη σιωπή μέσω της επέκτασης των άσημων συλλαβών τεριρέμ271. Έτσι, ο ήρωας συναντά το θάνατο μπροστά στο σπίτι της αγαπημένης του, σ’ ένα λευκό τοπίο που συμβολίζει την εξαΰλωση (Άπαντα, Έρωτας στα χιόνια, 108-109: «… εκλονίσθη. Επιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας … ήγγισε το ρόπτρον … του ήρχοντο ως ναυάγια οι λέξεις: Γειτόνισσα, πολυλογού, μακρύ στενό σοκάκι …μόλις ήρθρωσε τας λέξεις … εχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος … και ο μπάρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος … δια να μη παρουσιασθή γυμνός … αυτός και η ζωή του και οι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού …»).
Από τα διηγήματα που αναφέρονται σε περιπτώσεις χηρείας – όλα εκτυλίσσονται σε εσωτερικούς χώρους σπιτιών ή αυλών – ξεχωρίζει το μαγευτικό φυσικό σκηνικό, Στα συμβάντα στο μύλο (Άπαντα, Τα συμβάντα στο μύλο, 522-524: «… αι δυο χαριτωμέναι κόραι τον εκράτησαν [τον μπαρμπά –Σταμάτη] … να κοιμηθή υπό την αυτήν στέγην, εις τον μύλον … δια συντροφιάν … ο μικρός χείμαρρος … εκελάρυζε την νύκτα ανάμεσα εις τους βράχους … τα δέντρα έσμιγον εις τρυφεράς περιπτύξεις … ο κισσός και το κλήμα ανερριχώντο εις τα ύψη των κλάδων και οι καρποί μελαμβριθείς εκρέμαντο εις τα ακροκλώνια, δια να δίδεται τροφή εις όλα τα πτερωτά και τα όρνεα … Ουδέ κεν[sic] αμβαίη βροτός ανήρ, ου καταβαίη … εκτός αν ήτον ουρανοπετής …»).
Από τα τα διηγήματα, που γράφτηκαν κατά την περίοδο παραμονής του Παπαδιαμάντη στην Αθήνα και εξετάστηκαν παραπάνω272, το φυσικό περιβάλλον μετατοπίζεται στο στενό χώρο μιας μεσοαστικής αυλής˙ η μουσικότητα μεταφέρεται στο γυναικείο πρόσωπο που φωτίζεται μέσα σ’ ένα πενιχρό σκηνικό (Άπαντα, Αποκριάτικη νυχτιά, 307-308: «…Την τελευταίαν εσπέραν της Τυρινής του έτους 188… εχόρευσαν τόσον εις του κυρ Ζαχαρία, ώστε ήτο φόβος μη πέση το σαθρόν σκωληκόβρωτον πάτωμα της παμπαλαίου οικίας επι των κεφαλών …
271 Βλ. σχετ. μια μελέτη του Παπαδιαμάντη, με τίτλο Αποσπάσματα σκέψεων Α΄, Η μουσική και τα Ιερά Ευαγγέλια, σ. 377, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: «… ο τρόπος αύτος της απαγγελίας δια της παρατάσεως μεν των συλλαβών αλλά μάλιστα της καταλήξεως εκάστης περιόδου ή εκάστου κώλου, σημαίνει και μιμείται το κύρηγμα, ήτοι την φωνήν του κύρηκος …». Επίσης, πρβλ. Προγκίδη (2002: 95).
272 Βλ. σχετ. Κεφ. Γ΄, παρ. 2. 148
εμβόμβει η αίθουσα από το πλήθος των προσκεκλημένων. Αι δυο νεάνιδες δεν επρολάμβανον να τρέχωσιν … εις την θύραν, προϋπαντώσαι τους ερχομένους … η αυλή και η κλίμαξ εφεγγοβόλει … ως να ήτο η οικία όλη γιγαντιαίον κύμβαλον εναρμονίως ηχούν …»).
Στον Καλόγερο ο ίδιος διάκοσμος συμβάλλει στην καταγραφή των πονηρών δυνάμεων που εκπορεύονται από τα γυναικεία πρόσωπα του διηγήματος˙ η μουσικότητα φθίνει (Άπαντα, Ο Καλόγερος, 315, 333: «… οσάκις ηνοίγετο η θύρα του μικρού οικίσκου, απέναντι της πύλης του ναού, [sic]και δύο νεάνιδες, ισχναί, χλωμαί, η μία ολίγον τι νοστιμούλα, η άλλη σχεδόν άσημη, προέκυπτον εις το άνοιγμα, κοιτάζουσαι περιέργως τα συμβαίνοντα εις την οδόν … τότε εφαίνετο και μια πρεσβυτική μορφή γυναικός … κοκκίνη, στρογγύλη … η μήτηρ … εις τον καιρόν της θα ήτο πολύ νοστιμωτέρα … την νύκταν δε αυτήν, ότε έμεινεν[ο καλόγερος] υπέρ τας δύο ώρας εις τον μικρόν οικίσκον … ήκουε τι του έλεγαν αι δύο αδελφαί μάλλον με τους οφθαλμούς παρά με τα ώτα …»).
1. 4. Συμπεράσματα
Εν κατακλείδι, η σχέση φύση-γυναίκα-ερωτικός λόγος αναδεικνύεται σε μια αμφίδρομη δυναμική, όπου το ένα στοιχείο διεισδύει στο άλλο και φτάνει στο ζητούμενο της προβολής του ερωτικού λόγου. Η ποικιλία των φυσιολατρικών μοτίβων ενισχύει την τεχνική της αφήγησης – μέσω της ιδιαιτερότητας του Παπαδιαμαντικού ύφους – και οδηγεί στην ανάπτυξη ενός συμβολοποιημένου κόσμου. Πέρα από τη φαινομενική απλότητα και την ηθογραφική επιφάνεια, η σύνθεση του Παπαδιαμάντη γίνεται αραχνοΰφαντη, όσο διεισδύει στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο μηχανισμός της πεζογραφίας, στα βαθύτερά στρώματά της, λειτουργεί κατά τρόπο ανάλογο με την ποίηση. Έτσι λοιπόν, οι νοσταλγικές αναδρομές στη φύση, οι παρηχήσεις και η μουσική κίνηση των φράσεων, προσδίδουν ποιητικό κυματισμό, μουσικότητα και υποβολή στο έργο του.
Το μυστηριώδες είναι η αποτύπωση μιας συνεχούς αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον εξωτερικό και στον εσωτερικό κόσμο ή και το ανίστροφο. Ο ιερός χώρος του Παπαδιαμάντη είναι η φύση που εξαγνίζει τους ανθρώπους, οι οποίοι ζουν και κινούνται μέσα σ’ αυτήν με μια θαυμαστή εξοικείωση˙ οδοιπορούν σε 149
ρεματιές και σε απόκρημνες λαγκαδιές σε ώρες συχνά νυχτερινές, σα να επρόκειτο για το φυσικό τους χώρο, το σπίτι τους.
Η στάση του Παπαδιαμάντη λοιπόν, ενώ ξεκινά από ένα βαθύτερο σεβασμό - θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος από μια πρώϊμη οικολογική συνείδηση273- φτάνει σε μια θεολογική θεώρηση, η οποία συνυφαίνεται με την παρείσφρηση του υπερφυσικού στοιχείου. Η εμπλοκή της φύσης στη δράση των έργων του βρίθει από ειδυλλιακές αντιθέσεις, οι οποίες μετατρέπουν τη στατική περιγραφή των φυσικών στοιχείων σε μια δυναμική αλληλεπίδραση ανθρώπου-περιβάλλοντος και συναισθήματος. Η σκηνογραφική επιδεξιότητα του Παπαδιαμάντη εστιάζεται στη συμμετοχή της φύσης, η οποία πότε με την ομορφιά και πότε με την αγριότητά της, αναλαμβάνει το ρόλο του χορού της αρχαίας τραγωδίας. Η δυναμική της ποικίλει ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής του φυσικού περιβάλλοντος στη σκηνοθετική επιφάνεια του έργου˙ ξεκινά από μια ήρεμη, ρομαντική διάθεση για να φτάσει σε ένα υποβλητικό, άγριο και ενίοτε τρομακτικό σκηνικό.
2. Ο ΧΩΡΟΣ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΩΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
Το περιεχόμενο του ερωτικού λόγου εμπλουτίζεται από την παραπάνω τεχνική καθώς η παρουσία του Θεού μέσα στη φύση συνυπάρχει με ένα πλήθος παγανιστικών στοιχείων που εξετάζονται στη συνέχεια. Ο βασικός στόχος αυτής της ενότητας είναι η ανάλυση της πολύπλευρης σχέσης φύση-γυναίκα-μαγεία-ερωτικός λόγος στα έργα του Παπαδιαμάντη, που εξετάστηκαν ως τώρα, χωρίς να αποκλείονται πιθανές νύξεις και σε άλλα διηγήμα που επικουρούν στην εμβάνθυνση της δυαδικής σχέσης γυναίκα-μαγεία.
Οι κύριοι προβληματισμοί που πηγάζουν από τη διερεύνηση του παραπάνω σκοπού, είναι οι εξής:
273 Ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη του Ζηζιούλα (1992: 26-29) για τη θρησκευτικότητα και τη σύγχρονη οικολογία.
150
α) Πώς το εξω-πραγματικό στοιχείο διεισδύει στην καθημερινή ζωή της εποχής του Παπαδιαμάντη.
β) Πώς η θεολογική και υπερφυσική θεώρηση συνυπάρχει ακέραια σε πολλά έργα του και συνηγορεί στην ανύψωση του ερωτικού λόγου.
γ) Πώς μέσα από την ιδιαίτερη δυναμική γυναίκα-μαγεία, αποκαλύπτονται τα αίτια και οι συνέπειες αυτής της σχέσης στην κοινωνική και λογοτεχνική πραγματικότητα.
Κατά την άποψη του Λουκάτου (1985: 247), μια σειρά σκοτεινών γυναικείων προσώπων – στρίγγλες, αιμοβόρες γριές, κακές πεθερές, μάγισσες – παρελαύνει στα έργα του Παπαδιαμάντη274 πλάϊ στις καρτερικές φιγούρες των χαροκαμένων γυναικών, των εγκαταλελειμμένων συζύγων και των νιόβγαλτων εφήβων. Πέρα λοιπόν από τη θρησκευτική συνείδηση του συγγραφέα, υπάρχει ένας κόσμος δαιμονικός και αβυσσαλέος που φαίνεται ότι ρυθμίζει τις τύχες των ηρώων, προκαλώντας μια αδιάκοπη ηθική πτώση (Στεργιόπουλος, 1979: 260). Σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη, η ύπαρξη του δαιμονικού στοιχείου τοποθετείται στην κοσμολογία της Γένεσης (Άπαντα, Τα δυο κούτσουρα, 626: «… δια τας γυναίκας ονομάζεται στριγγλιά … ο Θεός έπλασεν ένα ορατόν κόσμο … κι εβεβαίωσε Αυτός ότι το έργον του είναι ωραίον … εντεύθεν εγεννήθη η κακία … ήτις ουδέν άλλον είναι ή ανοια αν δεν είναι αυτό το δηλητήριον του Όφεως …»).
Η σχέση φύση-γυναίκα-μαγεία–ερωτικός λόγος διέπεται από την εμφάνιση του υπερφυσικού στοιχείου, το οποίο κατέχει σημαίνουσα θέση στην Παπαδιαμαντική εργογραφία. Η διάσταση του εξω-πραγματικού συνίσταται από την πολυφωνία των εξής παραγόντων: της μαγγανείας, των εξωτικών μεταμορφώσεων της γυναίκας και των ανιμιστικών τάσεων. Tα θέματα που επεξεργάζονται παρακάτω αφορούν τη σχέση της μαγείας με την προφητεία, τη χρήση μαγικών φίλτρων, τη δέση και τη λύση των τεχνικών καθώς και μαγικές ιεροτελεστίες.
274 Αναφέρεται και από την Γκασούκα (1998: 131), η οποία χρησιμοποιεί τον όρο μεταφυσικό στοιχείο αντί του ορθού υπερφυσικό ή εξω-πραγματικό. Βλ. σχετ. «μεταφυσικός» και «υπεφυσικός» (Δημητράκου, 1969: 910, 1373). Επίσης, «supernatural» (Pearsall, 1999: 1439).
151
2. 1. Φύση – γυναίκα – μαγεία – ερωτικός λόγος
Παρά τις θρησκευτικές απαγορεύσεις στην εποχή του Παπαδιαμάντη η μαγεία είναι το αίτιο και το αιτιατό, που μπορεί να ανατρέψει τα φυσικά δεδομένα καθώς ακολουθεί μια αντίστροφη πορεία μετατροπής της κοινωνικής διάκρισης ανάμεσα στα δύο φύλα. Δίδεται χώρος στο παράλογο να καταλάβει τη θέση της λογικής εξ’ αιτίας του προαιώνιου φόβου των ανδρών να θέσουν υπό τον έλεγχό τους αυτές τις δυνάμεις. Ο Στάθης ο Πατσογιάννης, στα ρόδινα ακρογιάλια, δηλώνει (Άπαντα, Τα ρόδινα ακρογιάλια, 250: «… δυο κακές γυναίκες … μου κάνανε μάγια … να μην ιδώ προκοπή … νύχτα φεγγάρι ήτανε … μου έδεσαν κόμπο, να μην μπορώ να τον λύσω …»).
Η μάγισσα της Παπαδιαμαντικής κοινωνίας θεωρείται πρόσωπο εξω-κοσμικό που προκαλεί φυσική αποστροφή και δέος275 επειδή χρησιμοποιεί τις υπερκόσμιες δυνάμεις˙ είναι παραστατική η περιγραφή της μάγισσας στα Ωχ βασανάκια που κυνηγά τα κορίτσια, πιστεύοντας ότι την κορόϊδεψαν (Άπαντα, Ωχ βασανάκια, 14-16: «… η απαίσιος γραία [η Βώτσαινα] έτρεξε με ξέπλεκα ψαρά μαλλιά … με εμβαλωμέμην κόκκινην μαλλίναν … ρυπαράν σχισμένην περί τους δακτύλους και την πέρναν, κάλτσαν, με έναν πόδα γυμνόν, ρυκνή, βλοσυρά … έτρεξε με την μεγάλην τρικοκκιάν … δια να βγάλη τα μάτια, [sic] ή τουλάχιστον, να σχίση τας αβράς σάρκας των κορασίδων …»). Η Δελχαρώ, η μητέρα της Φραγκογιαννούς, διώκεται στη Φόνισσα με την κατηγορία της μάγισσας276 σ’ ένα παγανιστικό περιβάλλον, στο οποίο δεσπόζει η γοητεία ενός παράξενου δέντρου,
275 Έτσι απεικόνισε τόσο ο Χαλς (17ο ς αι.) όσο και ο Γκόγια (18 ος αι.) τη γυναίκα-μάγισσα στους πίνακες, Η μάγισσα του Χάρλεμ (Κρατικό Μουσείο Βερολίνου) και Η συνέλευση των μαγισσών (Μουσείο του Πράδο Μαδρίτης), αντίστοιχα. Oι εν λόγω πίνακες αναφέρονται και από τον Λιάκο (1998: 68-69).
276 Πρόκειται για τη μοναδική αναφορά του Παπαδιαμάντη στο φαινόμενο ης δίωξης των μαγισσών, που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Ευρώπη στα χρόνια του Μεσαίωνα. Για την ανάπτυξη της μυστικιστικής τάσης, βλ. σχετ. Λιάκου (1998: 67-69). Επίσης, πρβλ. το σχετικό απόσπασμα από το δαιμονολογικό εγχειρίδιο της Ιεράς Εξέτασης, το Malleus Maleficarum, βλ. σχετ. Kramer (1486: 48) : «… οι γλώσσες έχουν ροδάνια και είναι ανίκανες να αποκρύψουν από τις άλλες γυναίκες τα όσα γνωρίζουν μέσα από μοχθηρές τέχνες … βρίσκουν ένα … κρυφό τρόπο να εκδικηθούν δια μέσου της μαγείας …».
152
της νύμφης-Δρυάδος (Άπαντα, Η Φόνισσα, 418-419: «… η μάνα της ήτο κακή, βλάσφημος και φθονερά … την είχαν κυνηγήσει … τα παλληκάρια του Καρατάσου … επειδή τους είχε κάμει μάγια και δεν επήγαιναν καλά οι δουλειές τους … εις το κοίλωμα [του δέντρου] έτρεξε να κρυβή … αι νύμφαι των δασών … την επροστάτευαν, ετύφλωσαν τους διώκτας της …»).
Η προσφυγή των ερωτευμένων στη μαγεία για να μάθουν τί τους επιφυλάσσει το μέλλον είτε για να κερδίσουν τον έρωτα ενός άλλου προσώπου, φαίνεται ότι δεν είναι σπάνιο γεγονός. Έτσι, ο νεαρός Κωστής, στο Θέρος-έρος, καταφεύγει στις μαντείες της Ασημένιας που επικαλείται το ψεύδος για να επιβιώσει (Άπαντα, Θέρος-έρος, 200: «… ήτο … χήρα, άτεκνος … το βλέμμα της εξέφραζε έκρυθμον τι και εκστατικόν … όλον το πρόσωπόν της αποκοιμηθείσης … έφερεν οιονεί αποτυπωμένην την φράσιν … ήτις ήτον ο συλλογισμός της ημέρας δύο τάλληρα στην τσέπη και ένα φιλί στο χέρι …»). Επίσης, η άγνωστη μάντισσα στη Γυφτοπούλα που προλέγει το μέλλον της Αϊμάς, εξυπηρετεί λόγους σκηνικής οικονομίας και γίνεται σχεδόν συμπαθής αν και παίζει το ρόλο της Κασσάνδρας (Άπαντα, Η Γυφτοπούλα, 390: «… έχεις εχθρούς, έχεις διώκτας. Το πεπρωμένον σε αδικεί … να οπλισθείς με καρτερίαν … η Αϊμά την ακολούθησεν έξω της θύρας … παρετήρησεν … ότι αύτη δεν ήτο ορατή πλέον καθ’ όλον το μήκος της οδού …»).
Στην εποχή που έζησε ο Παπαδιαμάντης τα μαγικά ήταν μια αόρατη απειλή (Γκασούκα, 1998: 132), στην οποία όλοι ήταν εκτεθειμένοι και γι’ αυτό ενήμεροι για τα κατάλληλα μέτρα προστασίας277, όπως φαίνεται παρακάτω (Άπαντα, Της δασκάλας τα μάγια, 130, 134: «… δίπλαν εις την μεγάλην τράπεζαν της δασκαλοκαθέδρας … έκειντο … λυσσοχόρταρα, μαϊόχοτρα … κλωσταί καννάβιναι … τρίχες γυναικείαι … μικρά κόκκαλα … εν κρανίον … έφτασεν ο παπά – Γληγόρης και ήρχισεν να διαβάζη … Επιτιμά σοι Κύριος … δαιμόνιον… φαρμακόφιλον,[sic] ή ερωτομανές ή αστρομαγικόν άπελθε εις γην άνυδρον …»).
H πίστη στη μαγεία και στη μαντική τέχνη είναι πανάρχαιη και απαντάται στην αρχαία Ελληνική λογοτεχνία. Η Ομηρική Κίρκη είναι μια
277 Λ. χ. φυλαχτά, προσευχές και εξορκισμούς που προστατεύουν από τις δυνάμεις του κακού. Βλ. σχετ. Bowden (1987: 190) και Tennant (1989: 50-53). Επίσης, για την πίστη στη βασκανία και στην κατάρα πρβλ. Σ. Κυριακίδου (1965: 130-139).
153
φημισμένη μάγισσα που προκαλεί τον Οδυσσέα με τα κάλλη της278. Η πίστη πως οι γυναίκες εξουσιάζουν τις μυστικές δυνάμεις της φύσης είναι πλατιά διαδεδομένη στην Παπαδιαμαντική κοινωνία (Άπαντα, Οι Έμποροι των Εθνών, 210: «… η γραία Φορκίνα επρέσβευε ως δόγμα εξ’ αποκαλύψεως ότι ήτο άτρωτη κατά πάσης νόσου … κατά τη νεότητά της ήτο κλειδόμαντις προλέγουσα την τύχην εις τους διαβάτας και μετήρχετο ενίοτε την μαγείαν …»).
Ένα μεγάλο μέρος των χθονίων δυνάμεων, που συνδέονται άρρηκτα με τη γυναικεία φύση, αναλώνεται στη χειραγώγηση των ανδρών μέσω της παρασκευής ερωτικών φίλτρων (Flint, 1991: 231-232). Στη Μετανάστιδα ο Ζέννος πέφτει θύμα μιας συνομωσίας δυο γυναικών, της γριας Μαρκώνη και της κ. Ρίζου (Άπαντα, Η Μετανάστις, 110-111: «… η κυρία Μαρκώνη παρεσκεύαζε τον καφέν, την μαστίχην και το ύδωρ προς δεξίωσιν του Ζέννου … [εκείνος] κατέπιεν απνευστί ποτήριον ύδατος … ησθάνθη εντός του αλλόκοτον αίσθημα παραφοράς και σκοτοδίνης στροβιλίζον και συνταράττον τα σπλάχνα του …»). Η λύση των μαγικών είναι μια άλλη αντι-τεχνική που απαιτεί ιδιαίτερη επιδεξιότητα˙ ο συγγραφέας στη Φαρμακολύτρια, υποφέροντας από ερωτική απογοήτευση θυμάται τις απόπειρες της ξαδέλφης του, της Μαχούλας, να σώσει το γιο της από παρόμοια κατάσταση. Σύμφωνα με την Γκασούκα (1998: 132) τα όρια μεταξύ θρησκευτικής λειτουργίας και μαγείας δεν είναι ευδιάκριτα και η μετάβαση από τον ένα χώρο στον άλλο γίνεται εύκολα (Άπαντα, Η Φαρμακολύτρια, 306-307: «… εφαίνετο ότι ήθελε μετά την αναχώρησιν του παπά να τελέση αυτή νέαν λειτουργίαν … μυστηριώδη … ήτο νύμφη και ιέρεια και γυνή … προσέφυγε εις την χάριν της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας279… ήτις χαλνά τα μάγια … ήτοι λύει
278 Bλ. σχετ. Σιδέρη (1998 Κ: 238-243), Ομήρου Οδύσσεια. Ονομαστοί μάντεις ήταν ο ερμαφρόδιτος Τειρεσείας (ο. π., Λ : 92-92, 100-103), ο Κάλχας (Καζαντζάκης –Κακριδής, Α: 69-71, 94-95), η Κασσάνδρα, η οποία μνημονεύεται από τον Όμηρο αλλά όχι για τις προφητικές της ικανότητες (ο.π., Ω: 699) καθώς και ο Μεγιστίας (Σάκαλης, 1998: 108-109). Επίσης, για την ανάπτυξη της μαντικής τέχνης και τα νεκυομαντεία στην αρχαιότητα, πρβλ. Παπαχατζή (1971: 90) και Σακελλαρίου (1976: 494). Ακόμη, μια ανεξερεύνητη πλευρά της μαγείας, ο σαμανισμός, αναλύεται από τον Burket (1997: 144-146).
279 Πρβλ. Βασιλόπουλου Αρχιμανδρίτου (1987: 11, 15, 43) για το βίο του Αγίου Κυπριανού που
πιστεύεται ότι εξορκίζει κάθε είδους μαγεία ή βασκανία.
154
πάσαν γοητείαν και μεθοδείαν πονηράν υπ’ εχθρών γινομένην … έζωσε τον ναόν επτά φοράς με κηρίον εκατονταόργυιον …»). Ο Παπαδιαμάντης όμως δυσπιστεί για την αποτελεσματικότητα τέτοιων μεθόδων: «… τοσάκις είχε περιεζωσμένην την καρδίαν μου η άκανθα της πικράς αγάπης … ήμην … λεία του πάθους … η Αγία ίσως ηδύνατο να με θεραπεύση αλλά εγώ δεν επεθύμουν να θεραπευτώ …» (ο. π., 308).
Η σύνδεση της γυναικείας φύσης με τη μαγγανεία βασίζεται σε λαϊκές δοξασίες περί του μηνιαίου κύκλου της γυναίκας και της ταύτισής του με τον κύκλο της σελήνης. Όπως αναφέρει ο Ορφανίδης (2000: 26), το μοτίβο της σελήνης280 χρησιμοποιείται συχνά από τον Παπαδιαμάντη, περισσότερο για να τονίσει το στοιχείο της σαγήνης και του μυστηρίου και λιγότερο του ρομαντισμού. Το φεγγαρόφωτο καθίσταται υποβλητικό και σαγηνευτικό, όπως είναι οι γυναικείες δυνάμεις˙ αποτελεί τον προπομπό για την τέλεση μιας μυσταγωγίας. Στο διήγημα Οι μάγισσες, αποκαλύπτεται η συμμετοχή τριών γυναικών σε μαγικές ιεροτελεστίες˙ η μια εκ των τριών ωθείται στην αυτοκτονία για ηθικούς λόγους (Άπαντα, Οι μάγισσες, 233-235: «…ήχος μυστικός έβγαινεν από τα βουνά, από τους λόγγους τρείς γυναίκες γυμναί … όμοιαι με την προμήτορα Εύαν … υπό τον πέπλον της νυκτός … ίσταντο εκεί … η έκυπτε η μια κάτω εις το έδαφος … η άλλη μισοσκυμένη, η τρίτη ορθία … ικέτευον … την υπέρωον αργυράν Σελήνην … ο γερο-Παρθένης … εξέστη, κατεπλάγη … αφήκεν πεπνιγμένη κραυγήν … την επαύριον, η Μυρμήγκαινα, νεαρά σύζυγος και μήτηρ … είχε λάβει φάρμακον …»). Η φυσική γυμνότητα, πολλές φορές, είναι μέρος της διαδικασίας συμμετοχής σε τέτοια δρώμενα281. Οι γυναίκες ως μεσολαβήτριες μεταξύ του υλικού και του άϋλου κόσμου μεταβιβάζουν τις μαγικές ενέργειες από γενιά σε γενιά
280 Βλ. σχετ. Κεφ. Ε΄, παρ. 1. Ακόμη, το μοτίβο της σελήνης έχει εμπνεύσει σύγχρονους συνθέτες, όπως ο Χατζηδάκις (1985: 9-18) που συνέθεσε τη τριλογία Τα τρία φεγγάρια, στην οποία περιλαμβάνονται τα τραγούδια Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι, Το φεγγάρι είναι κόκκινο και Χάρτινο το φεγγαράκι.
281 Σύμφωνα με τον Πετρόπουλο (1946-1947: 130: 133), η σωματική γύμνωση εξυπηρετεί την ένωση του μύστη με τις υπερκόσμιες δυνάμεις. Επίσης, βλ. σχετ. Σπανδωνίδη (1938: 942-944). 155
χρησιμοποιώντας κατάλληλες τεχνικές λόγου και κίνησης282: «… έμελπον με πραείαν φωνήν τας επικλήσεις και τας επωδάς των, εις μυστηριώδην γλώσσαν, την οποίαν ουδείς ποιητής δύναται να ερμηνεύση …» (ο.π.).
Μια ποιητική όψη της αφηγηματικής τεχνικής του Παπαδιαμάντη, όπως ήδη προαναφέρθηκε, είναι η περιπλάνηση της σελήνης, η οποία συχνά συνδέεται με τη προβολή του αρχέγονου και μητριαρχικού στοιχείου. Παίζει όμως και το ρόλο του σκοτεινού υποβολέα καθώς κινεί τα νήματα της ανατροπής των φυσικών δεδομένων, όπως γίνεται στη Νοσταλγό (Άπαντα, Η Νοσταλγός, 50: «… ήτο νυξ Μαΐου θερμή … μυστηριώδες θέλγητρον απέπνεεν η σεληνοφεγγής νυξ … η βαρκούλαν έπλεεν εγγύς της μιας των νησίδων … το ήρεμο πυρ των οφθαλμών της έκαιγεν την καρδίαν του νέου …»). Στη Μαυρομαντηλού το μοτίβο της σελήνης δεσπόζει στην ανάδειξη του φυσικού τοπίου (Άπαντα, Η Μαυρομαντηλού, 160: «… η σελήνη εγίνετο λαμπροτέρα επαργυρούσα τα στέρνα της αχανούς εκτάσεως … μύριοι κρότοι αντήχουν εις τα άντρα και εις τους βράχους … πότε ως ηδυπαθείς στεναγμοί έρωτος, πότε ως άγριοι πολέμων γδούποι …»).
Η ταύτιση της σελήνης με τη μυστηριακή θεότητα Εκάτη283, η οποία παρακολουθεί τις γυναικείες τελετουγείες, προσθέτει ένα νέο στοιχείο στη διερεύνηση της ιδιαίτερης σχέσης γυναίκα –μαγεία. Στη Φαρμακολύτρια ανάγεται σε αρχέγονη δύναμη που δεσπόζει αφηγηματικά (Άπαντα, Η Φαρμακολύτρια, 311: «… έφθασα εις την βάσιν του όρους … είδα την σελήνην … όπου επί τινά λεπτά εφαίνετο ως να καίεται, είτα η Εκάτη, αφήσασα το δέντρον μαύρον και σκοτεινόν απόκαυμα, ανήλθε βραδεία … φαεινή, ύπερθεν της λοφιάς του όρους …»). Στη Γλυκοφιλούσα, ο συγγραφέας ταυτίζει αυτή τη φορά την Αγία Αναστασία του
282 Πρβλ. τις αναφορές του Μέγα (1967: 153-157) καθώς και του Harding (1971: 34) σχετικά με την εφαρμογή των οργάνων μαγικής επενέργειας, όπως βοτάνων και κεριών καθώς και των λόγων ή των πρακτικών που γίνονται συγκεκριμένες ώρες σε φυσικούς χώρους λατρείας (θάλασσα, δάση) ή κλειστούς (σπίτι). Επίσης, οι ευχές ή οι κατάρες που εκφωνούνται σε στιγμές συγκινησιακής φόρτισης, συγκαταλέγονται από την Κυριακίδου (1965: 130-139) στις μαγικο-θρησκευτικές τεχνικές. Μια ενδιαφέρουσα λογοτεχνική αναφορά στο θέμα της μαγείας, γίνεται από τη Μάρα Μεϊμαρίδη (2002: 15, 37) στο μυθιστόρημα Οι μάγισσες της Σμύρνης.
283 Κυανόμορφη θεότητας της νύχτας (ενόδια) που προστάτευε τους νυχτερινούς οδοιπόρους. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. σχετ. Σακελλαρίου (1976: 515).
156
Χριστιανισμού με την Εκάτη της παγανιστικής λατρείας, η οποία θεωρείται ότι προστατεύει από το κακό και εικονίζεται ως εξής (Άπαντα, Η Γλυκοφιλούσα, 127-128: «… κρατούσαν με την αριστερήν χείραν το μικρόν της λυκήθιον, το περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και των επωδών και των φίλτρων …»).
Η τέλεση μυστηρίων ειδωλολατρικού περιεχομένου και η καταγραφή τους στο Παπαδιαμαντικό έργο πιθανό να έχει τις ρίζες της σε παραδόσεις αρχαίων λατρειών. Όπως ισχυρίζεται ο Σακελλαρίου (1976: 81-85), οι εκστατικές τελετές τόσο οι Διονυσιακές όσο και οι λοιπές Ανατολικές – των Καβείρων, του Μίθρα, της Μεγάλης Θεάς – περιελάμβαναν σκηνές θείας κοινωνίας, βρώσης και πόσης, φορτισμένες με ποικίλους συμβολισμούς. Επίσης, οι θυσίες ζώων ήταν μέρος της τελετουργίας, όπως παρατηρεί ο Σιδέρης (1986: 36-38), λ.χ. πριν την έναρξη των εν άστει Διονυσίων284 μια θρησκευτική πομπή θυσίαζε ένα ζώο, συνήθως ταύρο στο ιερό τέμενος του Διονύσου. Κάποια στοιχεία από τα παραπάνω μυστήρια έχουν περάσει ως Αποκριάτικα δρώμενα στη σύγχρονη εποχή285. Ο Πλήθωνας στη Γυφτοπούλα προβαίνει σε παρόμοιες παγανιστικές τελετές με τη συμμετοχή οπαδών του (Άπαντα, Η Γυφτοπούλα, 480-482: «… τρείς ωραίαι ποιμενίδες … επί μισθώ εδέχοντο να εκτελέσωσιν έργα κανηφόρου εις τη εορτήν … δώδεκα παίδες …
284 Βλ σχετ. Nietzche (1956: 19) για την επιρροή του Διονυσιακού στοιχείου στη γέννεση της τραγωδίας, Lesky (1997: 44-45, 48-49) καθώς και Γεωργουσόπουλου (1999: 9) για τις Διονυσιακές τελετές και το διθύραμβο. Επίσης, πρβλ. Hederson (1981: 11), Wiles (2000: 77-80) για τη σxέση των γυναικών με τον Διόνυσο όπως και του Kereny (1976: 34). Για την καταγωγή του Διόνυσου και το συμβολισμό των φαλληφοριών, βλ. σχετ. Nilson (1975: 41, 142). Όπως υπογραμμίζει ο Θεοτόκης (1993: 376), η λατρεία του φαλλού ήταν κοινή στους Ανατολικούς λαούς της αρχαιότητας˙ στην Ινδική λογοτεχνία ο Σίβας παριστάνεται όπως ο Διόνυσος ενώ στην Αιγυπτιακή ταυτίζεται με τον Όσιρι. Επίσης, αξιόλογη είναι η μελέτη του Mac Mullen (1981: 49-53) για την ανάπτυξη του παγανισμού στην Ρωμαϊκή εποχή, όπως και τo άρθρο του Pike (1989: 43-45).
285 Όπως, π.χ. τα δεικτικά πειράγματα εκ μέρους των ανδρών προς τις γυναίκες καθώς και η επίδειξη πήλινων φαλλών-οινοχόων στο Θεσσαλικό μπουρανί. Επίσης, στη σύγχρονη Ελληνική λογοτεχνία ο Γρηγοριάδης (2002: 109, 112, 155) στο μυθιστόρημα του Κρυμμένοι άνθρωποι καταγίνεται με την εμπλοκή ενός δασκάλου σε τελετές αρχέγονου παγανισμού: «… εμφανίστηκαν οι πρώτοι άνδρες της πομπής … τα πρόσωπά τους βαμμένα … σχεδόν γυμνοί … κρατούσαν γεωργικά εργαλεία ... πείραζαν τις γυναίκες … το ήξερα το έθιμο … το είχα βιώσει στα βουνά … ως τελετή. Εδώ ήταν φανερά διαβρωμένο …».
157
καθαρίως ενδεδυμένοι απετέλουν χορόν … ψιττακίζοντες στάσιμα εκ των αρχαίων δραμάτων … ο Πλήθων έσφαζεν αμνόν ή τράγον … είχεν κλεισθή η θύρα του σπηλαίου και οι μυημένοι είχον αποχωρήσει εις τα έσω αυτού …»).
Ακόμη, ο Παπαδιαμάντης κάνει μνεία για τελετές ενταγμένες στα αποδεκτά έθιμα της μνηστείας ή του γάμου όπως στα Άγια και πεθαμένα, αυτό που απέφυγε τελικά η Σεραϊνώ (Άπαντα, Άγια και πεθαμένα, 127-128: «… πού ωμοίαζε με μάγια αν και είχε ευλαβείας επίχρισμα …»).
2. 2. Γυναίκα – ερωτικός λόγος και εξωτικό στοιχείο
Oι εξωτικές μεταμορφώσεις της γυναίκας είναι ένα μοτίβο υπερφυσικού χαρακτήρα που χρησιμοποιείται κατ’ επανάληψη από τον Παπαδιαμάντη, για να εμφυσήσει το δέος μπρος στο απόκοσμο είτε τονίζοντας το φυσικό γυναικείο κάλλος είτε τις δυνάμεις του κακού που θεωρεί ότι εκπορεύονται από τη γυναικεία φύση. Η γυναίκα υπόκειται σε εξω-πραγματικές μεταμορφώσεις και μεταβαίνει από τη μυθολογία στα παραμύθια, στους θρύλους και στις λογοτεχνικές παραδόσεις: νεράϊδες και κάθε είδους ξωτικά εξουσιάζουν τη φύση μέσω των υπερκόσμιων ιδιοτήτων τους286. Σύμφωνα με την Margaret Alexiou (2002: 164) οι μύθοι δεν πεθαίνουν με το πέρασμά τους από την προφορική στη γραπτή παράδοση, αντίθετα μεταμορφώνονται αλλάζοντας σχήμα, όπως ο Πρωτέας. Έτσι, γνωρίζοντας ο Παπαδιαμάντης τη πληθώρα των λαογραφικών παραδόσεων, ασχολείται με μεγάλη επιδεξιότητα με τη λογοτεχνική τους ανάπλαση. Οι γυναικείες μεταμορφώσεις αναφέρονται σε νεράϊδες, νύμφες, φαντάσματα, δαίμονες και εξωτικά πλάσματα όπως γοργόνες, σειρήνες, δρυάδες, που κατοικούν στις θάλασσες και στα βουνά της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Στο Όνειρο στο κύμα, η ονειρική μετουσίωση της γυναίκας ανάγεται σε θείο όραμα, όπως έχει ιήδη αναλυθεί287 (Άπαντα, Όνειρο στο κύμα, 422: «… ήτο … νηρηΐς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων …»). Στη Γλυκοφιλούσα, στο άγριο τοπίο, στο οποίο είναι κτισμένη η εκκλησία της Παναγίας, κατοικούν ξωτικά πλάσματα (Άπαντα, η Γλυκοφιλούσα, 76-77: «…
286 Πρβλ. Κυριακίδη (α.χ.: 34)
287 Βλ. σχετ. Κεφ. Γ΄, παρ. 1.
158
ανεμόπληκτοι βράχοι εναλλάσονταν αρμονικώς με πλουσίας λόχμας … η νηρηΐς ανέβη εις το απάτητον ύψος της αιχμηράς, βραχώδους προβλήτας ηωρείτο επάνω της αβύσσου … ο ευσεβής προσκυνητής θα εύρισκεν … παρηγορίαν εις το να θεωρή μόνον την πενιχράν κανδήλα καίουσαν εμπρός εις την ωραίαν εικόναν την ζωγραφισμένην …»).
Οι νεραϊδογέννητες γυναίκες εμφανίζονται γενικά σε εγκαταλελειμμένους τόπους και τρομακρατούν τους περαστικούς. Στα κρούσματα, αποκαλύπτεται η συνύπαρξη ανθρώπων και ξωτικών (Άπαντα, Τα κρούσματα, 154-157: «… και δύο μεγάλοι αιγιαλοί ένθεν και ένθεν απλώνονται εις τα θεμέλια δύο φοβερών κρημνών … ούτε είναι ορατή της θαλασσίας νύμφης η παστάς … όλον το χωρίον ήτον ερείπιον … τα φαντάσματα δεν έπαυαν να εμφανίζωνται την νύκταν …»). Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, τα φαντάσματα είναι ορατά από τους αλαφροΐσκιωτους σε ορισμένες περιπτώσεις. Ο Αγάλλος στα ρόδινα ακρογιάλια ύστερα από μακρόχρονη απουσία στο εξωτερικό, επιστρέφοντας στην πατρίδα του συναντά την ξεχασμένη μηνστή του εκεί που δεν περιμένει (Άπαντα, Τα ρόδινα ακρογιάλια, 246: «… εις τους μύλους … στο ρέμα της Κεχριάς … βλέπει εν λεπτόν αόριστον σχήμα, το οποίον εγλίστρα επάνω στα χιόνια … μ’ εξέχασες … είπε μια λεπτή ψίθυρος παραπονετική φωνή …»). Στο αυτοβιογραφικό διήγημα Αμαρτίας φάντασμα, μια παλιά νεανική αγάπη εμφανίζεται με αλλόκοτη μορφή (Άπαντα, Αμαρτίας φάντασμα, 226: «… ησθάνθην αιφνίδιον φόβον … ως τοπικόν άστρον λευκόν αλλά κάτι οπίσω του μαύριζε όπως η κάμπη στον λευκόν κρίνο … Αμαρτίας νεότητός μου και αγνοίας μου μη μνησθής Κύριε …»).
Σε αρκετά Παπαδιαμαντικά διηγήματα, γίνεται μνεία σ’ αυτή την εξω-κοσμική επαφή που προκαλεί τρόμο. Στης κοκκώνας το σπίτι κατοικούν φαντάσματα την παρουσία των οποίων εκμεταλλεύεται ο Γιάννης ο Παλούκας για να ληστέψει τα παιδιά, που λένε τα κάλαντα (Άπαντα, Της κοκκώνας το σπίτι, 154: «… κατοικητήριον ίσως των φαντασμάτων … το οποίον δεν αγίαζαν οι παπάδες … ήτο ο κατάλληλος σταθμός για να κρυβή κανείς και να περάση ως καλλικάντζαρος [sic] … ο Γιάννης ο Παλούκας … εφόρεσε παλιά ράκη …»). Στα Δαιμόνια στο ρέμα, η εμπειρία που είχε ο συγγραφέας ως παιδί χαράσσεται στη μνήμη του (Άπαντα, Δαιμόνια στο ρέμα, 240: «… στου Χαιρημονά το ρέμα … ο τόπος 159
εκρότιζε, πας μικρός θόρυβος, πνοή ή θρους ηκούετο με πολαπλασίαν έντασιν …»).
Όταν οι γυναικείες μεταμορφώσεις απεικονίζουν τις δυνάμεις του σκότους, παίρνουν εφιαλτικές διαστάσεις. Όπως έχουμε αναλύσει παραπάνω288, στα διηγήματα Αποκριάτικη νυχτιά και Ο Καλόγερος, η σαρκική πάλη είναι μια βασανιστική εμπειρία.
Ο Παπαδιαμάντης εμπνέεται από τον Όμηρο, όπου οι άφθονες παραπομπές στον κόσμο των ξωτικών και των τεράτων διασώζουν τη λαϊκή παράδοση. Οι Ομηρικές νεράϊδες ανήκουν σε μια από τις κατηγορίες των νυμφών και κάποιες φορές δείχνουν την εύνοιά τους, βοηθώντας τους θνητούς.289 Σύμφωνα με την Alexiou (2002: 63), στη μυθολογία οι νεράϊδες θεωρούνται οι πρόγονοι των νυμφών˙ όμως και η Χριστιανική πίστη αποδέχεται την ύπαρξη εξωτικών πλασμάτων που συμμαχούν με τις δυνάμεις του κακού290. Οι νύμφες ή Ξωθιές κατοικούν σε πηγές, λίμνες, σπηλιές και ποταμούς (Χουρδάκης, 2001: 16) και αντιστοιχούν σε ανάλογες υποκατηγορίες, όπως οι Χάρες, οι Ώρες, οι Δρυάδες ή οι Νηρηΐδες291.
Όπως ισχυρίζεται ο Larson (2001: 93) ο ανθρωπομορφισμός είναι κοινός τόπος στην αρχαία λογοτεχνία˙ η απόδοση ζωόμορφων χαρακτηριστικών σε γυναικεία πρόσωπα χρησιμοποιείται για να μεγενθύνει το απόκοσμο. Οι δαίμονες
288 Βλ. σχετ. Κεφ. Γ΄, παρ. 2.
289 Λ. χ. η Λευκοθέα τον Οδυσσέα (Σιδέρη 1998, Ε: 349, 351, 367). Αντιθέτως, η μάγισσα Κίρκη (ο. π., Κ: 223-243) καθυστέρησε με κάθε τρόπο την επάνοδο του ήρωα στην Ιθάκη.
290 Π. χ. «… both the fallen angels of Christian orthodoxy and other Greek demons like lamiai and gelloudes. Eπίσης, η ίδια η ερευνήτρια (ο.π., 167) παραθέτει μια προσωπική μαρτυρία που αναφέρεται σε εμφάνιση νεράϊδας, όπως την άκουσε κατά τη διάρκεια επίσκεψής της, στο χωριό Σκλήθρο Αγιάς, Ν. Λαρίσης.
291 Βλ. σχετ. Σιδέρη (1998, Ν: 108-112) καθώς και (Σ:191-193). Επίσης, ονομαστή ήταν η νεράϊδα Καλυψώ (ο.π., Ε: 59-63) καθώς και η νύμφη Αμάλθεια, η οποία σύμφωνα με τη μυθολογία ανάθρεψε τον Δία στο Ιδαίον Άντρον, πρβλ. (Κακριδή, 1987: 34) και (Μαυροματάκη, 1991: 23).
160
της Ελληνικής μυθολογίας έχουν πρόσωπο γυναίκας και σώμα ζώου για να τρομοκρατούν τους ταξιδιώτες292.
Η Παπαδιαμαντική γοργόνα στη Γυφτοπούλα293, δίχως να έχει κοινά γνωρίσματα με την ξακουστή αδελφή του Μέγα Αλέξανδρου, αναλαμβάνει το ρόλο του προάγγελου του ανέφικτου. Σύμφωνα με τον Προγκίδη (2002: 171-172) απορρίπτει μια αξιοθρήνητη θνητή ζωή προτιμώντας την τελειότητα της εξωγήϊνης μορφής της (Άπαντα, Η Γυφτοπούλα, 606: «… χείλη νύμφης δεν πρέπει να ψεύδωνται … παρήλθε πλέον προ πολλού ο χρόνος, καθ’ ον οι θνητοί ετόλμων ν’ αποβλέπωσι μετ’ επιθυμίας προς τα θεαίνας, αύται δε συγκατέβαινον ενίοτε εις τα παράβολα ταύτα ορμήματα, ων η επιτυχία ήτο χείρων δι’ αυτούς … προωρισμένοι …εις δεινοτέραν συμφοράν και σκληρότερον θάνατον …»). Το ανέφικτο της ένωσης είναι μια λογική που η Ελληνική μυθολογία δέχθηκε υπό όρους294˙ η ένωση ενός θνητού και μιας θεάς ή το αντίστροφο ήταν ένα φαινόμενο επιτρεπτό στο βαθμό, που υπήρχε η θεϊκή συγκατάθεση – εν προκειμένου του Δία – η παραβίαση όμως της φυσικής νομοτέλειας ισοσταθμιζόταν από τον καρπό της ένωσης που κυοφορούσε ημίθεους295. Αν ο κόσμος της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας προβάλλει το εξωπραγματικό και του δίνει μια ισότιμη θέση πλάϊ στο πραγματικό δεν το κάνει από έλλειψη σεβασμού προς το θείο αλλά από μια
292 Λ. χ. οι Λάμιες (Καζαντάκης – Κακριδής, 1998, Μ: 326-327), η Χίμαιρα (ο.π., 1998, Π: 326-329), η Σκύλα και η Χάρυβδη (ο.π., Μ: 440-442). Επίσης, οι Σειρήνες (Σιδέρης, 1998, Μ: 168-183). Το φαινόμενο του ανθρωπομορφισμού παρατηρείται και στην Ινδική μυθογραφία˙ στους Βαιδικούς Ύμνους οι θεοί μεταμορφώνονται σε ζώα, όπως διαπιστώνει ο Θεοτόκης (1993: 360).
293 Βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, παρ. 4.
294 Η Ιαπωνική λογοτεχνική παράδοση διασώζει μια παραλλαγή ενός μύθου (Taketori, 1974: 51), ο οποίος αναφέρεται στο ανέφικτο μιας τέτοιας ένωσης˙ στη Δύση η ίδια ιστορία σχετίζεται με «… a mysterious young girl, even she has come from heaven, dreams only of becoming united with the mortal …». Αλλά στην Ανατολή η «… Kaguya … cannot fall in love with a human being …» επειδή, σύμφωνα με τον αρθρογράφο «… there is … an invisible but not unbridgeable gap between humans and beings from the surerhuman world; their relationships are never definitive, nor can they ever enter each other’s world …».
295 Βλ. σχετ. Στεφανίδη (2002: 14-17) τόμ. 13, Burkert (1997: 153-155) για τον Ηρακλή και Mosse
(1991: 63) για τον Αχιλλέα.
161
ενδόμυχη πίστη προς τη δύναμη του θαύματος που κινεί τους διδακτικούς μοχλούς των λαϊκών
Όπως καταλήγει η Γκασούκα (1998: 50), η γοργόνα–στοιχειό παραλληλίζεται με τη Εύα και την Καλυψώ και καταφέρνει να προσηλυτίσει τον άνδρα στην παγανιστική λατρεία χρησιμοποιώντας τα αρχέγονα γυναικεία όπλα της σαγήνης: «… κατέστη ένερμος κήρυξ … της παλιμψήστου θρησκείας του Πλήθωνος …» (ο. π., 608).
2. 3. Γυναίκα – ερωτικός λόγος και ανιμισμός
O Παπαδιαμάντης, προχωρώντας πιο πέρα καταγράφει τη μυστικιστική σχέση φύσης-γυναίκας-μαγείας-ερωτικού λόγου στο διήγημα Υπό την βασιλικήν δρυν (1901). Το ψηλόκορμο δέντρο παίρνει υπερφυσικές διαστάσεις στην παιδική φαντασία του συγγραφέα˙ πρόκειται για μια λογοτεχνική μεταφορά φυσιολατρικού παγανισμού και ανιμιστικού ερωτικού λόγου (Άπαντα, Υπό την βασιλικήν δρυν, 326-327: «… οι κλώνες της … ούλοι ως η χαίτη του λέοντος, προείχον αναδεδημένοι, εις βασιλικά στέμματα … ήτον … άνασσα του δρυμού … δέσποινα αγρίας καλλονής … έθαλπον οι ζωηφόροι οποί της έρωτα θείας ακμής … η κορυφή της βαθύκομος … εφάνταζε εις το όμμα, έμελπε εις το ους, εψυθίριζεν εις την ψυχήν φθόγγους αρρήτου γοητείας …»). Η μυστηριακή συνύπαρξη γυναίκας-φύσης αποκαλύπτεται σε όνειρο στον συγγραφέα-παιδί κατά τη διάρκεια μιας Πασχαλινής εξόρμησης: «… έτρεχον δια να φθάσω ταχέως, ν’ ασπασθώ την ερωμένην μου – επειδή η δρυς υπήρξε η πρώτη παιδική μου ερωμένη … κάθιδρος και πνευστιών … εις την σκιάν του πελωρίου δέντρου … ο Μορφεύς μ’ εβαυκάλησε … η ρίζα του μου εφάνη ως δύο ωραίαι εύτορνοι κνήμαι … ο κορμός … εμορφούτο εις οσφύν, εις κοιλίαν και στέρνον … οι … κλάδοι … ως δύο βραχίονες … το αειθαλές φύλλωμα … ως κόμη πλουσία κόρης … λυομένη, κυματίζουσα … ειπέ να μου φεισθούν, να μη με κόψουν … δεν είμ’ εγώ νύμφη αθάνατος˙ θα ζήσω όσον αυτό το δέντρον …» (ο.π., 328). Το υπερφυσικό στοιχείο ακολουθεί τα βήματα του φυσικού˙ έτσι έγινε πράγματι κι όταν το δέντρο κόπηκε «… ο Βαργένης … σαν τόκοψε κι ύστερα δεν είδε χαΐρι … πέθανε …Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο …» (ο.π., 329).
162
Η νύμφη-Δρυάδα εμφανίζεται και στη Γυφτοπούλα, προστατεύοντας τον Πλήθωνα από καταιγίδα κατά τη διάρκεια οδοιπορίας (Άπαντα, η Γυφτοπούλα, 625: «… νύκτα τινά, ενώ διήρχετο μόνος δάσος τι, [sic]και … καταιγίς εξερράγη, [sic] και εζήτησε να στεγασθή υπο δρυν τινά … παρά τη ρίζαν … βλέπει θύραν ανοικτήν … φως έλαμψεν ένδοθεν του οικήματος … ότε δε απεκοιμήθη [ο Πλήθων]… τότε εφάνη καθ’ ύπνους η Δρυάς … ψηλή και ωραία … εφόρει εγκαρσίως … περί τας λαγόνας … πρασινόχρουν οθόνιον, το δε λοιπόν του σώματος ήτο γυμνόν …»).
Σύμφωνα με την Γκασούκα (1998: 131, 211), γενικά στα διηγήματα προβάλλονται οι μαγικές τελετουργίες ενώ στα μυθιστορήματα τα οράματα296. Η υποχώρηση του δεισιδαιμονικού στοιχείου είναι ιδιαίτερα αισθητή στα λεγόμενα Αθηναϊκά διηγήματα, καθώς εκλείπει το φυσικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται αυτή η σχέση. Στις παραπονεμένες, αποδοκιμάζεται η τάση κερδοσκοπίας κάποιων απατεώνων, όπως της γυναίκας που χρησμοδοτεί κρατώντας την εικόνα της Παναγίας (Άπαντα, Οι παραπονεμέμες, 195: «… η Μαριγούλα κοντεύει να είναι νύφη … και να μην είναι … η Μαρίκα θα γίνη … η Κούλα δεν έχει πλέον τον άνδρα της … τα πλάσματα αυτά θα ήσαν διατεθειμένα να δράξωσιν άμα προσφερομένην την παραμυθίαν την εκ της θρησκείας …»).
Κατά τον ισχυρισμό της Παπαγεωργοπούλου (2002: 34-36), συχνά η εμφάνιση του υπερφυσικού στοιχείου λαμβάνει βιωματικό περιεχόμενο καθώς εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο μιας θρησκευτικής ή λαϊκής δοξασίας. Οι συνειρμικές προεκτάσεις και οι συμβολικές συσχετίσεις συνεισφέρουν στη
296 Ο παραπάνω ισχυρισμός δεν επιβεβαιώνεται απόλυτα καθώς η παρούσα έρευνα φέρνει στο φως στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τόσο στα μυθιστορήματα όσο και στα διηγήματα η προβολή των οραμάτων, των δοξασιών και των μαγικών πρακτικών συνυφαίνεται στην πλοκή του έργου κατά τρόπο παραβολικό και συχνά αλληγορικό. Αρχικά, η τεχνική αυτή παρατηρείται στη μυθιστορηματική δημιουργία του Παπαδιαμάντη παρόλο που η θεματική της είναι επηρεασμένη από την Ευρωπαϊκή ρομαντική λογοτεχνία˙ η παρεμβολή του υπερφυσικού στοιχείου εναρμονίζεται με την εξέλιξη της υπόθεσης. Στα διηγήματα, η προβολή του εξω-πραγματικού παράγοντα, αρκετές φορές, βρίσκεται στο κέντρο μιας αφήγησης που φωτίζει τις πράξεις των ηρώων˙ ο αόρατος και ο ορατός κόσμος συνυπάρχουν διαμορφώνοντας μια διαφορετική κοινωνική και λογοτεχνική πραγματικότητα. Βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, παρ. 1, 2, 3 και Κεφ. Γ΄, παρ. 2 καθώς και Κεφ. Ε΄ παρ. 2. 163
ρεαλιστική πρόσληψη του εξω-πραγματικού στοιχείου. Όπως προσθέτει η ίδια (ο.π.), η σκιαγράφηση χαρακτήρων νατουραλιστικής σύλληψης297 ανατρέπει την πραγματική υπόστασή τους με το πλήθος των αλληγοριών και την ανάδειξη μιας ποιητικής ατμόσφαιρας, στην οποία το θρησκευτικό συναίσθημα βιώνεται ως μυστικιστική σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Στην παραπάνω άποψη φαίνεται να συγκλίνει και ο Ιωάννου (1985: 16), ο οποίος θεωρεί ότι στο έργο του Παπαδιαμάντη οι λαϊκές παραδόσεις ακόμη και οι παγανιστικές παρουσιάζονται ως διαισθήσεις της ανθρώπινης ψυχής για την παρουσία του Θεού μέσα στη φύση.
2. 4. Συμπεράσματα
Το υπερφυσικό στοιχείο λοιπόν στο σύνολο του Παπαδιαμαντικού έργου δεσπόζει δια μέσου των διαπροσωπικών σχέσεων˙ οι γυναίκες ως φορείς του καλού και του κακού αντιπαραβάλλουν την απωλεσθείσα κοινωνική τους εξουσία στο χώρο του εξω-λογικού. Οι γυναίκες τόσο στο μυθιστορηματικό όσο και στο διηγηματογραφικό κόσμο του Παπαδιαμάντη στρέφονται στο χώρο της μαγείας και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία λόγω της μειονεκτικής κοινωνικής τους θέσης, όπως έχει αναλυθεί παραπάνω298. Τα αίτια της σχέσης γυναίκα-μαγεία έχουν προέλευση ταξική και ολότελα προσδιορισμένη από τους παράγοντες που συνάδουν στη διαμόρφωση της ιδεολογίας του φύλου. Οι συνέπειες της σχέσης αυτής είναι φανερές στο κοινωνικό σύνολο και αντικατοπτρίζονται και στο λογοτεχνικό έργο˙ η κυριαρχία των γυναικών έναντι των ανδρών είναι σχεδόν απόλυτη επειδή θεωρείται μέρος των χθονίων δυνάμεών τους.
H συνένωση του Χριστιανικού και του ειδωλολατρικού στοιχείου, της πίστης και της θυμοσοφίας μετασχηματίζεται αλχημιστικά στη λογοτεχνική δημιουργία του Παπαδιαμάντη. Η συνάντηση της κλασσικής Ελλάδος και του χριστιανικού πνεύματος συγκεραίνεται στον Παπαδιαμάντη με την καταγραφή της καθημερινής βιοπάλης, εκεί που τα όρια προσδιορισμού του υπερφυσικού και του θρησκευτικού παράγοντα δεν είναι σαφή˙ αλληλοεμπλέκονται και συνυπάρχουν. Η
297 Για τα νατουραλιστικά στοιχεία στο έργο του Παπαδιαμάντη, βλ. σχετ. Ε. Πολίτου-Μαρμαρινού (1997: 116- 128) και της ιδίας (1996: 423-433).
298 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄. παρ. 2, 3, 4. 164
συνάντηση αυτή δημιούργησε συκγρούσεις και αλληλεπιδράσεις299. Είναι γεγονός ότι ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός κατάφεραν να περάσουν από τους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους σε μια συμπόρευση συμπληρωματικού χαρακτήρα που είναι ορατή στο έργο του Παπαδιαμάντη300.
Οι κόσμοι του επιτρεπτού και του απαγορευμένου επικοινωνούν μεταξύ τους ως συγκοινωνούντα δοχεία˙ δια μέσου μιας στρατηγικής ανταλλαγών. Οι γυναίκες κινούνται με ιδιαίτερη ευελιξία ανάμεσα στους δύο κόσμους και αναγκάζονται σε αντισταθμιστικές κινήσεις301, όταν δίδεται περισσότερο έδαφος στο απαγορευμένο. Επίσης, οι υποχωρήσεις εκ μέρους των γυναικών θεωρούνται ελιγμοί που γίνονται για να καλύψουν κοινωνικές αντιδράσεις, καθώς προβαίνουν κατά μια έννοια σε υπερβάσεις. Οι γυναίκες, ενώ φαινομενικά υποχωρούν στους κανόνες του επιτρεπτού εξουσιάζουν, εν τέλει, τις δυνάμεις του απαγορευμένου. Η εξερεύνηση του αόρατου κόσμου του γυναικείου μυστικισμού προκαλεί τον μελετητή στην αποκάλυψη των προθέσεων του ίδιου του συγγραφέα, που υπερβαίνουν κάποιες φορές ακόμη και τις διαθέσεις του.
3. ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΠΑΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ
Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη - ένα μωσαϊκό λέξεων της καθαρεύουσας στα αφηγηματικά μέρη, της δημοτικής στα διαλογικά, μιας πληθώρας Ευαγγελικών ψαλμών και Ομηρικών παραπομπών - είναι ένα πολυσυζητημένο θέμα. Η αξιοποίηση των δυνατοτήτων της γλώσσας ως εκφραστικού μέσου, σύμφωνα με τον Ελύτη (1976: 55), στο έργο του Παπαδιαμάντη «… διατρέχει τις σελίδες του και μαγνητίζει τις λέξεις … οι οποίες συναντιώνται σε μια φράση όπως ο αέρας τα λουλούδια σ’ έναν αγρό …»302.
299 Η σημασία της ιστορικής αυτής πρόκλησης αναλύεται από τον Ζηζιούλα (1976: 558), τον Γιανναρά (1988: 219-225), τον Αργυρίου (1979: 176) και από τον Chadwick (1966: 27).
300 Βλ. σχετ. Μπαμπινιώτη (2003: 69Α33).
301 Λ. χ. η πράξη αυτοχειρίας της μιας εκ των τριών γυναικών καθώς και η στάση των υπολοίπων στο διήγημα Οι μάγισσες. Βλ. σχετ. Κεφ. Ε΄ παρ. 1. Επίσης, πρβλ. Χ. Ιγγλέση (1990: 250).
302 Η παραπάνω άποψη αναφέρεται και από την Αγγελική Παπαγεωργοπούλου (2002: 35).
165
Επίσης, η ρήση του Παλαμά (Τριανταφυλλόπουλος, 1979: 36) ότι «… η Μούσα του Παπαδιαμάντη … ζη τον περισσότερο καιρό σα βυθισμένη στο όνειρο της πατρίδας πέρα …» 303, υποδηλώνει την αναζήτηση του νόστου στο περιεχόμενο του έργου του.
Ο σκοπός αυτής της ενότητας είναι η διερεύνηση της χρήσης της γλώσσας τόσο στην ανάπτυξη του Παπαδιαμαντικού ύφους όσο και στη δυναμική της σχέσης φύση-γυναίκα-(μαγεία)-ερωτικός λόγος. Προβληματισμοί που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της ανάλυσης, εντοπίζονται στα εξής:
α) Πώς οι συνέπειες της σχέσης γλώσσα-ερωτικός λόγος επιδρούν στην αφηγηματική ροή.
β) Πώς υποστηρίζεται η ανάδειξη του ερωτικού λόγου στα έργα που ήδη εξετάστηκαν.
Όπως σωστά διαπιστώνει ο Παπαγιώργης (2002: 61) ο Παπαδιαμάντης εγκολπώνει τη γλωσσική Ελληνική παράδοση στο έργο του˙ την αρχαία, τη Βυζαντινή και τη νεότερη304. Έτσι, συνεχίζει ο μελετητής, ο συγγραφέας Παπαδιαμάντης ξανοίχτηκε γενναία σε μια ελεύθερη γλωσσική πρόσμειξη που υπαγορευόταν από την καλλιέργεια και την ηθική του˙ την καθαρεύουσα με αρχαΐζουσες μνήμες ως τη λαϊκή ντοπολαλιά. Σε ένα γνωστό άρθρο του, ο Παπαδιαμάντης305 παρατηρεί: «… άλλως νοούμεν, άλλως ομιλούμεν και άλλων γράφομεν … η γλώσσα η Ελληνική έπρεπε να βλέπη μακράν … την λαμπράν αίγλην της αρχαίας … τας γλώσσας τας νεωτέρας έπρεπε να τας έχη σύμπλους …», αναφερόμενος προφανώς στο λεγόμενο γλωσσικό ζήτημα306. Αν και αρεσκόταν
303 Ο Καλοσπύρος (2002: 21) ξεκινά το προοίμιο της έρευνάς του για το Παπαδιαμαντικό ύφος, βασιζόμενος σ’ αυτή την παρατήρηση.
304 Ο Βαλέτας (1972: μ΄) αναφέρει τη γνώμη του Καμπούρογλου ότι «… η Ελληνική γλώσσα είναι μια … και κάθε τύπος της αρχαία, μεσαιωνικά, σημερινά είναι ομοίως εύχρηστα δια τον λογοτέχνην …». Επίσης, ο Weineberg (1977: 40, 64) κάνει λόγο για μικτή γλώσσα και εξετάζοντας διεξοδικά τη χρήση των μετοχών σε –μένος στη Φόνισσα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συχνότητα εμφάνισης μετοχών της δημοτικής είναι 66, 5% ενώ της καθαρεύουσας 33, 5%.
305 Άπαντα, Γλώσσα και Κοινωνία, 296.
306 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 1. Για την απαρχή του γλωσσικού ζητήματος, βλ. σχετ. Douglas (1989: 385) με έμφαση στην υποσ. 21. Επίσης, ο Βακαλόπουλος (1982: 980), για το συγκεκριμένο θέμα 166
στην περιγραφή λαϊκών τύπων, θα περίμενε κανείς να προτιμήσει τη χρήση της δημοτικής γλώσσας˙ εντούτοις η αιρετική επιλογή του τον έκανε να φαίνεται τόσο σύγχρονος αλλά και αναχρονιστικός σε σχέση με άλλους λογοτέχνες της γενιάς του307.
Ο Παπαδιαμάντης εφάρμοσε πολύ νωρίτερα αυτό που ο Μπαμπινιώτης (α. χ., 151) υποστήριξε με σθένος για τη νεοελληνική γλώσσα: «… είναι οργανικό προϊόν συνθέσεως από στοιχεία που έχουν ληφθεί από τις δυο γλωσσικές μας μορφές308 με την πιο χαρακτηριστική για τη λειτουργία της γλώσσας διαδικασία, την επιλογή …». Είναι χαρακτηριστική η τεχνική αυτή από την πρώτη συγγραφική του απόπειρα, τη Μετανάστιδα (Άπαντα, Η Μετανάστις, 77: «… Η Μαρίνα εκάθητο μεταξύ του πλοιάρχου και του Ζέννου … ο μνηστήρ αυτής
υπογραμμίζει τη στάση του Ροΐδη που, ενώ ήταν ακραιφνής καθαρευουσιάνος, υποστήριζε τη δημοτική: «… έχουμε καταλήξει με την ενέργεια μιας μακριάς συνήθειας να έχουμε δύο γλώσσες τέλεια ξεχωριστές, μια για τα μάτια και άλλη μια για τ’ αυτιά ...». Επίσης, για τις Παπαδιαμαντικές θέσεις απέναντι στη λειτουργία της γλώσσας, πρβλ. Φωτίου (1992: 34), του ιδίου (2001: 64-66) καθώς και Παπαθανασίου (2001: 64-68).
307 Λ. χ. οι αξεπέραστες περιπτώσεις των Καβάφη και Κάλβου στην ποίηση, οι οποίοι συμβαδίζουν γλωσσικά με τον Παπαδιαμάντη. Επίσης, μια πλειάδα πνευματικών ανθρώπων της εποχής εκείνης ενστερνίζονται τη χρήση μιας ελευθεριάζουσας καθαρεύουσας, όπως ο Βυζηινός, ο Κονδυλάκης, ο Νιρβάνας, ο Καμπούρης, ο Πολυλάς, ο Βερναδάκης και ο Χατζηδάκις. Ο ισχυρισμός του Παπαγιώργη (ο.π., 59) ότι ο Παπαδιαμάντης δεν αντιμετώπισε διλήμματα σαν του Καρκαβίτσα, που έγραψε τη Λυγερή σε καθαρεύουσα, το Ζητιάνο και τα Λόγια της πλώρης σε δημοτική, έρχεται σε αντίφαση με τη διιαπίστωση του Βαλέτα (1972: λθ΄) που παρατηρεί ότι στα έργα του η καθαρεύουσα εναλλάσσεται με τη δημοτική. Ενώ γράφει τη Γυφτοπούλα σε γνήσια καθαρεύουσα, δοκιμάζει τη δημοτική στην Αγία Αναστασά και απλουστεύει τη γλώσσα στον Έρωτα στα χιόνια για να φτάσει να γράψει την Αποσώστρα (1905) και το Άνθος του γιαλού (1906) σε δημοτική.
308 Ο Μπαμπινιώτης (ο.π.) ορθά κάνει λόγο για πρόβλημα διμορφίας κι όχι διγλωσσίας˙ έννοια που έχει χρησιμοποιηθεί λαθεμένα από άλλους ερευνητές, όπως από τον Τομπαΐδη (1989: 66) όπου αναφέρει τον όρο τεχνητή διγλωσσία και από την Αlexiou (2002: 19), η οποία μιλά για πολυγλωσσία. Για τη χρήση και την εφαρμογή της δημοτικής, πρβλ. Πάνου (α.χ., 12-13), Κ. Δεσποτοπούλου (α. χ., 90-91), Α. Τσοπανάκη (α. χ., 95-97) καθώς και Palmer (1980: 198). Γενικά, αξιόλογες μελέτες για τη γλώσσα έχουν δημοσιεύσει τόσο Μπαμπινιώτης (1980) και (1985) όσο και ο Κριαράς (1988) καθώς και ο Ανδριώτης (1995).
167
εφαίνετο … ακτινοβολών εκ χαράς. Την αυτήν … εσπέραν … είχε συναντήσει τον Κώτσον καθ’ οδόν.
- Σε εζήτουν προ ημερών …
- Τι τρέχει, φίλε μου …
- Θέλω να σε είπω κάτι …»).
Η ενέργεια της γλώσσας, σύμφωνα με τον Βέλτσο (α. χ., 159-160, 164), είναι μια μετασχηματική κοινωνική δύναμη˙ η γλώσσα είναι ύλη και ενέχει στο ακέραιο όλα τα στοιχεία της ύλης. Εγγράφει λοιπόν στο ίδιο της το σώμα τις κοινωνικές εξελίξεις και ως ενέργεια διαμορφώνει το κοινωνικό γίγνεσθαι ενώ ως αποτέλεσμα παρουσιάζει την πορεία των κοινωνικών γεγονότων309. Υπό το πρίσμα αυτό, το έργο του Παπαδιαμάντη είναι μια σπουδαία γλωσσολογική υποθήκη, άξια προς περαιτέρω διερεύνηση310. Τα παραπάνω στοιχεία ενσωματώνονται και αποκαλύπτονται στους Εμπόρους των Εθνών (Άπαντα, Οι Έμποροι των Εθνών, 153-154: «… Η Αυγούστα … εξέπεμπεν κραυγήν και ήρχισαν να τρέμωσι τα μέλη του σώματος αυτής …
- Σας ζητώ συγνώμην γονυπετώς, κυρία, είπε [ο Σανούστος] …
- Ο σύζυγός μου; είπεν η Αυγούστα …
- Νομίζω ότι κοιμάται …»).
309 Η μελέτη του Βέλτσου στηρίχτηκε κυρίως στα συμπεράσματα του Ελβετού γλωσσολόγου F. de Saussure, ο οποίος άσκησε μεγάλη επίδραση στην Ευρωπαϊκή γλωσσολογική σκέψη. Στην παρούσα εργασία δεν αναλύεται λεπτομερώς η χρήση της γλώσσας του Παπαδιαμάντη ως κώδικας έκφρασης υποομάδων, τάξεων ή φορέων κοινωνικών γεγονότων, όπως λ.χ. των γυναικών των λαϊκών αγροτικών στρωμάτων ή των γυναικών της αστικής τάξης. Θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα κάποιας άλλης έρευνας αν και έγινε ήδη μια σχετική νύξη για το γλωσσικό υβριστικό γυναικείο ιδίωμα. Βλ. σχετ. Κεφ. Α, παρ. 3, υποσ. 43.
310 Για την Παπαδιαμαντική δημιουργία αναμένεται κάτι αντίστοιχο με τις μελέτες του Χαραλαμπάκη (2001) για την Κρητική λογοτεχνία καθώς και της Χ. Καραντζή (2000) για την αποτίμηση της προσφοράς του Κάλβου στα Ελληνικά γράμματα. Ας σημειωθεί η αξιόλογη συνεισφρορά του Ρωμαίου (1941: 64-65) για το γλωσσικό ιδίωμα της Σκιάθου, φυσικά το πολύτομο έργο του Ρήγα (1958, 1962, 1968, 1970) Σκιάθου Λαϊκός πολιτισμός καθώς και του Φραγκούλα (1978).
168
Η γλώσσα κρύβει μέσα της μια ανάμνηση του ίδιου της του παρελθόντος˙ κάτι που είναι ιδιαίτερα αισθητό στον Παπαδιαμάντη. Όπως διαπιστώνει ο Lopez Eire (2003: 31-32) η σύγχρονη γλωσσική προσέγγιση έχει καταστήσει σαφές ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο ένα πολιτισμικό εργαλείο αλλά μια πράξη 311, ένα μοναδικό ρεπερτόριο ιδεών, μια δράση και κοσμοθεώρηση. Η γλωσσαναλυτική άποψη του φιλοσόφου Wittegenstein (1889-1951) συμπικνώνεται σε σημείωσή του (Wittgenstein, 1994: 77): «… όταν παρατηρούμε την πραγματική χρήση μιας λέξης, βλέπουμε κάτι κυμαινόμενο … αντιπαραθέτουμε σ’ αυτό το κυμαινόμενο πράγμα κάτι σταθερότερο, όπως ο ζωγράφος που απεικονίζει στατικά την αενάως μεταβαλλόμενη όψη ενός τοπίου ... ». Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο ερωτικός Παπαδιαμαντικός λόγος είναι μια μεταβαλλόμενη όψη ενός τοπίου, όπου η κυμαινόμεμη σημασία των λέξεων σχηματίζει μια λογοτεχνική πραγματικότητα. Μια παράμετρος αξιοπρόσεκτη στο έργο του Παπαδιαμάντη είναι η κοινωνιογλωσσολογική εξέταση που αποκαλύπτει τη γλωσσική και κοινωνκή διαφοροποίηση, σύμφωνα με τη Μ. Σετάτου (α. χ., 81-82). Στη Γυφτοπούλα η χρήση της γλώσσας αποκτά ένα λειτουργικό, ψυχολογικό και κοινωνικό υπόβαθρο ενώ η κυμαινόμενη σημαντικότητα των λέξεων αιωρείται (Άπαντα, η Γυφτοπούλα, 628- 629: «… Ο φιλόσοφος [Πλήθων] έβλεπε τον δισταγμόν της [Αϊμάς] δια μέσου των βλεφαρίδων της, αίτινες εσκέπαζον τους τεταπεινωμένους αυτής οφθαλμούς …
- Φίλος; επανέλαβε μετά πικρίας η Αϊμά! Και με καταδιώκεις …
-Εγώ;
- … Από τότε που ήμουν μικρή! Δεν με έρριψες εις τον κρημνόν δια να αποθάνω;
Ο Πλήθων ανεσκίρτησε βιαίως …»).
3. 1. Η Εκκλησιαστική γλώσσα
Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη είναι ένας παράγοντας που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, όπως έχει προαναφερθεί312. Επίσης, η σχέση του με την Εκκλησιαστική γλώσσα δεν υπήρξε
311 Ο μελετητής κάνει αναφορά σε ρήση του φιλοσόφου Wittgenstein από το έργο του Tractatus Logico philosophicus.
312 Βλ. σχετ. εισαγωγή και Κεφ. Α΄, παρ. 1. 169
πρόσκαιρη λογοτεχνική θητεία, μεταξύ των ρητών και των έμμεσων αναφορών σημαντική θέση κατέχουν οι Δαβιτικοί ψαλμοί (Καλοσπύρος, 2002: 23-26). Ο ίδιος ο συγγραφέας εκφράζει συχνά την άποψή του313: «… η γλώσσα, εις ην ταύτα [τα ιερά άσματα]είναι γεγραμμένα [έγινε] καταληπτή ως έγγιστα, [sic] και εις τους αγραμμάτους …» καθώς και «… όλα είναι εξηγημένα˙ όλα τα έχει η εκκλησία σε απλή γλώσσα …»314. Όπως ισχυρίζεται ο Rabinowits (α. χ. : 316-321), οι λέξεις της Βίβλου δεν είναι μεμονωμένα εργαλεία επικοινωνικής σκοπιμότητας˙ για τους πιστούς αποτελούν επαρκείς αιτίες γεγονότων, φορείς δημιουργικής πνοής και καταστροφικής δύναμης. Ο Παπαδιαμάντης συνηθίζει να εντάσσει τη γλώσσα της Εκκλησίας στο έργο του αλλά και να ιερουργεί λογοτεχνικά, όπως στους Εμπόρους των Εθνών, όπου παραθέτει ατόφια χωρία από τους ψαλμούς315˙ προφητικά λόγια που αντιστοιχούν στην ψυχική κατάσταση της Αυγούστας λίγο πριν το τέλος (Άπαντα, Οι Έμποροι των Εθνών, 320: «… η καρδία μου εταράχθη, εγκατέλιπέ με η ισχύς μου και το φως των οφθαλμών μου και αυτό ουκ έστι μετ’ εμού …»). Η παραπάνω διαπίστωση περικλείει μια αντίφαση ορατή και σε άλλα έργα316, όπου ο εκκλησιαστικός λόγος υπάρχει χωρίς να γίνεται κατανοητός από τα πρόσωπα των έργων του, αντιθέτως προσπερνιέται ή παρερμηνεύεται317. Σύμφωνα με τον Παπαγιώργη (2002: 143), οι αναφορές στα εκκλησιαστικά κείμενα είναι μόνιμες στα έργα του Παπαδιαμάντη και λειτουργούν σαν ψαλμωδικοί συνειρμοί. Μια δεικτική στάση του συγγραφέα απέναντι στον κλήρο συμπεραίνεται από κάποια περιστατικά, όπως αυτό που εξιστορείται στις λίρες του Ζάχου (Άπαντα, Οι λίρες του Ζάχου, 291: «… ο παπά-Καισάριος … ως προεστώς Ιδιορρύθμου μοναστηρίου
313 Άπαντα, Αποσπάσματα σκέψεων, Η μουσική και τα Iερά Ευαγγέλια, 376.
314 Άπαντα, Επιμηθείς εις τον βράχον, 590.
315 Κατά τον Τριανταφυλόπουλο (1989: ιη΄) αρκετά χωρία από αυτά που παρουσιάζονται στα έργα του Παπαδιαμάντη έχουν υποστεί σημαντικές φθορές. Βλ. σχετ. του ίδιου (1979: 997) καθώς και την εισαγωγή της παρούσας εργασίας με ιδιαίτερη έμφαση στις υποσ. 11, 12.
316 Λ.χ. Άπαντα, Η Φόνισσα, 430, 516.
317 Βλ. σχετ. Μαντά (2001: 9), ο οποίος επισημαίνει την αδυναμία της Φραγκογιαννούς να κατανοήσει τον γλωσσικό Εκκλησιαστικό κώδικα και κατά συνέπεια τη φραγή της εισόδου της στο χώρο της μετάνοιας και της σωτηρίας.
170
είχεν ιδίαν περιουσίαν, ηρνείτο να δίδη χρήματα εις τους συγγενείς του, λέγων ότι τα καλογηρικά γρόσια γίνονται φίδια και σας τρώνε …»).
Η αποδικωποίηση του Εκκλησιαστικού λόγου στην Παπαδιαμαντική δημιουργία παρέχει σημαντικές πληροφορίες που οδηγούν στην κωδικοποίηση του ερωτικού λόγου. Η έκταση των γνώσεων του συγγραφέα για την Πατερική παράδοση και τη Βυζαντινή υμνογραφία318 είναι ένα στοιχείο ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο στην καταγραφή της κίνησης του ερωτικού λόγου. Oι ηρωΐδες ενίοτε ανυψώνονται στη σφαίρα ενός ανώτερου κόσμου αλλά και καταβαραθρώνονται λόγω ασέβειας.319
3. 2. Η γλώσσα του Ομήρου
Η χρήση των Ομηρικών παραπομπών στο έργο του Παπαδιαμάντη γίνεται συστηματικά είτε φανερά είτε σιωπηρά. Σύμφωνα με τον Καλοσπύρο (2002: 27-28) σ’ ένα μέρος της δημιουργίας του Παπαδιαμάντη320 όπως και στα Ομηρικά έπη, οι χαρακτήρες είναι γεννήματα της θείας πρόνοιας που πέφτουν σε μια προσωπική περιπέτεια με απρόβλεπτες συνέπειες. Όπως σωστά επισημαίνει ο ίδιος ερευνητής (ο. π.) κοινή αναφορά και στα δυο έργα είναι η εντύπωση της έναρξης της Δημιουργίας δια μέσου της οδού της γνώσεως. Η λογοτυπική χρήση των Ομηρικών σταθερών στην Παπαδιαμαντική λογοτεχνία προσδίδει τη σφραγίδα του κλασσικού σ’ ένα έργο που ενσωματώνει μορφολογικά και συντακτικά γενεές
318 Στην παρούσα μελέτη εξετάζονται οι αναφορές στα Εκκλησιαστικά κείμενα ή τροπάρια που παραπέμπουν στο πρότυπο του θεϊκού πόθου˙ μια εκτενέστερη ανάλυση δεν είναι στόχος της παρούσας ερευνητικής εργασίας. Περισσότερες πληροφορίες, βλ. σχετ. Κελεσόπουλου (1994: 101-103), Σκουβαρά (1960: 53), Βέη (1941: 29-30). Επίσης για τα ποιήματα του Παπαδιαμάντη, πρβλ. Άγρα (1941: 116), Βαλέτα (1941: 117-119), Γριτσόπουλου (1952: 725-727), Παπαθανασόπουλου (1991: 367-369). Αξιομνημόνευτα άρθρα έχουν δημοσιευθεί από τον Τριανταφυλλόπουλο (1986: 84-86), σχετικά με το ίδιο θέμα όπως επίσης και από τον Ναουμίδη (1954: 36-37).
319 Βλ. σχετ. Κεφ. Γ΄, παρ. 2 καθώς και Κεφ. Β΄, παρ. 2, 3.
320 Για τα μυθιστορήματά του, βλ. σχετ. Κεφ. Β, παρ. 2, 3, 4. Επίσης, για τη νουβέλα Χ. Μηλιόνης, καθώς και για τα διηγήματα Η Νοσταλγός, Έρωτας στα χιόνια και Έρως –ήρως, πρβλ. Κεφ. Γ΄, παρ. 4, 5. 171
προγενέστερης λογοτεχνικής καταξίωσης321. Όπως ομολογεί ο Μαρωνίτης (2003: Α 58 / 98), η λογοτεχνική γλώσσα δεν προσφέρεται ως πρότυπο φυσικής ομιλίας, καθώς τα γνωρίσματα της μυθοπλασίας και του μεταφορικού λόγου προκαλούν ακροαματική αμηχανία στην καθημερινή έκφραση. Θέση που υποστηρίχτηκε και από τον Σεφέρη (1984: 66), ο οποίος τόνιζε την τεχνητή φύση της κάθε γραπτής γλώσσας. Αν και καμία λογοτεχνική γλώσσα δεν έχει ομιληθεί322, συμπληρώνει ο Καλοσπύρος (2002: 28) εντούτοις είναι μοναδική η συγγραφή ερωτικών έργων σε μια γλωσσική πολυμορφία που ανάγεται στους όρους μιας εκκλησιαστικής υμνολογίας323.
Σύμφωνα με την Αδάλογλου (1991: 31) η αναφορική λειτουργία της γλώσσας σχετίζεται με τη λογική ενώ η ποιητική με τον συναισθηματικό κόσμο. Επίσης, η συλλογιστική πορεία ενός συγγραφέα διακρίνεται σε παραγωγικούς, επαγωγικούς και αναλογικούς συλλογισμούς που διαμορφώνουν το ύφος του324. Όπως ορθά καταλήγει ο Genette (1997: 91) η στρουκτουραλιστική μελέτη της ποιητικής γλώσσας και των δομών της λογοτεχνικής έκφρασης δημιουργεί μια ένταση στη σχέση κώδικα και μηνύματος. Στη μυθιστορηματική παραγωγή του Παπαδιαμάντη, η ποιητική χρήση της γλώσσας όμως δομεί ένα ιδιαίτερο ύφος που φορτίζει τη ρομαντική ατμόσφαιρα των έργων του325. Η πλούσια καθαρεύουσα
321 Πρβλ. Κεφ. Ε΄, παρ. 2, σχετικά με τις λογοτεχνικές παραπομπές στον κόσμο του Ομήρου.
322 Περισσότερα στοιχεία για τη λογοτεχνική γλώσσα και τις ποικιλομορφίες της όπως τις χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι συγγραφείς, βλ. σχετ. Τομπαΐδη (1989: 21). Επίσης, πρβλ. Φραγκουδάκη (1987: 185) για το λεκτικό πληθωρισμό.
323 Βλ. σχετ. Κεφ. Γ΄, παρ. 2, 4, για τα διηγήματα Όνειρο στο κύμα, Ολόγυρα στη λίμνη, Τα ρόδινα Ακρογιάλια, Το Καμίνι. Αντίστοιχη αναφορά γίνεται στο ποιητικό έργο του Ελύτη, Άξιον Εστί, όπως αναλύεται από την Kachrilla (1981: 23). Είναι αξιομνημόνευτη η σύνδεση που κάνει ο ποιητής με την Ομηρική γλώσσα: «… Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου / … ανεμόδαρτα ρήματα / θεοί μελαχρινοί … / το λάδι αδειάζοντας μες τα πελώρια κιούπια˙ / … ψαλμωδίες γλυκές / Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα – πρώτα Δόξα Σοι …».
324 Στον παραγωγικό συλλογισμό από το γενικό οδηγείται κανείς στο ειδικό, στον επαγωγικό συμβαίνει το αντίστροφο ενώ στον αναλογικό η αναλογία είναι πιθανή καθώς η ορθή χρήση των επιμέρους στοιχείων θα οδηγήσει σε ένα συμπέρασμα για τα ίδια στοιχεία. Στη μελέτη αυτή ακολουθείται η παραπάνω διάκριση της συλλογιστικής πορείας επειδή κρίνεται η πλέον κατάλληλη.
325 Βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, παρ. 1. 172
θαυμάζεται στη Μετανάστιδα (Βαλέτας, 1972: κθ΄) ενώ οι Ευαγγελικές νύξεις χρησμοδοτούν την τελική πορεία, όπως προαναφέρθηκε στους Εμπόρους των Εθνών. Ο Ομηρικός κόσμος συνυπάρχει με το παγανιστικό σκηνικό της Γυφτοπούλας (Άπαντα, Η Γυφτοπούλα, 626: «… Ο Πλήθων αυτομάτως ήνοιξε τους οφθαλμούς … ο ηγέτης του θιάσου … εκράτει χρυσήν λύραν … ήτο ο Φοίβος Απόλλων … ακολούθως διέβη ενώπιον του Πλήθωνος θίασος εννέα περικαλλών παρθένων. Εκράτουν … φόρμιγγας, δι’ ων έμελπον τους ύμνους των θεών …»). Η σχέση γλώσσας-ερωτικού λόγου είναι αναλογική στα μυθιστορήματά του και γι’ αυτό αποκαλυπτική στην πτώση των ηρωΐδων του.
Στη διηγηματογραφία του, ο Παπαδιαμάντης επεξεργάζεται αρμονικά το συγκερασμό των παραπάνω στοιχείων˙ αν και σε πολλά διηγήματα (Βαλέτας, 1972: μς΄) η υπόθεση είναι χαλαρή με μεγάλες παρεκβάσεις, διακοπές και προεκτάσεις, που κατά τον Τριανταφυλλόπουλο (1989: κη΄) παίρνουν τις ελευθεριάζουσες διαστάσεις της Ηροδότειας γραφής. Πάντως, ο ερωτικός λόγος βρίσκει την καλλίτερη έκφρασή του στα διηγήματα που αναλύθηκαν στα Πρώϊμα πάθη326. Από τα ρόδινα ακρογιάλια ως Τ’ αστεράκι, η λειτουργία της γλώσσας παραμένει ποιητική αλλά η σχέση της με τον ερωτικό λόγο είναι παραγωγική. Το όνειρο στο κύμα θεωρείται το απαύγασμα της γυναικείας αναγωγής σε θεία μορφή (Άπαντα, Όνειρο στο κύμα, 263: «… Η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, [sic] κι ελούετο … ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα …»). Στο παραδοσιακό πρότυπο και συγκεκριμένα στο Θέρος-έρος, η σχέση γλώσσας-ερωτικού λόγου είναι επαγωγική˙ η ανάδειξη της φυσικής ομορφιάς της Ματούλας και η προστασία της τιμής της οδηγεί στο ζητούμενο του γάμου (Άπαντα, Θέρος-έρος, 184-185: « Υπό την λεπτήν φανέλλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγε τις ότι είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβίζουσες αποχρώσεις λευκού ρόδου …»).
Στα διηγήματα που κατατάσσονται στο οριακό πρότυπο, η παραπάνω σχέση είναι μια μείξη αναλογικού και επαγωγικού συλλογισμού. Στη Νοσταλγό, η εν λόγω τεχνική δημιουργεί μια ατμόσφαιρα που προβάλλει τον απαγορευμένο
326 Βλ. σχετ. Κεφ. Γ΄, παρ. 2. 173
ερωτικό λόγο327 ενώ στη νουβέλα Χ. Μηλιόνης η δράση διανθίζεται με δίστιχα που θυμίζουν δημοτικά τραγούδια (ο. π.). Στα διηγήματα, που αφορούν περιπτώσεις χηρείας ο ερωτικός λόγος υποτάσσεται στην επίτευξη του προσδοκώμενου στόχου, του θεσμού του γάμου.
Στα διηγήματα που αναλύθηκαν στο υπερβατικό πρότυπο, επαναλαμβάνεται η συγχώνευση ανλογικού και επαγωγικού συλλογισμού ενώ η λειτουργία της γλώσσας εξακολουθεί να παραμένει ποιητική, όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις. Ξεχωρίζουν τα διηγήματα Έρωτας στα χιόνια, όπου ο ερωτικός λόγος ακολουθεί ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή ενώ στο Έρως-ήρως μετουσιώνεται θριαμβευτικά.
Σύμφωνα με τον Σεφέρη (1984: 66), η λογοτεχνία ενδιαφέρεται περισσότερο για τα υλικά που χρησιμοποίησαν οι προηγούμενες γενιές, τον τρόπο που εργάστηκαν και τί απόμεινε ζωντανό. Στο έργο του Παπαδιαμάντη, η προϋπόθεση αυτή γίνεται απαραίτητη για την καταγραφή της πραγματικότητας μιας ολόκληρης εποχής καθώς επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του ποιητή (ο. π., 70) ότι οι ζωντανές γλώσσες όπως και οι ζωντανές λογοτεχνίες αλληλοεπηρρεάζονται. Αν και ο Παπαδιαμάντης δεν ήταν οπαδός του Ψυχάρη328, εντούτοις θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως ο συγγραφέας δεν θα διαφωνούσε μαζί του ότι η γλώσσα είναι το βασικό γνώρισμα της φυσιογνωμίας ενός λαού˙ γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο (Ψυχάρης, 1983: 37).
Το ζήτημα της μετάφρασης του Παπαδιαμάντη στη δημοτική που μοιραία εγείρεται329, συνεπάγεται ένα νέο κείμενο με νοηματική απόχρωση αλλά με γλωσσική σημαντική απώλεια (Παπαγιώργης, 2002: 64). Η ιθαγένεια του κειμένου, συνεχίζει ο ίδιος (ο. π. ) που καθιστά τη γλώσσα εκτός από επικοινωνιακό μέσο, πατρίδα και καταγωγή δεν δύναται να μεταβληθεί. Επίσης, ο Βακαλόπουλος (2000: 200) ισχυρίζεται ότι εμείς πρέπει να πλησιάσουμε τον
327 Βλ. σχετ. Κεφ. Γ΄, παρ. 3.
328 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 1. υποσ. 15.
329 Θέμα που είχε αρχίσει να συζητιέται από το 1949 με τη μετάφραση στη δημοτική μερικών έργων του Παπαδιαμάντη από τον Μυριβήλη.
174
Παπαδιαμάντη κι όχι να προσπαθήσουμε να τον φέρουμε στα νερά μας330. Άποψη με την οποία συμφωνεί και ο Πανταζής (2000: 24), ο οποίος καταρρίπτει το μύθο της δυσνόητης Παπαδιαμαντικής γλώσσας, βασιζόμενος στη ρήση του Eco σχετικά με το σκοπό της ανάγνωσης ενός λογοτεχνικού έργου: «… διαβάζουμε μυθιστορήματα για να αποκτήσουμε εικόνες που θα μας επτρέψουν να τα διαβάσουμε. Μας μυούν σε κόσμους που μας ήταν άγνωστοι και μας γίνονται οικείοι …»331.
3. 3. Συμπεράσματα
Η Παπαδιαμαντική γλώσσα είναι ένας καταλυτικός παράγοντας που συμμετέχει στη διαμόρφωση του ιδιαίτερου ύφους του συγγραφέα332˙ η σχέση της με το πολυδύναμο σχήμα φύση–γυναίκα-(μαγεία)-ερωτικός λόγος είναι πολυσήμαντη και κυμαινόμενη. Η γλωσσική πολυμορφία – στην αφήγηση προτιμάται η καθαρεύουσα, στον διάλογο η δημοτική ως καταγραφή της λαΐκής λαλιάς, χωρία από τα Συναξάρια και τον Όμηρο στην αφηγηματική ροή – εξυπηρετεί τους ποικίλους αφηγηματικούς τρόπους του Παπαδιαμάντη. Οι αναδιηγήσεις, οι αναδρομές, τα μυθικά στοιχεία, οι λαογραφικές δοξασίες και το αντιφατικό μωσαϊκό προσώπων δεν θα μπορούσαν να αποδώσουν τα μέγιστα λογοτεχνικά αποτελέσματα, αν περιχαρακώνονταν στη χρήση μιας γλωσσικής μορφής333. Έτσι, ο ερωτικός λόγος αναδεικνύεται σε μια ανώτερη πνευματική σφαίρα λόγω της παραπάνω τεχνικής.
330 Τα λεγόμενα του Βακαλόπουλου χρησιμοποιούνται ως βάσιμη απόδειξη τόσο από τον Παπαγιώργη (ο. π. ) στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του όσο και από τον Πανταζή (ο. π. ) στον πρόλογο του άρθρου του.
331 Βλ. σχετ. Eco (1983: 33-36) για τις ποικίλες χρήσεις του γλωσσικού κώδικα.
332 Για την ανάπτυξη του Παπαδιαμαντικού ύφους έχει γίνει λόγος παραπάνω. Βλ. σχετ. Κεφ. Γ΄, παρ. 2.
333 Κάτι που δεν έλαβε υπόψην του ο Δημαράς (1949: 375), όταν μιλούσε για έλλειψη ποικιλίας προσώπων στο έργο του Παπαδιαμάντη. Ιδέ πώς η άποψη αυτή δικαιολογείται εν μέρει από τον Παπαγιώργη (2002: 146). 175
4.
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Η θέση του Μερακλή (1998: 11, 12) για τη μεταφυσική της λογοτεχνίας είναι αξιοπρόσεκτη καθώς επεξηγεί την ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει πολλούς συγγραφείς334 και που ως τώρα είχε παραγνωριστεί. Η γλώσσα του κάθε συγγραφέα προσθέτει ο ίδιος (ο. π.) είναι η σφραγίδα της υποκειμενικότητάς του που μεταβάλλει τα στοιχεία της πραγματικότητας ή αλλιώς την πρώτη ύλη˙ αυτό το ποσοστό μετατροπής της αντικειμενικής πραγματικότητας καλείται μεταφυσική. Στον Παπαδιαμάντη το μερίδιο της μεταφυσικής είναι ένα υπαρκτό και σημαντικό κεφάλαιο του έργου του (ο. π.).
Ο ερωτικός Παπαδιαμαντικός λόγος διέπεται, όπως είδαμε335, από παράγοντες κοινωνικούς και θρησκευτικούς. Η ενσωμάτωση ή η απόρριψη κάποιων από τους παραπάνω είναι ένα προσωπικό θέμα˙ οι ηρωΐδες του Παπαδιαμάντη υψώνουν τη φωνή τους με διαφορετικό τρόπο η κάθε μία. Έτσι ο ερωτικός λόγος ακολουθεί μια καμπύλη τροχιά φτάνοντας στο ζενίθ της, όπως φαίνεται και στο ακόλουθο διάγραμμα (σχήμα 5). Κυρίως, οι ηρωΐδες που περιγράφονται στο υπερβατικό πρότυπο και στα Πρώϊμα πάθη αγγίζουν το ζενίθ˙ όσες ανήκουν στο οριακό πρότυπο πέφτουν από την κορυφή προς τη μέση της καμπύλης εκεί όπου σημειώνονται όσες ανήκουν στο παραδοσιακό πρότυπο. Υπάρχει μια διάθεση κινητικότητας από τη μια προς την άλλη κατηγορία όταν η αναφορά γίνεται για γυναίκες - όλων των προτύπων - που μεταπηδούν έστω και για λίγο στον εξω-πραγματικό χώρο˙ αυτή η υπέρβαση κατακτά πιο γρήγορα το ναδίρ παρά το ζενίθ336. Επίσης, ο ερωτικός λόγος φτάνει στον αντίποδα της κορυφής, στο ναδίρ όταν διαπράττεται παραβίαση, κυρίως θρησκευτικών ορίων337. Η χρήση των λογοτεχνικών μοτίβων – θρησκευτικό, φιλοσοφικό-Πλατωνικό, γνωστικό -
334 Από τη σύγχρονη Ελληνική λογοτεχνία ξεχωρίζει ο Ξανθούλης (1991), του ιδίου (1991), ο οποίος στο σύνολο των μυθιστορημάτων του περιγράφει τον έρωτα προσδίδοντάς του μεταφυσικές διαστάσεις.
335 Βλ. σχετ. Κεφ. Α΄, παρ. 1.
336 Θέτει σε κίνηση τις απαγορευμένες δυνάμεις του κακού. Βλ. σχετ. Κεφ. Ε΄, παρ. 2.
337 Βλ. σχετ. τις περιπτώσεις της Αυγούστας και της Αϊμάς, Κεφ. Β΄, παρ. 3, 4.
176
εξυπηρετούν την κατηγοριοποίηση των προτύπων και την καταγραφή της κίνησης του ερωτικού λόγου.
Ο μεταφυσικός χαρακτήρας του ερωτικού λόγου σηματοδοτείται από τη λυτρωτική του ανάβαση προς τη κλίμακα της εκκλησιαστικής μουσικής338. Εκεί καθαίρεται από τα δεσμά της ανθρώπινης φύσης και μέσω του φυσιολατρικού και γλωσσικού παγανισμού339 μεταμορφώνεται σε φιλοσοφική λίθο. Για τον Παπαδιαμάντη η αφετηρία και το τέρμα της μεταφυσικής πορείας του έρωτα είναι η θρησκευτική έννοια της σύγκρουσης ανάμεσα στην ανθρώπινη και στη θεία υπόσταση340. Τα Πρώϊμα πάθη αντιπροσωπεύουν τη φυσική υπερβατική διάσταση, ενώ το μαγικό ερωτικό στοιχείο που βρίσκεται διάσπαρτο στα έργα του Παπαδιαμάντη αντιστοιχεί στην υπερφυσική. Η κοινωνική του διάσταση που ενσωματώνεται στο παραδοσιακό πρότυπο προβάλλει την ισχύ της εκεί όπου η δράση, αν και συγκρούεται με τους κανονισμούς, καταλήγει στους κόλπους της παράδοσης απ’ όπου ξεκίνησε341.
Ο πίνακας του Μπρέγκελ του Πρεσβύτερου (1525/30-1569), Η πτώση του Ίκαρου342, που απεικονίζει την πολυσημία της ζωής, αναπαριστά την υφή του ερωτικού λόγου στο έργο του Παπαδιαμάντη˙ σε πρώτο επίπεδο ένας γεωργός οργώνει το χωράφι του, πίσω ένας βοσκός βόσκει το κοπάδι του, στο βάθος αριστερά ένα δάσος, πιο πέρα ένας ψαράς ψαρεύει σε μια γαλήνια θάλασσα ενώ την ίδια στιγμή φαίνονται τα πόδια ενός ανθρώπου που πνίγεται. Πρόκειται για την αδυσώπητη δύναμη της ζωής που τραβά το δρόμο της δίχως σταματημό, πρόκειται για τη μοίρα του έρωτα που ακολουθεί το δρόμο της ακόμη κι όταν
338 Βλ. σχετ. Κεφ. Γ΄, παρ. 2.
339 Βλ. σχετ. Κεφ. Ε΄, παρ. 1, 2 , 3.
340 Όπως λ.χ. στο Πόσις και Δάμαρ, Κεφ. Δ΄.
341 Λ. χ. στα διηγήματα που αναφέρονται σε περιπτώσεις χηρείας ή σ’ εκείνα που κατατάχθηκαν στο οριακό πρότυπο.
342 Ο εν λόγω πίνακας βρίσκεται στο μουσείο d’ art Ancien των Βρυξελλών. Αναφέρεται από τον Ζουμπουλάκη (2001: 12). Επίσης, από τον παραπάνω πίνακα εμπνεύστηκε ο Williams (1976: 212) για να γράψει το ποίημα Landscape with the fall of Icarus. Σε Ελληνική μετάφραση, βλ. σχετ. Βαγενά (1989: 60). 177
φτάνει κοντά στο θάνατο. Η συνύφανση του έρωτα και του θανάτου343 στον Παπαδιαμάντη γίνεται με τρόπο φυσικό και μερικές φορές αναπόφευκτο.
Και στα τρία μυθιστορήματά του το μοτίβο του έρωτα και του θανάτου συνυπάρχει και καθορίζει το τέλος˙ ο θάνατος συναντά πρόωρα τις ηρωΐδες για να τις χαρίσει τη μεταφυσική αίγλη344. Έτσι και ο ερωτικός λόγος κερδίζει το μερίδιο της λογοτεχνικής αθανασίας που του ανήκει με τον κλασσικό Σαιξπηρικό τρόπο. Στη διηγηματογραφία η χρήση και η παραλλαγή του παραπάνω μοτίβου είναι τόσο κυριολεκτική345 όσο και μεταφορική346. Κάτω από αυτή τη συνισταμένη ο ερωτικός Παπαδιαμαντικός λόγος παραμένει έντονα ποιητικός καθώς περιγράφει τον έρωτα σαν τη γλώσσα του βαθύτερου πάθους που είναι η ποιητική (Sombhu, 2000: 60). H διαδρομή που ακολουθεί χαράσσεται ανεξίτηλα στη μνήμη, όπως και στον αντίστοιχο Σεφερικό Ερωτικό λόγο: «… Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις /… ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις / κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί …»347.
343 Στην ψυχανάλυση, ο Freud (1950: 244, 246) είχε εξετάσει επαρκώς το ένστικτο του αντιθετικού ζεύγους ζωής και θανάτου. Ακόμη η αλληλογραφία του Jung (1973: 4) με τον Freud παρέχει σημαντικές πληροφορίες για το θέμα αυτό. Η εμμονή του Παπαδιαμάντη στο μοτίβο του θανάτου είναι εμφανής και σε πολλά άλλα διηγήματά του που δεν αποτελούν αντικείμενο μελέτης της εργασίας αυτής, όπως Το μυρολόγι της φώκιας, Τα τραγούδια του Θεού, Ναυαγίων ναυάγια, Θάνατος κόρης, Νεκρός ταξιδιώτης, Έρημο μνήμα.
344 Βλ. σχετ. Κεφ. Β΄, παρ. 2, 3, 4.
345 Πρβλ. Έρωτας στα χιόνια, Κεφ. Γ΄, παρ. 5.
346 Ιδέ πώς ο Παπαδιαμάντης εγκολπώνει δραματικά την πιθανότητα του θανάτου στα διηγήματα Ολόγυρα στη λίμνη, Όνειρο στο κύμα, η Νοσταλγός, Έρως-ήρως, Κεφ. Γ΄, παρ. 2, 4, 5.
347 Απόσπασμα από τον Ερωτικό Λόγο του Σεφέρη (2000: 27). 178
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
Ερωτικός λόγος
Οριακό πρότυπο
Ναδίρ
Υπερβατικό πρότυπο
Παραδοσιακό πρότυπο
Ζενίθ
Σχήμα 5
179
ANTI ΕΠΙΛΟΓΟΥ
H Παπαδιαμαντική εργογραφία καταγράφει κατά ένα μεγάλο μέρος την Ελληνική κοινωνία και το γυναικείο κόσμο, όπως ήταν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αι. Πράγματι, ο Παπαδιαμάντης συνήθιζε να περιγράφει τη ζωή, τις στάσεις και τις συγκρούσεις της γυναίκας της υπαίθρου ή της πόλης, τοποθετώντας την είτε ως κεντρική ηρωΐδα του έργου του είτε ως δευτερεύον πρόσωπο που πυροδοτούσε τη δράση των άλλων ηρώων. Ο Παπαδιαμάντης έγραψε για τον έρωτα, τον καθημερινό, τον αμοιβαίο και τον απρόσιτο σα να τον έζησε ο ίδιος στις ποικίλες μορφές του. Τόλμησε να μιλήσει για τη διαφορετικότητα του γυναικείου φύλου˙ θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ανέπτυξε μια φεμινιστική στάση χωρίς ενσυνείδητα να είναι φεμινιστής348.
Η σκοποθεσία της παρούσας μελέτης, όπως προαναφέρθηκε, είναι να αναλύσει τους παραπάνω παράγοντες μέσα στο πλαίσιο του ερωτικού λόγου και του παγανισμού που παραμένουν οι βασικοί θεματικοί άξονες. Το γυναικείο δυναμικό καταγράφεται από τον Παπαδιαμάντη ως ένα πολυπρόσωπο μωσαϊκό που αρθρώνει το δικό του λόγο, πότε σιωπηλά και πότε δυνατά. Αν η συλλογιστική διαδρομή της έρευνας κατάφερε να προσεγγίσει την ουσία του Παπαδιαμαντικού έργου με τέτοιο τρόπο που ίσως δώσει ώθηση σε άλλους μελετητές για περαιτέρω διερεύνηση, τότε πιθανόν η εργασία τούτη φτάσει κοντά στο ζητούμενο στόχο, μειώνοντας έτσι την απόσταση που τη χωρίζει από την υλοποίησή του. Όσο η πνευματική αναζήτηση θέτει τις βάσεις για την επιστημονική τεκμηρίωση μιας υποκειμενικής άποψης, τότε ο ερευνητικός λόγος κι αντίλογος έχει ουσιαστική παρουσία και ύπαρξη δια μέσου μιας αλυσίδας συμπερασμάτων, εικασιών, ακόμη και μεθοδολογικών σφαλμάτων.
Η Παπαδιαμαντική εργογραφία είναι μια απεικόνιση της κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας˙ η συνδιαλλαγή του περιβάλλοντος και των προσωπικών εμπειριών του συγγραφέα καταλήγει σε μια λογοτεχνική δημιουργία, όπου η σχέση της γυναίκας με τον ερωτικό λόγο συμμετέχει σ’ ένα κοινό θεματικό πεδίο. Η γυναικεία ταυτότητα και η ιδεολογία του φύλου διαμορφώνονται με βάση
348 Βλ. σχετ. Γκασούκα (1998: 206).
180
την αλληλεπίδραση των κοινωνικών και θρησκευτικών κανονισμών˙ στην εποχή του Παπαδιαμάντη ο κώδικας ηθικών αξιών είναι αυστηρός και οριοθετεί το παραδοσιακό γυναικείο πρότυπο. Επιπλέον, η μητρότητα και ο θεσμός του γάμου παραμένουν τα κύρια γνωρίσματα αυτού του προτύπου. Η κοινωνικοποίηση είναι η διαδικασία που παίζει το σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση και στην αναπαραγωγή του αποδεκτού γυναικείου στερεότυπου. Οι κοινωνικοί και θρησκευτικοί παράγοντες κλιμακώνουν ένα σύστημα αξιών, όπου η πολλαπλότητα των ρόλων της γυναίκας είναι μια πραγματικότητα. Ακόμη, το καθιερωμένο πρότυπο δημιουργείται από την επανάληψη αυτού του πλαισίου, ενώ οι αποκλίσεις συνιστούν τη βάση μεταβολής των κοινωνικών δομών˙ το υψηλό ποσοστό αναλφαβητισμού όμως κρατά δέσμια τη γυναίκα στα στενά όρια που υπαγορεύει η ιδεολογία του φύλου της.
Ο ερωτικός λόγος στο μυθιστορηματικό κόσμο του Παπαδιαμάντη είναι ο πρόδρομος των λογοτεχνικών μοτίβων και των γυναικείων προτύπων που εμφανίζονται κατάλληλα επεξεργασμένα στη διηγηματογραφία του. Το λογοτεχνικό μοτίβο που υπερέχει αισθητά τόσο στα μυθιστορήματα όσο και στα διηγήματα είναι το Φιλοσοφικό-Πλατωνικό. Ακολουθεί το θρησκευτικό και τελευταίο το γνωστικό. Το Πλατωνικό συνδιαλέγεται με το παραδοσιακό πρότυπο αλλά και με τις αποκλίσεις του, ανάλογα με τη στάση των ηρωϊδων απέναντι στους θεσμικούς κανονισμούς. Η αποδοχή του όμως φαίνεται πως είναι σχεδόν καθολική στο έργο του Παπαδιαμάντη ιδίως όταν συγχωνεύεται με το θρησκευτικό. Ο συγγραφέας ξεκινά δειλά την εφαρμογή των παραπάνω μοτίβων στη μυθιστορηματική του παραγωγή, ενώ στη διηγηματογραφία τα ενσωματώνει πλήρως στα εντόπια ήθη. Ο Πλατωνικός έρωτας, ίσως ασφυκτιά περισσότερο στη μυθιστοριογραφία λόγω των αφηγηματικών τρόπων του ρομαντισμού που υπαγορεύουν ένα μοιραίο τέλος. Αντιθέτως, στα διηγήματα είναι φανερή η υποχώρηση του παραπάνω παράγοντα - εμφανίζεται περιστασιακά μόνο – και συνήθως αντικαθίσταται από την έλλογη στάση των ηρωΐδων.
Σπέρματα της υπερβατικής διάστασης του ερωτικού λόγου ανιχνεύονται από την εποχή της Μετανάστιδας. Ενώ η Μαρίνα ενσαρκώνει το παραδοσιακό πρότυπο, η Γυφτοπούλα δημιουργεί το οριακό μέσα από μια 181
αφηγηματική ιστορική ανατροπή. Η Αυγούστα, ένα τραγικό πρόσωπο, φτάνει σε μια προσωπική υπέρβαση που όμοιά της καμία άλλη ηρωΐδα δεν τόλμησε. Ο Παπαδιαμάντης απομυθοποιεί το παραδοσιακό γυναικείο πρότυπο λόγω της φεμινιστικής δράσης και απόδρασης της Αυγούστας˙ η ταξική της υπέρβαση θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τη στάση της θεωρητικά μαρξιστική.
Στη διηγηματογραφία ο Παπαδιαμάντης εξαίρει τη δύναμη του Πλατωνικού έρωτα, προβάλλοντας την ήβη ως την κατεξοχήν αισθησιακή ηλικία. Τα νεαρά κορίτσια της υπαίθρου και της πόλης διαθέτουν ένα ακαταμάχητο όπλο˙ τη φυσική τους ομορφιά, η οποία κινεί τη λογοτεχνική μετουσίωση του κρυφού Παπαδιαμαντικού πόθου. Η παράδοση όμως φαίνεται να ισχυροποιεί τη θέση της έναντι των νέων ηθών με τη σταθερή επανάληψη του θεσμού του γάμου τόσο στα διηγήματα της υπαίθρου, όσο και σε εκείνα της πόλεως. Η κίνηση του ερωτικού λόγου υφίσταται καθήλωση όπου υπάρχει μερική ρήξη ή συμβιβασμός της δράσης με τους θεσμικούς μηχανισμούς και υπέβαση όπου υπάρχει ολική ρήξη.
Στο Πόσις και Δάμαρ ο ερωτικός λόγος προβάλλει τον εξουσιαστικό του χαρακτήρα, καθώς η ολική σύγκρουση των δυο φύλων οδηγεί σε μια υπέρβαση που πραγματοποιήθηκε με την ανάπτυξη του φεμινιστικού κινήματος στη σύγχρονη εποχή. Η σχέση φύση-γυναίκα-ερωτικός λόγος τονίζεται από την εμφάνιση του υπερφυσικού στοιχείου κυρίως στα διηγήματα που αναφέρονται στην ύπαιθρο. Η κυριαρχία της γυναίκας είναι σημειωτέα στο χώρο του εξω-πραγματικού˙ η σχέση φύση-γυναίκα-μαγεία-ερωτικός λόγος είναι υπαρκτή και εξισώνεται με τον ορατό κόσμο. Επίσης, ο ρόλος της γλώσσας είναι πολυσήμαντος και ενισχύει την έννοια της μουσικότητας στην παραπάνω δυναμική˙ ο ερωτικός λόγος στο έργο του Παπαδιαμάντη είναι η γυναίκα, η φύση, η μαγεία και η γλώσσα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί τα μεταμοντερνιστικά στοιχεία της νατουραλιστικής περιγραφής και του γλωσσικού παγανισμού για να στηρίξει την αναγωγική κίνηση του ερωτικού λόγου.
Η μεταφυσική του έρωτα είναι μια διαλογική επαφή της ανθρώπινης και της θείας φύσης. Η υπερβατική διάσταση του ερωτικού λόγου χαρακτηρίζεται σε φυσική –με αφετηρία τον γήϊνο κόσμο – και σε υπερφυσική – με εξω-κοσμικές 182
αναφορές. Ενίοτε, εμπλουτίζεται από τη θρησκευτική αναγωγή της σε τύπο της θείας έκστασης.
Η λογοτεχνική πραγματικότητα συχνά περικλείει την κοινωνική˙ η συνύπαρξη τους είναι η φυσική συνέπεια της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο Παπαδιαμάντης καταγράφει την ιδεολογία, τα ήθη και τα έθιμα της εποχής του, τα μυστικά πάθη, τους συμφωνημένους γάμους, τα συναισθήματα των γυναικών, σαφώς φιλτραρισμένα από τη λογοτεχνική πέννα. Το έργο του όμως δεν παύει να είναι μια σημαντική πηγή της ζωής και της δράσης της γυναίκας, όπως δεν έχει διασώσει η επίσημη ιστορία. Η έρευνα απέδειξε ότι η αμφίδρομη σχέση του κοινωνικού και του λογοτεχνικού περιεχομένου του έργου του συμβάλλει στην αναγνώριση του γυναικείου ρόλου, όπως διαμορφώθηκε με το πέρασμα των χρόνων.
Ο έρωτας είναι το μοναδικό αντιστάθμισμα στην Παπαδιαμαντική κοινωνία, η οποία μαστίζεται από την ένδεια, τις ασθένεις και την παιδική θνησιμότητα. Η διαλεκτική του έρωτα τείνει να εξομοιωθεί με τη μεταφυσική της λογοτεχνίας καθώς το φυσικό στοιχείο στοιχείο συγχωνεύεται με το υπερφυσικό. Αφετηρία και τέρμα αυτής της τροχιάς είναι θρησκευτική χροιά της σύγκρουσης ανάμεσα στην ανθρώπινη και στη θεία φύση, ανάμεσα στο ορατό και στο αόρατο, εκεί όπου ο έρωτας δεν είναι το άνθος του κακού.
183
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σκοπός αυτής της μελέτης είναι να εισάγει τον αναγνώστη στην έννοια του ερωτικού λόγου στην Παπαδιαμαντική πεζογραφία. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στο γυναικείο πρότυπο, όπως διαμορφώθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 2ου αι., στην Ελλάδα. Επίσης, στο πρόλογο εξετάζεται το θέμα του παγανισμού με ειδική αναφορά στον ερωτικό λόγο.
Στην εισαγωγή γίνεται μνεία για το θεωρητικό πλαίσιο που ακολουθείται, το οποίο είναι μια μείξη του φορμαλισμού, του στρουκτουραλισμού, του μαρξισμού και του φεμινισμού. Ο πλουραλισμός του Παπαδιαμαντικού έργου αποδεικνύεται μ’ αυτό τον τρόπο. Ακόμη, αναφέρεται η γενική προσέγγιση, η οποία βασίζεται σ’ ένα σύγχρονο σύστημα λογοτεχνικής κριτικής. Τα κύρια ερωτήματα που έθεσε η έρευνα, αφορούσαν τη γέννηση του γυναικείου προτύπου και τις διαφοροποιήσεις του σε σχέση με τον κοινωνικο-πολιτιστικό ρόλο τόσο στην εποχή εκείνη όσο και στο έργο του Παπαδιαμάντη. Επίσης, τους αφηγηματικούς τρόπους και τα μοτίβα που χρησιμοποιούνται από τον συγγραφέα. Επιπλέον, εξετάζεται η επίδραση του φυσικού, υπερφυσικού και γλωσσικού παράγοντα στον ερωτικό λόγο.
Η δομή της εργασίας έχει ως ακολούθως:
Στο Μέρος Α΄, Κεφάλαιο Α΄, 1, περιλαμβάνεται μια λεπτομερή περιγραφή των σπουδαιότερων γεγονότων που έλαβαν μέρος στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αι. στην Ελλάδα. Η επίδραση του κοινωνικού και ιστορικού περιβάλλοντος είναι φανερή στο χαρακτήρα αλλά και στο έργο του Παπαδιαμάντη. Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα ξεκίνησε νωρίς, μεταφράζοντας νουβέλες. Oι κοινωνικοί κανονισμοί και η γυναικεία σεξουαλική ταυτότητα εξετάζονται στο Κεφάλαιο Α΄, 2. Η Ελληνική κοινωνία περιόριζε τη γυναίκα στις οικιακές εργασίες. Το πεπρωμένο της ήταν να γίνει μια αφοσιωμένη μητέρα και μια καλή σύζυγος. H κοινωνικοποίηση της γυναίκας είναι ένας σπουδαίος παράγοντας που επιδρά στη διαμόρφωση του γυναικείου στερεότυπου. Αναλύεται στο Κεφάλαιο Α΄, 3 και εστιάζεται στο ρόλο της οικογένειας, της θρησκείας και της εκπαίδευσης. Το παραδοσιακό πρότυπο δίνεται αναλυτικά στο Κεφάλαιο Α΄, 4. Επίσης, οι 184
διαφοποποιήσεις του παραπάνω προτύπου καταδεικνύονται στο ίδιο κεφάλαιο. Το θέμα του έρωτα και του γάμου εξετάζεται στο Κεφάλαιο Α΄, 5. Οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια καθιστούν την προίκα ένα ιδιαίτερο έθιμο και ένα βασικό εφόδιο για ένα προσχεδιασμένο γάμο, όπως αναφέρεται στο ίδιο κεφάλαιο.
Το μοτίβο του έρωτα εμφανίζεται για πρώτη φορά στα μυθιστορήματα του Παπαδιαμάντη και εξετάζεται στο Κεφάλαιο Β΄, 1. Στη Μετανάστιδα, το πρώτο του μυθιστόρημα, το παραδοσιακό πρότυπο περιγράφεται στο Κεφάλαιο Β΄, 2, σύμφωνα με τις τεχνικές του ρομαντισμού. Στους Εμπόρους των Εθνών, ένα επαναστατικό γυναικείο πρότυπο παρουσιάζεται στο Κεφάλαιο Β΄, 3, στο ιστορικό πλαίσιο της Ενετικής κατοχής των Ελληνικών νησιών. Στη Γυφτοπούλα, αναλύεται ένα μεσαίο γυναικείο πρότυπο, πέρα από τη πτώση της Κωνσταντινούπολης (Κεφάλαιο Β΄, 4 ).
Ο Παπαδιαμάντης σταμάτησε να γράφει ρομαντικά μυθιστορήματα και στράφηκε στη ζωή της υπαίθρου, γύρω στα 1887, όπως αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο Γ΄, 1. Ανέλυσε την κοινωνική πραγματικότητα, κοιτώντας εσωτερικά στην ανθρώπινη ύπαρξη, βιώνοντας τη ζωή και τον πόνο κι όχι απλά μιλώντας θεωρητικά. Στο Κεφάλαιο Γ΄, 2, εκφράζεται δραματικά το θέμα του Πλατωνικού έρωτα στο έργο του. Οι ηρωΐδες του συνήθως προέρχονται από την κατώτερη τάξη, κάνουν πολλά παιδιά, μολονότι υποφέρουν από τη φτώχεια, όπως αναλύεται στο Κεφάλαιο Γ΄, 3. H πλειοψηφία ανήκει στο παραδοσιακό πρότυπο. Μερικές εναντιώνονται στα δεδομένα αλλά τελικά επιστρέφουν στην παράδοση, όπως παρατηρήθηκε στο Κεφάλαιο Γ΄, 4. Ελάχιστες πηγαίνουν πιο πέρα και αρνούνται να υπακούσουν στους κανονισμούς. Αυτές οι γυναίκες γίνονται οι πρωτοπόροι της γυναικείας χειραφέτησης ( Κεφάλαιο Γ΄, 5).
Νέα στοιχεία προστίθονται στα υπάρχοντα δεδομένα του μοτίβου του έρωτα, στο Κεφάλαιο Δ΄. Ο γραπτός διάλογος Πόσις και Δάμαρ είναι ένα δείγμα της δύσκολης επικοινωνίας ανάμεσα σ’ ένα παντρεμένο ζευγάρι. Ο άνδρας είναι ο πρωταγωνιστής και η γυναίκα η ανταγωνίστριά του. Ο ερωτικός λόγος είναι μια μάχη ανάμεσα τους. Νικήτρια είναι η γυναίκα, όπως και η Εύα της χαμένης Εδέμ.
185
Το θέμα της φύσης και του παγανισμού στο έργο του Παπαδιαμάντη περιγράφεται στο Μέρος Β΄, Κεφάλαιο Ε΄, 1. Το τρίγωνο γυναίκα-μαγεία-ερωτικός λόγος αναλύεται στο Κεφάλαιο Ε΄, 2. Η γλώσσα των Παπαδιαμαντικών κειμένων είναι ένα μωσαϊκό δημοτικής, καθαρεύουσας, Εκκλησιαστικών ψαλμών και Ομηρικών λέξεων. Αυτή η μετα-μοντέρνα τεχνική παίζει ένα σπουδαίο ρόλο στην περιγραφή του ερωτικού λόγου (Κεφάλαιο Ε΄, 3, 4 ).
Συμπερασματικά, στην εποχή του Παπαδιαμάντη η γυναίκα μάθαινε να διοχετεύει τη λιβιδινική ενέργεια στα ενδιαφέροντα της ανατροφής των παιδιών και στις ανάγκες του συζύγου. Έπρεπε να είναι υποτακτική και ήσυχη εκπληρώνοντας τους προδιαγραμμένους ρόλους της πατριαρχικής κοινωνίας: οικιακές εργασίες και μητρότητα.
Μια στενή αλλά αρνητική σχέση ανάμεσα στη γυναίκα και στη μαγική δύναμη εγείρεται. Ο άνδρας εξουσιάζεται από τη γυναίκα καθώς ο έρωτας μέσα από τη μαγεία φαίνεται να είναι μια καθοδηγημένη υπόθεση.
Αφενώς, το έργο του Παπαδιαμάντη δείχνει τη διαφορετικότητα της γυναίκας σε σύγκριση με τη θεωρία των κοινωνικών κανονισμών και στην εφαρμογή τους. Ο ερωτικός λόγος είναι μια διαλεκτική δράση ανάμεσα στο συναίσθημα και στη γλώσσα, μια σπουδαία δύναμη που κινεί τα πάντα. Αφετέρου, φανερώνεται ότι η θέση του είναι πάνω από την ηδονή και τον πόνο, το καλό και το κακό, κοντά στο χαμένο παράδεισο. Βιβλιογραφία περιέχεται στη μελέτη. Τέλος, υπάρχει η ελπίδα ότι τα ευρήματα αυτής της έρευνας πιθανό να οδηγήσουν σε μια καλλίτερη κατανόηση του Παπαδιαμαντικού έργου.
186
ABSTRACT
The purpose of this study is to introduce to the reader to meaning of erotikos logos in Papadiamantis’ prose. Special attention is also paid to the female type, as it was formed at the end of the 19th century and the beginning of the 20th century in Greece. The theme of paganism with special reference to the erotikos logos is examined in Preface as well. The examination is based on Triantafillopoulos’ edition, the Άπαντα.
In Introduction the theoretical framework is discussed, which is a mixture of formalism, structuralism, Marxism and feminism. The plurality of Papadiamantis work is shown by this manner. Besides, the general approach is mentioned, which is based on a modern system of literary criticism. The main questions which have been posed in this reasearch have been connected to the emergence of the female model in reference to the socio -cultural role, both in that time and in Papadiamantis’ work. Furthermore, the narrative forms and the motives used by the author are mentioned. In addition, the natural, supernatural and linguistic factors effective in erotikos logos are examined.
The stucture of the study is as follows:
Part I, Chapter A΄, 1, contains a detailed description of the most important events which took place at the end of the 19th century and in the beginning of the 20th century. The influence of the social and historical context is obvious to Papadiamantis’ character and writings. His artistic creativity started early, with translation novels. The social rules and the woman’s sexual identity are examined in Chapter Α΄, 2. Greek society limited woman to domestic activities. Her destiny was to be a dedicated mother and a good wife. The socialization of the female is a great factor which influences her stereotype. It is analysed in Chapter A΄, 3 and focuses on the role of family, religion and education. Τhe traditional female type is given analytically in Chapter A΄, 4. Nethertheless, the differences of the above mentioned type are pointed out in the same chapter. The theme of love and marriage are examined in Chapter A΄, 5. Economic and social criteria make 187
dowry a specific custom and a basic requirement for an arranged marriage, as mentioned in the same chapter.
The theme of love appears for first time in Papadiamantis’ novels and is examined in Chapter B΄, 1. In Μετανάστις, his first novel, the traditional type is given in Chapter B΄, 2, according to the techniques of romanticism. In Έμποροι των Εθνών, a revolutionary feminine type is presented in Chapter B΄, 3, with in the historic frame work of the Venetian invasion in the Greek islands. In Γυφτοπούλα, a moderate female type is analyzed in the context of the fall of Constantinople (Chapter B΄, 4).
In 1887, Papadiamantis ceased writing romantic novels and turned to country life, as is mentioned in Chapter C΄, 1. He analyzed the social reality, looking inward into the human being, thus experiencing life and pain and not simply theorizing about them. Ιn Chapter C΄, 2, the theme of Platonic love is expressed dramatically. His female heroes usually come from a low class, bear many children, yet suffer from poverty, as is illustrated in Chapter C΄, 3. The majority belong to the traditional woman’s stereotype. Only several go against to the status quo but finally turn back to the traditional way of thinking, as is observed in Chapter C΄, 4. A few go further and refuse to obey the rules. These women become the pioneers of woman’s equallity (Chapter C΄, 5).
New facts are added to the existing descriptions of the motif of love in Chapter D΄. The written dialogue Πόσις και Δάμαρ is an example of the difficulty in communication between a married couple. The male is the protagonist and the female the antagonist. The Erotikos logos is a battle between them. The winner is the woman, like Eve in the lost Edem.
The theme of nature and paganism in Papadiamantis’ work is described in Part II, Chapter E΄, 1. The triangle woman-magic-erotikos logos is analysed in Chapter E΄, 2. The language of Papadiamantis’ writtings is a mosaic of dimotili, katharevousa, the language of church hymns and of Homer’s work. This post-modern strategy plays an important role in describing erotikos logos (Chapter E΄, 3, 4 ).
188
In Papadiamantis’ times, the woman was taught to channel her libido towards the interests of childbirth and the needs of her husband. She also had to be submissive and quiet by fulfilling roles prescribed in a patriarchal society of domestic duties and child rearing.
A close yet negative association between the female and the magic power arises. The man is overpowered by the woman as love through magic seems to be a guided story.
On the one hand, Papadiamantis’ work shows the otherness of the female in comparison to the theory of social rules and practise. The Erotikos logos is a dialectical interaction between emotion and language, a great power that stirs everything. On the other hand, it comes to light that the Erotikos logos overcomes pleasure and pain, good and evil and is close to the lost paradise. A bibliography concludes the study. Finally, it is hoped that the findings of the research may lead to a better understanding of Papadiamantis’ writings.
189
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
αρχ. Αρχείο
α. εκδ. Άνευ έκδοσης
α. τ. Άνευ τόπου έκδοσης
α. χ. Άνευ χρονολογίας έκδοσης
αι. Αιώνας
βλ. Βλέπε
Γ.Γ.Ν.Γ. Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς
δηλ. Δηλαδή
εν. Ενιαίο
Ε.ΔΙΑ.Μ.ΜΕ Εργαστήριο Διαπολιτισμικών και Μεταναστευτικών
Μελετών
εφημ. Εφημερίδα
επιμ. Επιμέλεια
έκδ. Έκδοση
ed. Edition
ένθ. Ένθετο
κεφ. Κεφάλαιο
λ. χ. Λόγου χάριν
ΜΙΕΤ Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
μετ. Μετάφραση
ο. π. Όπως παραπάνω
ΟΕΔΒ Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων
πρβλ. Παράβαλε
παρ. Παράγραφος
π. χ. Παραδείγματος χάριν
περ. Περιοδικό
σ. Σελίδα
σ σ. Σελίδες 190
σχετ. Σχετικά
τόμ. Τόμος
τ χ. Τεύχος
υποσ. Υποσημείωση
191
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΠΗΓΕΣ
Όλα τα αρχαία κείμενα καταχωρούνται σύμφωνα με τη σειρά Loeb.
1.
Αγία Γραφή, 1993: Βιβλική Εταιρία, Αθήνα.
2.
Αριστοτέλης, Περί Ποιητικής, κείμενα 9. 1451a36 – 1451b32.
3.
Ευρυπίδης, Ελένη.
- Μήδεια.
4.
Ησίοδος, Έργα και Ημέραι.
5.
Θεόκριτος, Ειδύλλια, ΧΙΧ.
6.
Παρθένιος, Περί ερωτικών παθημάτων, 15.
7.
Παυσανίας, Αρκαδικά, ΧΧ.
8.
Πλάτων, Συμπόσιο, κείμενα 204d, 205a, 205e, 206a 11, 206b, 207a2, 211a, 256b-c.
9.
The Malleus Maleficarum of Heinrich Kramer and Jacob Sprenger, 1971: Dover Publications, New York.
10.
Σοφοκλής, Αντιγόνη.
11.
Χρυσόστομος Ι., 1983: Εις την Γένεσιν, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, εκδ. Γρηγόρης ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη.
2. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
Α. ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ
1.
Αβδελά Ελένη, 1990: Δημόσιοι Υπάλληλοι γένους θηλυκού, Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα.
- 1993: « Ιστορία των γυναικών, Ιστορία του Φύλου, Φεμινιστική Ιστορία », Δίνη 6, σ σ. 12-30.
2.
Αβδελά Ελένη – Ψαρρά Αγγέλικα, 1985: Ο Φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου: Μια ανθολογία, Γνώση, Αθήνα.
192
3.
Αβδελά Ελένη – Ψαρά Αγγέλικα, 1997: επιμ., Σιωπηρές ιστορίες. Γυναίκες και φύλο στην ιστορική προσέγγιση, Αλεξάνδρεια, Αθήνα.
4.
Άγρας Τ., 1941: « Οι στίχοι του Παπαδιαμάντη », Νέα Εστία, τ χ. 355, σ σ. 115-116.
- 1984: « Πώς βλέπουμε σήμερα τον Παπαδιαμάντη », Κριτικά, επιμ. Κ. Στεργιόπουλου, τόμ. 3ος , Ερμής, Αθήνα, σ σ. 46-48.
5.
Αγριαντώνης Χ., 1986: Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα.
6.
Αλεξάκης Ε., 1984: Η εξαγορά της νύφης. Συμβολή στη μελέτη των γαμήλιων θεσμών στη νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα.
7.
Αλυγιζάκη Άννα., 1978: Θέματα Eκκλησιαστικής μουσικής, Θεσσαλονίκη.
8.
Aμβραζή Ελένη, 1992: « Φεμινιστική κριτική και γυναικεία γραφή », ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 70, σ σ. 307-318.
- 1993: « Φεμινιστική κριτική και γυναικεία γραφή », ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 71, σ σ. 30-43.
9.
Άννινο Μπ., 1971: Αι Αθήναι του 1850. Εντυπώσεις δύο ξένων περιηγητών, Ιστορικά σημειώματα, Γαλαξίας.
10.
Ανδριώτης Ν. Π., 1995: Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη.
11.
Αντμάν Ελιζαμπέτ Μαρί., 1987: Βία και πονηριά. Άντρες και γυναίκες σ’ ένα Ελληνικό χωριό, Καστανιώτη, Αθήνα.
12.
Αντωνίου Χ., Ο κόσμος της γοργόνας, εκδ. ΕΛΙΑ, Αθήνα, 1981.
13.
Αρδάλογλου Κυριακή – Αύδη Αύρα– Γρηγοριάδης Ν. – Δανιήλ Ανθούλα – Ζερβού Ιωάννα – Λόππα Ελένη – Τανής Δ. – Τσολάκης Χ., 1991: επιμ., Έκφραση Έκθεση για το Λύκειο, τχ. Γ΄, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
14.
Αρετάκη Μαρίνα, 2002: « Για τη μυθιστορηματική ποιητική του Παπαδιαμάντη », Νέα Εστία τχ. 1747, σ σ. 14-20.
15.
Βαγενάς Ν., 1989: Τοπίο με την πτώση του Ικάρου, εκδ. Στιγμή, Αθήνα.
16.
Βακαλόπουλος Ε. Α., 1982: Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τόμ. ΣΤ΄, Θεσσαλονίκη.
- 2000: Από το χάος στο χαρτί, Εστία, Αθήνα.
193
17.
Βαλέτας Γ., 1941: « Τα ποιήματα του Παπαδιαμάντη », Νέα Εστία, τχ. 355, σ σ. 117-139.
- 1955: Παπαδιαμάντης. Η ζωή, το έργο και η εποχή του, Βίβλος, Αθήνα.
18.
Balsdon D. V. P. J., 1984: Ρωμαίες γυναίκες, μετ. Πετρόχειλου Ν., ΜΙΕΤ, Αθήνα.
19.
Βασιλόπουλου Δ. Χ. Αρχιμανδρίτου, 1987: Ο Άγιος Κυπριανός, Βίοι Αγίων, εκδ. Ορθδόξου Τύπου, Αθήναι.
20.
Βαρίκα Ελένη, 1987: Η εξέγερση των κυριών. Η γέννηση μιας Φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα (1833-1907), Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τραπέζης, Αθήνα.
21.
Βαρίκα Ελένη – Σκλαβενίτη Κ., 1981: επιμ., Η εξέγερση αρχίζει από παλιά. Σελίδες από τα πρώτα βήματα του Γυναικείου Κινήματος, Εκδοτική Ομάδα γυναικών, Αθήνα.
22.
Βαρβόγλη Λίζα, 2003: « Αυτοχειρία, η τελευταία πράξη ενός δράματος », εφημ. Βήμα της Κυριακής, σ. 67/11.
23.
Βαρμάζης Ν., 1983: επιμ., « Η Παλιά Αθηναϊκή Σχολή και ο Ελληνικός Ρομαντισμός (1830-1880) », Νεοελληνικός Πολιτισμός, τόμ. Α΄, Μαλλιάρης-Παιδεία, Αθήνα.
24.
Βέης Ν., 1941: « Ρωμανός ο Μελωδός και Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης », Νέα Εστία, τχ. 355, σ σ. 29-33.
25.
Βέλτσος Γ., α.χ: « Η κοινωνική δύναμη της γλώσσας », Γλώσσα και Ιδεολογία, Γρηγόρη, Αθήνα, σ σ. 159-165.
- 1976: Κοινωνία και γλώσσα, Γρηγόρη, Αθήνα.
26.
Βενέζης Η., 1967: Αιγαίο, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 9η έκδ., Αθήνα.
- 1971: Γαλήνη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα.
27.
Βεργίτσης Δ., 1999: Ο γάμος κατά τη διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, πρώτη έκδ., Γιοχάννεσμπουργκ.
28.
Βεργόπουλος Κ., 1975: Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, Εξάντας, 2η έκδ., Αθήνα.
29.
Βιντιές Κάρεν, 1998: Η φιλοσοφία ως πάθος – Η ζωή και το έργο της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, μετ. Σπανδώνη Ι., Φιλίστωρ, Αθήνα.
194
30.
Vitti Μ., 1980: Ιδεολογική λειτουργία της Ελληνικής Ηθογραφίας, Κέδρος Αθήνα.
31.
Bowra M. C., 1989: Αρχαία Ελληνική Λυρική ποίηση, μετ. Καζάζη Ν. Ι., ΜΙΕΤ, Αθήνα.
32.
Burket W., 1997: Ελληνική Μυθολογία και Τελετουργία, Δομή και Ιστορία, μετ. Ανδρεάδη Η., ΜΙΕΤ, Β΄ έκδ., Αθήνα.
33.
Vlastos G., 1994: Πλατωνικές μελέτες, μετ. Αρζόγλου Ι., ΜΙΕΤ, Αθήνα.
34.
Βλαχογιάννης Γ., 1938: « Ένας άγραφος γυναικείος νόμος και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη », Νέα Εστία 23, σ σ. 9-12.
35.
Blume H. – D., 1993: Εισαγωγή στο αρχαίο θέατρο, μετ. Ιατρού Μ., Γ΄ έκδ. , ΜΙΕΤ, Αθήνα.
36.
Wittegnestein L., 1994: Φιλοσοφική Γραμματική, μετ. Κωβαίου Κ., ΜΙΕΤ, Αθήνα.
37.
Γέμτος Π., 1984: Μεθοδολογία των κοινωνικών επιστημών, α΄ τόμ., Παπαζήση, Αθήνα.
- 1995: Οι κοινωνικές επιστήμες. Μια εισαγωγή, εκδ. Τηπωθήτω, Αθήνα.
38.
Γέμτος Π. – Δρακόπουλος Στ. – Γκότσης Γ. – Τουντασάκη Ε., 1999: Ιστορία των Κοινωνικών Επιστημών, Β΄ τάξη Εν. Λυκείου, έκδ. Β, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1999.
39.
Γεωργουσόπουλος Κ. 1999: εισαγωγή, Δραματική ποίηση, Γ΄ Γυμνασίου, εκδ. ΚΒ΄ ΟΕΔΒ, Αθήνα.
40.
Γιανναράς Χ.,1985: Ορθοδοξία και Δύση. Η Θεολογία στην Ελλάδα σήμερα, εκδ. Αθηνά, Αθήνα.
- 1988: Σχεδίασμα εισαγωγής στη φιλοσοφία, Δόμος, Αθήνα.
41.
Γιαννού-Γαϊτάνου Χ., 1925: Γυναίκα και πολιτική, Αθήνα.
42.
Γιωτοπούλου – Μαραγκοπούλου Α., 2002: « Κατακτώντας την πολιτική ισότητα », εφημ. Η Καθημερινή, ένθ. Επτά ημέρες, σ σ. 20-23.
43.
Γκασούκα Μαρία, 1993: « Οι δευτερεύουσες γυναικείες μορφές της Φόνισσας του Α. Παπαδιαμάντη », Ρόπτρο 5, σ σ. 16-21.
- 1994: « Η Παπαδιαμαντική γοργόνα: ένα αποκαλυπτικό αυτοτελές διήγημα μέσα σ’ ένα ρομαντικό μυθιστόρημα », Ρόπτρο 7, σ σ. 5-11.
195
- 1997: « Πριν τη Χαδούλα ήταν η Χαρμολίνα », Διαβάζω 373, σ σ. 57-61.
- 1998: Η κοινωνική θέση των γυναικών στο έργο του Παπαδιαμάντη, Φιλιππότη, Αρχείο Παπαδιαμαντικών μελετών ΙΙ, Αθήνα.
44.
Γρηγοριάδης Θ., 2003: Κρυμμένοι άνθρωποι, β΄ έκδ., Πατάκη, Αθήνα.
45.
Γρηγοριάδης Ν. 1986: επιμ., Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 3 (βιβλίο του καθηγητή), έκδ. β΄, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
46.
Γρηγοριάδης Ν.- Καρβέλης Δ.-Μηλιώνης Χ.- Μπαλάσκας Κ.-Παγανός Γ., 1996: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Β΄ Γυμνασίου, έκδ. Κ΄, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
- 1997: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Α΄ Εν. Λυκείου, έκδ. ΙΖ΄, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
47.
Γριτσόπουλος Α. Τ., 1954: « Τα θρησκευτικά ποιήματα του Παπαδιαμάντη », περ. Ελληνική Δημιουργία, τχ. 142, σ σ. 35-39.
48.
Γκολντμάν Λ., 1979: Για μια κοινωνιολογία του μυθστορήματος, μετ. Βέλτσου Ε. – Ρυλμόν Π., Πλέθρον, Αθήνα.
49.
Gilbert H., 1988: Η κλασσική παράδοση. Ελληνικές και Ρωμαΐκές επιδράσεις στη λογοτεχνία της Δύσης, μετ. Μαστοράκη Τζένη, ΜΙΕΤ, Αθήνα.
50.
Grombrich H. E., 1994: Iστορία της Τέχνης, μετ. Kάσδαγλη Λ., MIET, Αθήνα.
51.
Δασκαλάκης Α., 1974: « Ο θεσμός της συκγρίας εις την Μάνην », Πελοποννησιακά 10, σ σ. 80-102.
52.
Δαμουλιάνου Χριστίνα, 2002: « 50 χρόνια μετά …», εφημ. Η καθημερινή, ένθ. Επτά ημέρες, σ σ. 30-32.
53.
Δευτεραίος Α., 1967-1968: «Γαμήλιοι Άρτοι», Επετηρίς Κέντρου Λαογραφίας, σ σ. 151-170.
54.
Δεσποτοπούλου Κ., α.χ.: « Η δημοτική γλώσσα και η παιδεία του Έθνους », Γλώσσα και Ιδεολογία, Γρηγόρη, Αθήνα, σ σ. 82-94.
55.
Δημαράς Θ. Κ., 1945: « Σημείωμα για τη Βοσκοπούλα », περ. Τετράδιο 2, σ. 71.
- 1962: « Σημείωμα για τη Βοσκοπούλα », περ. Φροντίσματα, σ. 24.
- 1949: Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, β΄ έκδ., Ίκαρος, Αθήνα.
56.
Δημητράκου Δ., 1970: Νέον Ορθογραφικόν Ερμηνευτικόν Λεξικόν, Γιοβάνη, Αθήνα.
196
57.
Douglas D., 1989: Η ενοποίηση της Ελλάδας (1770-1923), μετ. Ξανθόπουλου Α., γ΄ έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα.
58.
Δρακόπουλος Δ. – Ναστούλης Κ. – Ρώμας, 1998: Σοφοκλέους Αντιγόνη, Β΄ Εν. Λυκείου, έκδ. Α΄, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
59.
Δροσίνης Γ., 1925: « Στα Ρόδινα ακρογιάλια », περ. Η Εικονογραφημένη της Ελλάδος, σ. 69.
60.
De Besse M. – Mialaret G., 1985: Παιδαγωγικές Επιστήμες, τόμ. 6ος, μετ. Παπαγεωργίου Γ., Δίπτυχο, Αθήνα.
61.
Dubisch J., 1992: « Κοινωνικό Φύλο, Συγγένεια, Θρησκεία », Ταυτότητες και Φύλο στη Σύγχρονη Ελλάδα, επιμ. Παπαταξιάρχη Ε. – Παραδέλλη Ε., Πανεπιστήμιο Αιγαίου, σ σ. 99-126.
62.
Εγγονόπουλος Ν., 1979: Ποιήματα, τόμ. Α΄, Ίκαρος, Αθήνα.
63.
Eco U., 1983: Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.
64.
Ελύτης Ο., 1986: Η μαγεία του Παπαδιαμάντη, Γνώση, Αθήνα.
- 1991: Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά, πέμπτη έκδ., Ίκαρος, Αθήνα.
- 1996: Σαπφώ, Ελύτης, Ίκαρος, Αθήνα.
- 1996: Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος, Αθήνα.
65.
Ευαγελόπουλος Σπ., 1986: Ιστορία της Νεοελληνικής εκπαίδευσης. Οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης, εκδ. Δανιά, Αθήνα.
66.
Ζαμάρου Ειρήνη - Μαρκαντωνάτος Γ. - Μήτσης Ν. - Μπούρας Ν. - Παπανδρέου Ιφιγένεια - Σακελλαρίου Α. - Χρυσάφης Γ., 1997: επιμ., Η Ελληνική γλώσσα, Κείμενα Αρχαία, Βυζαντινά και λόγια, Γ΄ Γυμνασίου, έκδ. Γ΄, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
67.
Ζηζιούλας Ι., 1976: « Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Η συνάντηση των δύο κόσμων », Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΣΤ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, σ σ. 519-559.
- 1992: Η κτίση ως ευχαριστία – Θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της οικολογίας, Ακρίτας, Αθήνα.
197
68.
Ζιώγου-Καραστεργίου Σιδηρούλα, 1986: Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (1830-1893), Γ.Γ.Ν.Γ., Αθήνα.
69.
Ζομπάς Β. Α., 1991: Η γλώσσα της Αγίας Γραφής και των λειτουργικών βιβλίων στο έργο του Παπαδιαμάντη, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα.
70.
Ζουμπουλάκης Σ., 2001:« Η αδυσώπητη ζωή. Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Το μυρολόγι της φώκιας », Φιλολογική, σ σ. 12-14.
- 2002: πρόλογος, Οι Έμποροι των Εθνών, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα.
- 2003: Ο μυθιστοριογράφος Παπαδιαμάντης. Συναγωγή κριτικών κειμένων, Εστία, Αθήνα.
71.
Θανάτσης Γ., 1983: Αρραβώνες και γάμοι μικρής ηλικίας, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα.
72.
Θεοδοσοπούλου Μαίρη, 2001: Μετ’ έρωτος και στοργής. Κείμενα για τον Παπαδιαμάντη, Νεφέλη, Αθήνα.
- 2003: « Ως άλλος Δαβίδ. Ο Παπαδιαμάντης και το ζήτημα των μυθιστορημάτων του », εφημ. Βήμα της Κυριακής, σ. 16.
73.
Θεοτόκης Κ., 1993: Ιστορία της Ινδικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα.
74.
Θεοδωρίδης Χ., 1982: Εισαγωγή στη φιλοσοφία, εκδ. Ι. Δ. Κολλάρου & Σία Α.Ε., Αθήνα.
75.
Ιγνατιάδης Μ. Γ.- Κακουλίδης Λ.-Χαραλαμπίδης Απ., 2001: Ομηρικά Έπη Ι, Ομήρου Οδύσσεια, Α΄ Γυμνασίου, έκδ. Β΄, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
76.
Ιγγλέση Χ., 1990: Πρόσωπα γυναικών – προσωπεία της συνείδησης, Οδυσσέας, Αθήνα.
77.
Ιωάννου Π., 1985: Ο της φύσεως έρως, Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης, Κέδρος, Αθήνα.
78.
Καβάφης Κ., 1975: Ποιήματα Α΄ (1896-1918), Ίκαρος, Αθήνα.
79.
Καζαντζάκης Ν. – Κακριδής Θ. Ι., 1998: Ομήρου Ιλιάδα, Β΄ Γυμνασίου, έκδ. ΣΤ΄, τχ. πρώτο-δεύτερο, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
80.
Κακριδής Θ. 1987: επιμ., Ελληνική Μυθολογία, τόμ. Β΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.
198
81.
Καλκαβούρας Αριστομένης, 2003: « Η γέννηση του έρωτα », εφημ. Βήμα της Κυριακής, σ. 12.
82.
Καρανζτή Χρ., 2000: Η αξιοποίηση της γλωσσικής πολυτυπίας στη δημιουγία του ύφους. Το παράδειγμα του Ανδρέα Κάλβου, Ίδρυμα Ουράνη, Αθήνα.
83.
Kαραντώνης Α., 1965: Από τον Σολωμό στον Μυριβήλη, Βιβλιοπωλείον της Εσστίας, Αθήνα.
84.
Καρκαβίτσας Α., 2000: « Ο κυρ Αλέξανδρος », εφημ. Καθημερινή, ένθ. Επτά ημέρες,σ. σ. 11-13.
85.
Kary M., 1960: Ρωμαϊκή ιστορία, τόμ. ΙΙ, μετ. Σταθοπούλου Αικατερίνη, εκδ. Μίνωας, Αθήναι.
86.
Καλογερόπουλος Α., 2001: « Η μουσική στον Παπαδιαμάντη. Το Μυρολόγι της φώκιας ως μάθημα αργό » Φιλολογική, τ χ. 75, σ. σ. 15-16.
87.
Καλογεροπούλου-Μεταλληνού Βασιλική, 1992: Η γυναίκα στην καθ’ ημάς Ανατολή, Αρμός, Αθήνα.
88.
Καλοσπύρος Ν., 1999: « An exercitation pulchritudinis? Νυγμοί ψυχιατρικής σπουδής του παπαδιαμαντικού διηγήματος “Όνειρο στο κύμα’’ως εκδοχή διδακτικής του », Φιλολογική, τ χ. 69, σ σ. 24-27.
- 2002: « Προοίμιο στην ενδελεχή έρευνα για το ξένον παπαδιαμαντικό ύφος », Νέα Εστία, τχ 1747, σ σ. 21-31.
89.
Κατσιμάνης Κ.-Ρούσσος Ε., 1998: Φιλοσοφία, Γ΄Λυκείου, έκδ. ΙΔ΄, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
90.
Κατσουλάκος Θ. – Τσαντίνης Κ., 1994: Προβλήματα Ιστοριογραφίας, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα.
91.
Καιροφύλλας Γ. Κ. – Φιλιππότης Σ. Γ., 1990: Αθηναϊκό Ημερολόγιο, έτος πρώτο, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα.
- 1989: Η Αθήνα της Μπέλ -Επόκ, εκδ. Φιλλιππότη, Αθήνα.
92.
Κελεσόπουλου Γ. Α., 1994: Η λειτουργική παράδοση στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, εκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη.
93.
Κεχαγιόγλου Γ., 1984: Ο Έρωτας στα χιόνια, Πολύτυπο, Αθήνα.
94.
Κολυβάς Κ. Ι., 1987: « Η Ορθόδοξη προοπτική στο έργο του Παπαδιαμάντη », Διαβάζω 165, σ σ. 80-91.
199
95.
Κοντογεωργοπούλου Λ., 1998: Μορφές επικοινωνίας στην Ελληνική οικογένεια: η περίπτωση Παπαδιαμάντη, Τμήμα Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, Αθήνα.
96.
Κοτζιάς Α., 1992: « Χρόνοι και χρόνος στο Έρωτας στα χιόνια », περ. Παπαδιαμαντικά Τετράδια, τ χ. 1, σ σ. 7-13.
- 1992: Τα Αθηναϊκά διηγήματα και δυο δοκίμια για το χρόνο, Νεφέλη, Αθήνα.
97.
Κούλογλου Στ., 2001: Μην πας ποτέ μόνος στο ταχυδρομείο, Ωκεανίδα, Αθήνα.
98.
Κουμανούδης Σ., 1972: Λεξικόν Λατινοελληνικόν, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα.
99.
Κουρτίδης Α., 1883: « Αι εργάτιδες των Αθηνών », Εστία 405, σ. 631.
100.
Κούσουλας Λ., 19993: Ανθρώπους και κτήνη, Νεφέλη, Αθήνα.
101.
Κυριακίδης Σ., α. χ.: Αι γυναίκες εις την πεζογραφίαν – Η λαϊκή ποιήτρια, η παραμυθού, η μάγισσα, Βιβλιοπωλείον Σιδέρη Ν. Ι., Εν Αθήναις.
- 1920: Αι γυναίκες εις την Λαογραφίαν, Αθήνα.
102.
Κυριακίδου Σ.,1965: Ελληνική Λαογραφία, Αθήνα.
103.
Κυριακίδου – Νέστορος Άλκη., 1993: Λαογραφικά μελετήματα ΙΙ, Πορεία,
Αθήνα.
104.
Κουκουλές Φ., 1932: « Επίθετα τινά της Θεοτόκου », Ημερολόγιο Μεγάλης Ελλάδος, σ σ. 431-444.
105.
Κρεμμυδάς Β., 1988: Ιστορία Νεότερη- Σύγχρονη, Γ΄ Γυμνασίου, έκδ. Ε΄, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
106.
Κριαράς Ε., 1988: Θητεία στη γλώσσα, Γκοβόστη, Αθήνα.
107.
Λαμπίρη–Δημάκη Ιωάννα, 1974: Προς μια Ελληνικήν κοινωνιολογίαν της παιδείας, Αθήνα.
108.
Lesky A., 1997: Η καταγωγή της τραγωδίας, τόμ. Α΄, μετ. Χουρμουζιάδη Ν., γ΄έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα.
109.
Le Clerc Annie, 1979: Γυναικείες κουβέντες, μετ. Σιδέρη Ν., Καστανιώτη, Αθήνα.
110.
Λεντάκης Α., 1986: Είναι η γυναίκα κατώτερη από τον άντρα; Ή πώς κατασκευάζεται η γυναίκα, Δωρικός, Αθήνα.
111.
Ληξουριώτης Γ., 1986: Κοινωνικές και νομικές αντιλήψεις για το παιδί τον πρώτο αιώνα του νεοελληνικού κράτους, Δωδώνη, Αθήνα.
200
112.
Λιάκος Α. – Γαγανάκης Κ. – Γαζή Έφη. – Κόκκινος Γ. – Πεντάζου Ιουλία. – Σμπιρίλης Γ., 1998: επιμ., Ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός και οι ρίζες του, Α΄Λυκείου (μάθημα επιλογής), έκδ. Α΄, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
113.
Λιγνάδης Τ., 1981: « Ομολογία πίστεως στον Παπαδιαμάντη. Ο κυρ‐Αλέξανδρος εργάζεται στο τοπίο του », Φώτα ολόφωτα, επιμ. Τριανταφυλλόπουλου Ν. Δ., ΕΛΙΑ, Αθήνα, σ σ. 117-132.
114.
Λιδωρίκης Μ., 1990: « Όταν εώρταζον οι Αθηναίοι », Αθηναϊκό Ημερολόγιο, έτος πρώτο, Φιλιππότη, Αθήνα, σ σ. 116-121.
115.
Liddell G. H. – Scott R., α. χ.: Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, τόμ. Β΄, μετ. Μόσχου Π. Ξ., εκδ. Σιδέρης, Αθήναι.
116.
Lopez Eire A., 2003: « Μια υποδειγματική ιστορία της γλώσσας: Η ιστορία της Ελληνικής γλώσσας », Η Ελληνική γλώσσα και η ιστορία της, μετ. Καντά Ε., ΥΠΕΠΘ, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Ζήτη, Αθήνα –Θεσσαλονίκη, σ σ. 31-36.
117.
Λορεντζάτος Ζ., 1978: Αρχαίοι κριτικοί, Ίκαρος, Αθήνα.
- 1979: Οι Ρωμιές (Altra cosa), Δόμος, Αθήνα.
- 1979: « Α. Παπαδιαμάντης: Πενήντα χρόνια από τον θανατό του », Είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο του, επιμ. Τριανταφυλλόπουλου Δ. Ν., Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα.
118.
Λουκάτος Σ. Δ., 1985: Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, γ΄ έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα.
- 1972: Νεοελληνικοί παροιμιόμυθοι, Ερμής, Αθήνα.
119.
Μαντάς Α., 1994: Ο τροπικός Παπαδιαμάντης. Συμβολή στη μελέτη του μεταφορικού λόγου των παπαδιαμαντικών διηγημάτων, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα.
- 2000: « Μαρτυρίες και μελέτες για το πρόσωπο και το έργο του Παπαδιαμάντη », εφημ. Καθμερινή, ένθ. Επτά Ημέρες, σ σ. 15-17.
- 2001: « Μια ανάγνωση της Φόνισσας », Φιλολογική, τ χ. 75, σ σ. 7-11.
120.
Μαρωνίτης Δ. Ν., 2001: μετ. Ομήρου Οδύσσεια, Α΄ Γυμνασίου, Β΄ έκδ., ΟΕΔΒ, Αθήνα.
201
- 2003: « Το αβγό της κότας », εφημ. Βήμα της Κυριακής, σ σ. Α58/ 98 / ΝΕΕΣ ΕΠΟΧΕΣ.
121.
Μαυρίδης Ν., 2002: Έρως και αγάπη: η ερμηνευτική του Παπαδιαμάντη, Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα.
122.
Μαυροματάκης Μ., 1997: Ελληνική Μυθολογία και Λατρεία, εκδ. Χαϊτάλη, Αθήνα.
123.
Μέγας Α. Γ., 1967: Εισαγωγήν εις την Ελληνικήν Λαογραφίαν, Αθήνα.
- 1943-1944: « Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας »ι Επετηρίς Λαογραφικού Αρχείου 5-6, σ. 87-98.
124.
Μεϊδάνη Μαρίνα, 1999: « Δεύτερο Φύλο, 50 χρόνια μετά. Η βιολογία δεν έχει καμιά απολύτως σημασία », εφημ. Ελευθεροτυπία, ένθ. Βιβλιοθήκη, σ. 12.
125.
Μεϊμάρη Μάρα, 2002: Οι μάγισσες της Σμύρνης, 30η έκδ., Καστανιώτη, Αθήνα.
126.
Μιχαηλίδης Μ. Κ., 1938: Ο ερωτικός Παπαδιαμάντης, εκδ. Στεργιάδη, Αθήνα.
127.
Μελάς Σ., 1972: εισαγωγή, Παπαδιαμάντη Άπαντα, επιμ. Βαλέτα, Γιοβάννη, Αθήνα.
128.
Μερακλής Γ. Μ., 1974: Σύγχρονος Ελληνικός Λαϊκός πολιτισμός, Οδυσσέας, Αθήνα.
- 1981: « Ηθογραφικός νατουραλισμός; Μερικά σχόλια στον Φτωχό Άγιο του Παπαδιαμάντη », Φώτα Ολόφωτα, ΕΛΙΑ, Αθήνα, σ σ. 229-306.
- 1981: « Οι ρομαντικοί του 19ου αιώνα », Νέα Εστία 105, σ. 8.
- 1981: « Θέματα διηγηματογραφίας του Παπαδιαμάντη », Τετράδια ευθύνης, τχ. 15, σ σ. 98-112.
- 1987: Ελληνική Λαογραφία. Κοινωνική Συγκρότηση, Οδυσσέας, Αθήνα.
- 1988: επιλεγόμενα, Παραμύθια της Σμύρνης, Ελληνικά Λαϊκά Παραμύθια,
Πατάκη, Αθήνα.
- 1998: πρόλογος, Η κοινωνική θέση των γυναικών στο έργο του Παπαδιαμάντη,
Φιλιππότη, Αρχείο Παπαδιαμαντικών μελετών ΙΙ, Αθήνα.
129.
Merlier O., 1934: A. Παπαδιαμάντη, Γράμματα, Αθήνα.
- 1941: « Από τη Σκιάθο, το ελληνικό νησί », Νέα Εστία, τχ. 355, σ σ. 50β-51α.
130.
Μοναχού Θεόκλητου Διονυσάτου, 1986: Ο κοσμοκαλόγηρος Παπαδιαμάντης, Αστήρ, Αθήνα.
202
131.
Μηλίγκου-Μαρκαντώνη Μαίρη, 1991: « Η θέση της γυναίκας ως συζύγου και κόρης στην ελληνική παραδοσιακή οικογένεια μέχρι το 1940 », επιμ. Μαρκαντώνης Ι. – Ρήγα Β., Οικογένεια, Μητρότητα, Αναδοχή, Μαυρομάτη Δ. Δ., Αθήνα, σ σ. 277-308.
132.
Μηλιώνης Χ., 1992: « Ο Παπαδιαμάντης και η ηθογραφία ή ηθογραφίας αναίρεσις », Γράμματα και Τέχνες 64-65, σ σ. 59-65.
133.
Moσκώφ Κ., 1972: Η Εθνική και Κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα (1830-1909) - Ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου, Θεσσαλονίκη.
- 1985: Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, Καστανιώτη, Αθήνα.
134.
Mosse Cl., 1991: H Αρχαϊκή Ελλάδα, μετ. Πασχάλη Σ., ΜΙΕΤ, Αθήνα.
135.
Μοστράτου Δήμητρα, 1994: Οι άλλοι ήρωες, εκδ. Κασαπάκη, Αθήνα.
136.
Μοσχονάς Ε., 1981: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αλληλογραφία, Οδυσσέας, Αθήνα.
137.
Μόσχου–Σακοράφου Στέλλα, 1990: Ιστορία του Ελληνικού Φεμινιστικού κινήματος, Αθήνα.
138.
Μουλλάς Π., 1974: Α. Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος, Ερμής, Αθήνα.
139.
Μουτζάν-Μαρτινέγκου Ελισσάβετ., 1983: Αυτοβιογραφία, Κείμενα, Αθήνα.
140.
Μουζέλης Ν., 1997: Επιστροφή στην κοινωνιολογική θεωρία. Η έννοια της ιεραρχίας και το πέρασμα από την μικρο- στη μακρο-κοιωνιολογία, Θεμέλιο, Αθήνα.
141.
Μυριβήλης Σ., 1956: Η Παναγιά η γοργόνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, εκδ. Κολλάρου Ι. Δ., Αθήνα.
142.
Μπακαλάκη A. – Ελμιγίτου E., 1987: Η εκπαίδευση «εις τα του οίκου» και τα γυναικεία καθήκοντα, Γ.Γ.Ν.Γ, Αθήνα.
143.
Μπαλάνος Σ. Δ., 1919: Η περίθαλψη των ορφανών εν τω Ελληνικώ κράτει, Αθήναι.
144.
Μπαλούμης Ε., α. χ.: Ηθογραφικό διήγημα. Κοινωνικοϊστορική προσέγγιση, εκδ. Χ. Μπούρα, Αθήνα.
145.
Μπαμπινιώτης Γ., α. χ.: « Πέρα της καθαρευούσης και της δημοτικής », Γλώσσα και Ιδεολογία, Γρηγόρη, Αθήνα, σ σ. 149-158.
203
- 1980: Θεωρητική γλωσσολογία, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα.
- 1985: Εισαγωγή στη Σημειολογία, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα.
- 2003: « Νεοπαγανισμός: πίσω ολοταχώς », εφημ. Το Βήμα της Κυριακής, σ. ΝΕΕΣ ΕΠΟΧΕΣ 69 / Α33.
146.
Μπαρδάκης Ν. Μ., 2003: Μετ’ έρωτος την φύσιν, η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη σήμερα., Ατραπός, Αθήνα.
147.
Μπαστιάς Κ., 1974: Παπαδιαμάντης, Εκδοτική Αθηνών ΑΕ, Αθήνα.
148.
Μπέγζος Μ. – Παπαθανασίου Αθ., 1999: επιμ., Θέματα χριστιανικής ηθικής, Γ΄ τάξη Εν. Λυκείου, έκδ. Α΄ ΟΕΔΒ, Αθήνα.
149.
Μπελιά Ελένη, 1970: Η εκπαίδευσις εις την Λακωνίαν και την Μεσσηνίαν κατά της Καποδιστριακήν περίοδον (1828-1832), Αθήνα.
150.
Μπεοπούλου Ιωάννα., 1992: « Όταν οι άνδρες ταξιδεύουν », Ταυτότητες και Φύλο στη σύγχρονη Ελλάδα, επιμ. Παπαταξιάρχη Ε. – Παραδέλλη Φ., Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Αθήνα, σ σ. 193-208.
151.
Μπουζάκης Σ., 1986: Νεοελληνική εκπαίδευση (1821-1885), Gutenberg, Αθήνα.
152.
Μωραϊτίδης Α., 1921: « Πώς απέθανεν ο Παπαδιαμάντης », Πρωτεύουσα.
153.
Ναουμίδης Μ., 1954: « Οι στίχοι του Παπαδιαμάντη », περ. Ελληνική Δημιουργία, τ χ. 142, σ σ. 35-39.
154.
Ναπ. – Κυκ., 1993: « Γυναίκες παγίδες », περ. Στον μύλο, σ σ. 68-69.
155.
Νικολαΐδου Ε., 2003: Σοφοκλής, O μεγάλος τραγικός, Σαβάλλα, Αθήνα.
156.
Ντε Μπωβουάρ Σιμόν, 1979: Το Δεύτερο Φύλο, μετ. Σιμόπουλου Κ., Γλάρος, Αθήνα.
157.
Ξανθούλης Ι., 1991: Το ροζ που δεν ξέχασα, ΙΒ΄έκδ., Καστανιώτη, Αθήνα.
- 1991: Ο Χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας, ΚΔ΄ έκδ., Καστανιώτη, Αθήνα.
158.
Ξενόπουλος Γ., 1906: « Το έργον του Παπαδιαμάντη », Παναθήναια, τόμ. ΙΓ΄, σ. 8.
159.
Ξηραδάκη Κ., 1988: Το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα, Γλάρος, Αθήνα.
- 1992: Η Αθήνα πριν 100 χρόνια (Ένας φιλολογικός περίπατος), Κέδρος, Αθήνα.
160.
Ορφανίδης Ν., 2000: « Η σελληνοφεγγής νυξ », εφημ. Καθημερινή, ένθ. Επτά ημέρες, σ σ. 26-27. 204
161.
Οικονόμου Ζ., 1979: Ο Παπαδιαμάντης και το νησί του. Μικρογραφία της ανθρωπότητας, Κέδρος, Αθήνα.
162.
Οικονομίδης Δ., 1969-1972: « Η κοινωνική θέση της Ελληνίδος κατά τινά έθιμα του λαού », Επετηρίδα Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας Αθηνών 22, σ σ. 75-111.
163.
Πάνου Σ. α.χ.: επιμ., Γλώσσα και Ιδεολογία, Γρηγόρη, Αθήνα, σ σ. 11-14.
164.
Πανταζής Β., 2000: « Ο Παπαδιαμάντης σήμερα », εφημ. Η Καθημερινή, ένθ. Επτά Ημέρες, σ σ. 24-25.
165.
Παντελίδου-Μαλούτα Μ., 1990: «Ελληνική πολιτική κουλτούρα: το φύλο της Αριστεράς και της Δεξιάς», επιμ. Νικολακόπουλου Χ., Εκλογές και κόμματα στη δεκαετία του ’80, Θεμέλιο, Αθήνα, σ σ. 104-105.
– 2002: « 50 χρόνια γυναικείας ψήφου », εφημ. Η Καθημερινή, ένθ. Επτά ημέρες, σ σ. 17-19.
166.
Πάντος Κ., 1959: Γυναίκες της Θεσσαλίας και του Πηλίου, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία των Θεσσαλών, εν Αθήναις.
167.
Παπαγγέλης Θ., 1995: Από τη βουκολική ευτοπία στην πολιτική ουτοπία, ΜΙΕΤ, Αθήνα.
168.
Παπαγεωργοπούλου Αγγελική, 2002: « Ο κοσμοπολιτισμός του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Συμβολή στη συγκριτική προσέγγιση των παπαδιαμαντικών κειμένων », Νέα Εστία, τχ. 1747, σ σ. 32-39.
169.
Παπαγιώργης Κ., 1997: Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, Γ΄ έκδ., Καστανιώτη, Αθήνα.
170.
Παπαδιαμάντη Άπαντα, 1989: κριτική έκδ. Τριανταφυλλόπουλου Ν. Δ., Α΄ επανέκδοση, Δόμος, Αθήνα.
- 1972: επιμ., Βαλέτα Γ., Γιοβάνη, Αθήνα.
171.
Παπαϊωάνου Μ., 1948: Α. Παπαδιαμάντης. Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη, Εταιρία Νεοελληνικών Σπουδών, Αθήνα.
172.
Παπαδοπούλου Κ., 1975: Αγώνες και νίκες της Ελληνίδας, Πύλη, Αθήνα.
173.
Παπαθανασίου Σ., 2001: « Η γλώσσα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη: πολυφωνία και διαλακτικότητα », περ. Ίνδικτος, τ χ. 12-13, σ σ. 64-78.
205
174.
Παπαθανασόπουλου Θ., α. χ: « Τα ποιήματα του Παπαδιαμάντη », Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (Σκιάθος, 20-24 Σεπτεμβρίου 1991), Δόμος, Αθήνα, σ σ. 367-386.
175.
Παπακώστας Γ., 1982: Το περιοδικό Εστία και το διήγημα, Διατριβή επί υφηγεσία, εκδ. Εκπαιδευτήρια Κωστέα – Γείτονα, Αθήνα.
176.
Παπαχατζής Ν., 1971: « Ελληνική μυθολογία », Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Β΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, σ σ. 94-157.
- 1971: « Η θρησκεία κατά την Αρχαϊκή εποχή », Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τόμ. Β΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, σ σ. 66-93.
177.
Παρρέν Καλλιρρόη, 1903: Ιστορία της γυναικός – Σύγχρονοι Ελληνίδες (1530-1896), Αθήναι.
178.
Παρίσης Ι. – Παρίσης Ν., 2003: Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων, έκδ. Δ΄, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
179.
Παρίσης Ν., 2001: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (μυρολόγι της φώκιας, όνειρο στο κύμα, πατέρα στο σπίτι). Το ήθος του αφηγηματικού λόγου, Μεταίχμιο, Αθήνα.
180.
Πατρώνος Π. Γ., 1994: Θεολογία και Ορθόδοξο βίωμα, Δόμος, Αθήνα.
181.
Πετρόπουλος Δ. Α.,1946-1947: «Η γύμνωσις στις μαγικές ενέργειες», Αρχείον Θρακικού Θησαυρού 13, σ σ. 126-167.
- 1952: « Η ακληρία εις τα έθιμα του ελληνικού λαού », Ελληνικό Λαογραφικό Αρχείο, σ σ. 28-44.
182.
Πιτσάκης Κ. – Αρμενοπούλου Κ., 1971: Πρόχειρον Νόμον ή Εξάβιβλος, Δωδώνη, Αθήνα.
183.
Πολίτης Λ., 1978: Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα.
184.
Πολίτης Ν., 1931: « Ο γάμος παρά τοις νεώτεοις Έλλησιν», Λαογραφικά Σύμμεικτα Γ΄, σ σ. 232-322.
185.
Πολίτης Φ., 2001: πρόγραμμα-πρόσκληση, Οι γλώσσες της γλώσσας, Ζ΄ Πανελλήνιο Συνέδριο, Α. Π. Θ. Θεσσαλονίκη.
186.
Πολίτου-Μαρμαρινού Ε., 1996: « Παπαδιαμάντης, Maupassant και Τσέχωφ: Από τη Σκιάθο στην Ευρώπη », Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου για τον 206
Παπαδιαμάντη (Σκιάθος, 20-24 Σεπτεμβρίου 1991), Δόμος, Αθήνα σ σ. 423-456.
- 1997: « Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης », Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τόμ. ΣΤ΄, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα, σ σ. 114-162.
187.
Πουλαντζάς Ν., 1985: Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, γ΄έκδ., Θεμέλιο, Αθήνα.
188.
Πούχνερ Β., 1983: « Το φυντανάκι και η κληρονομιά της Ηθογραφίας », Νέα Εστία, τχ. 1348, σ σ. 1068-1076.
189.
Προγκίδης Λ., 1998: Η κατάκτηση του μυθιστορήματος. Από τον Παπαδιαμάντη στον Βοκκάκιο, μετ. Κιουρτσάκη Γ., Εστία, Αθήνα.
- 2002: Ο Παπαδιαμάντης και η Δύση, Πέντε μελέτες, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα.
-
1999: « Δεύτερο ημίχρονο εν απουσία γηπέδου », εφημ. Ελευθεροτυπία, ένθ. Βιβλιοθήκη, σ σ. 2-3.
-
2001: « Ο Παπαδιαμάντης άξιος μυθιστοριογράφος », επιμ. Θεοδοσοπούλου Μαίρη, Μετ’ έρωτος και στοργής, Νεφέλη, Αθήνα, σ σ. 27-35.
190.
Ράμμος Γ., 1932: Περί καταστάσεως εξώγαμων τέκνων κατά το παρ’ ημίν ισχύον δίκαιον, εκδ. Τζάκα-Δελαγραμμάτικα, Αθήνα.
191.
Ράμφος Σ., 1976: Η παλινωδία του Παπαδιαμάντη, Κέδρος, Αθήνα.
192.
Ρεπούση Μαρία, 2002: « Η γυναικεία ψήφος οδεύει προς την κάλπη », εφημ. Η Καθημερινή, ένθ. Επτά ημέρες, σ σ. 14-16.
193.
Ρήγας Γ., 1958: Σκιάθου Λαΐκός Πολιτισμός, τόμ. Α΄, Θεσσαλονίκη.
- 1962: Σκιάθου Λαΐκός Πολιτισμός, τόμ. Β΄, Θεσσαλονίκη.
- 1968: Σκιάθου Λαΐκός Πολιτισμός, τόμ. Γ΄, Θεσσαλονίκη.
-1970: Σκιάθου Λαΐκός Πολιτισμός, τόμ. Δ΄, Θεσσαλονίκη.
194.
Ρηγοπούλου Πέπη, 1996: « Το κάλλος του θανάτου », εφημ. Ελευθεροτυπία, σ. 10.
195.
Ριτς Αντριάν, 1983: Γέννημα γυναίκας, μετ. Βερυκοκάκη Α., Νέα Σύνορα, Αθήνα.
207
196.
Ρίτσος Γ., 1984: Ποιήματα, Τέταρτη Διάσταση (1956-1972), 14η έκδ., τόμ. ΣΤ΄, Κέδρος, Αθήνα.
197.
Ross D. W., 1993: Αριστοτέλης, β΄ έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα.
198.
Ρωμαίος Κ., 1941: « Το γλωσσικό ιδίωμα της Σκιάθου και οι διάλογοι του Παπαδιαμάντη », Ν. Εστία 355, σ σ. 64-70.
199.
Σάκαλης Ι. 1998: επιμ., Ηροδότου Ιστορίαι, Α΄ Γυμνασίου, ΙΓ΄ έκδ., ΟΕΔΒ, Αθήνα.
200.
Σακελλαρίου Μ., 1971: «Οι Αρχαίες θρησκείες και η Προχριστανική θρησκευτικότητα», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΣΤ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, σ σ. 492-519.
201.
Σακελλαρίου Χ., 1998: Σχολές και ρεύματα στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, Ρομαντισμός, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
202.
Σαμαράκης Α., 1979: Αρνούμαι, 15η έκδ., Ελευθερουδάκης, Αθήνα.
203.
Σαμίου Δήμητρα, 2002: « Στις απαρχές της ισοπολιτείας », εφημ. Η Καθημερινή, ένθ. Επτά ημέρες, σ σ. 2-5.
204.
Σαχίνης Α., 1980: Το νεοελληνικό μυθιστόρημα. Ιστορία και κριτική, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα.
205.
Σαρηγιάννης Μ., 1978: « Η προσέγγιση της αστικοποιήσεως μέσα από τη λογοτεχνική βιβλιογραφία », Τεχνικά Χρονικά 3, σ σ. 28-36.
206.
Σβώλου Μαρία, 1924: Η θέση του Φεμινισμού στην Ελλάδα, Φεμινιστική Βιβλιοθήκη, εκδ. Συνδέσμου Ελληνίδων υπέρ των δικαιωμάτων της γυναικός, Αθήνα.
207.
Σετάτου Μ., α. χ.: « Το γλωσσικό ζήτημα και η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στα πλαίσια της γενικής γλωσσολογίας », Γλώσσα και Ιδεολογία, Γρηγόρη, Αθήνα, σ σ. 46-81.
208.
Σεφέρης Γ., 1984: Δοκιμές, Ίκαρος, Αθήνα.
- 2000: Ποιήματα, Ίκαρος, έκδ. εικοστή, Αθήνα.
209.
Σιδέρης Γ., 1976: Το αρχαίο θέτρο στη νέα Ελληνική σκηνή (1817-1932), τόμ. Α΄, εκδ. ΚΗ΄, α. έκδ., Αθήνα.
210.
Σιδέρης Ζ., 1998: μετ., Ομήρου Οδύσσεια, Α΄ Γυμνασίου, έκδ. ΚΗ΄, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
208
211.
Σικελιανός Α., 1978: Λυρικός Βίος Γ΄, Ίκαρος, Αθήνα.
212.
Σκαλτσά Μ., 1983: Κοινωνική ζωή και δημόσιοι χώροι κοινωνικών συναθροίσεων στην Αθήνα του 19ου αιώνα, Θεσσαλονίκη.
213.
Σκουβαράς Β., 1960: Το υμνογραφικό έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, Αθήνα.
214.
Σκουζές Δ., 1961: Η Αθήνα που έφυγε, Αθήνα.
215.
Σκουλάτου Β. – Δημακοπούλου Ν. – Κόνδη Σ., 1984: Ιστορία νεότερη και σύγχρονη, Γ΄ Λυκείου, τχ. Β΄, έκδ. Γ΄, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
216.
Σκουτιέρη-Διδασκάλου Νόρα, 1984: «Ανθρωπολογικά για το γυναικείο ζήτημα», Ο Πολίτης, Αθήνα, σ. 84.
- 1991: «Ανθρωπολογικά για το γυναικείο ζήτημα», Ο Πολίτης, β΄ έκδ., Αθήνα, σ σ. 33.
217.
Sombhu M., 2000: « To θέατρο στην Ασία », Θεατρικό Ημερολόγιο 2000, Δωδώνη, Αθήνα, σ. 59.
218.
Σπανδωνίδης Π., 1938: « Η μαγική γνώση και ο Παπαδιαμάντης », Νέα Εστία 24, σ σ. 942-950.
219.
Σταφυλάς Μ., 1980: « Ο επαναστατημένος χριστιανός Παπαδιαμάντης », Νεοελληνικά αφιερώματα 3, σ σ. 363-409.
220.
Στεργιόπουλος Κ., 1979: « Ο Παπαδιαμάντης σήμερα. Διαίρεση και χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του », Είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο του, Εκδόσεις των φίλων, Αθήνα.
221.
Στεφανίδης Μ., 1994: Ελληνική Μυθολογία, τόμ. 13, έκδ. Σίγμα, Αθήνα.
222.
Στυλιανού Α., 1971: επιμ., Μπεργαδής Απόκοπος, Βοσκοπούλα, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Ερμής, Αθήνα.
223.
Συκουτρής Ι., 1982: Πλάτωνος Συμπόσιον, Ι. Δ. Κολλάρος και Σία Α.Ε., Αθήνα.
224.
Σφυρόερας Β., 1993: Ιστορία νεότερη και σύχγρονη, Γ΄ Γυμνασίου, έκδ. Γ΄, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
225.
Ταλιγκάρου Αγγελική, 1999: « Η λειτουργία του κυκλικού χρόνου στο διηγηματογραφικό έργο του Α. Παπαδιαμάντη », περ. Ακτή, τ χ. 41, σ σ. 29-40.
- 2000: Η γυναίκα στο διηγηματογραφικό έργο του Παπαδιαμάντη, Flienders University, Adelaide, Australia.
209
226.
Ταμπακέας Σ., α. χ. : Κασσιανή, εκδ. Ρουμελιώτη, Αθήνα.
227.
Taylor E. A., 1992: Πλάτων, ο άνθρωπος και το έργο του, μετ. Αρζόγλου Ι., β΄ έκδ. , ΜΙΕΤ, Αθήνα.
228.
Τεγόπουλος – Φυτράκης., 1995: Μικρό Ελληνικό Λεξικό, Αρμονία Α.Ε., Αθήνα.
229.
Τερλεξής Π., 1975: Πολιτική κοινωνικοποίηση, Gutenberg, Αθήνα.
230.
Τολίκα Κατερίνα, 1992: « Η γυναίκα γλυκύ άλλοθι της Ελληνικής λογοτεχνίας », ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 80, σ σ. 86-98.
231.
Τομαρά-Σιδέρη Ματούλα - Σιδέρη Ν., 1986: « Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα », Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γ.Γ.Ν.Γ., Αθήνα, σ σ. 79-89.
232.
Thomson J., 1959: Η Αρχαία Ελληνική κοινωνία–Προϊστορικό Αιγαίο, μετ. Βιστάκη Γ., α. έκδ., Αθήνα.
233.
Τριανταφύλλου Σώτη, 2002: Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης, 13η έκδ., Πόλις, Αθήνα.
234.
Τριανταφυλλόπουλος Δ. Ν., 1976: « Διορθωτικά στον Παπαδιαμάντη, ΙΙ », Ελληνικά 29, σ σ. 323-333.
- 1978: Δαιμόνιο Μεσημβρινό. Έντεκα κείμενα για τον Παπαδιαμάντη, Γρηγόρη, Αθήνα.
- 1979: « Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο του », Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, σ. 36.
- 1979: « Μικρή σημείωση για τον εξάψαλμο στους Εμπόρους των Εθνών », περ. Εποπτεία, σ. 997.
- 1986: « Mυνίρισμα πτηνού χειμαζομένου. Φιλολογικά στον Παπαδιαμάντη »,
Καστανιώτη, Αθήνα.
- 1992: Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Aλληλογραφία, Δόμος, Αθήνα.
- 1992: « Ο άγονος έρωτας ή Desinit in piscem », Η αδιάπτωτη μαγεία. Παπαδιαμάντης 1991-Ένα αφιέρωμα, Ίδρυμα Γουλανδρή -Χόρν, Αθήνα, σ σ. 13-38.
- 1993: Ο Παπαδιαμάντης μεταφράζει, Λήθη, Αθήνα.
- 2000: « Ο μεταφραστής Παπαδιαμάντης », εφημ. Η Καθημερινή, ένθ. Επτά Ημέρες, σ. 14.
210
- 2001: « Ο μεταφραστής Παπαδιαμάντης », Φιλολογική, τ χ. 75, σ σ. 3-6.
- 2001: «Το αθορύβητον της ψυχής», Μετ’ έρωτος και στοργής, επιμ. Θεοδοσοπούλου Μαίρη, Νεφέλη, Αθήνα, σ σ. 70-76.
- 2001: « Άπιστες και ωραίες », Μετ’ έρωτος και στοργής, επιμ. Θεοδοσοπούλου Μαίρη, Νεφέλη, Αθήνα, σ σ. 77-82.
235.
Τομπαΐδης Δ., 1989: επιμ., Επιτομή της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας, Γ΄ Γυμνασίου, Θ΄ έκδ., ΟΕΔΒ, Αθήνα.
236.
Τζιόβας Δ., 2002: « Η Φόνισσα ως αντικοινωνικό μυθιστόρημα », εφημ. Το Βήμα της Κυριακής, σ. Α 32/ 68 / ΝΕΕΣ ΕΠΟΧΕΣ.
237.
Τζουμελέα –Παναγοπούλου Σ., 1933: Η εκπαίδευσή μας τα τελευταία 100 χρόνια, Δημητράτου Α. Ε., Αθήναι.
238.
Τσαγκαράκης Κ. Ε. – Φραγκίσκος Ν. Ε., 1984: Θουκιδίδη Ιστορία, Β΄ Λυκείου, έκδ. Β΄, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
239.
Τσαούσης Δ. Γ., 1987: Η κοινωνία του ανθρώπου. Εισαγωγή στην κοινωνιολογία, Αθήνα.
240.
Τσαχτσής Κ., 1986: Η γιαγιά μου η Αθήνα, Ερμής, έκδ. έκτη, Αθήνα.
241.
Τσοπανάκη Α., α.χ. : « Ο δρόμος προς τη δημοτική: θεωρητικά, τεχνικά και γλωσσικά προβλήματα », Γλώσσα και Ιδεολογία, Γρηγόρη, Αθήνα, σ σ. 95-148.
242.
Τσουκαλάς Κ., 1985: Εξάρτηση και Αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), β΄ έκδ., Θεμέλιο, Αθήνα.
- 1999: Κράτος, Κοινωνία, Εργασία στη Μεταπολεμική Ελλάδα, Θεμέλιο, Αθήνα.
243.
Φάλτάϊτς Κ., 1921: « Οι τελευταίες στιγμές του Παπαδιαμάντη », Ελληνική Επιθεώρησις 159, σ σ. 6-7.
244.
Φανούρης Β., 1983: « Γενική εκπαίδευση », Νεοελληνικός Πολιτισμός, τόμ. Β΄, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Αθήνα, σ σ. 126-139.
245.
Φαρίνου–Μαλαματάρη Γεωργία, 2000: Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη (1887-1910), Κέδρος, Αθήνα.
- 2002: « Νέοι ερευνητές για τον Παπαδιαμάντη », Νέα Εστία, τχ. 1747, σ σ. 10-13. 211
246.
Φίλιας Β., 1985: Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα. Η νόθα αστικοποίηση, Gutenberg, Αθήνα.
247.
Φουρναράκη Ε., 1989: Εκπαίδευση και Αγωγή των κοριτσιών. Ένα ανθολόγιο, Γ.Γ.Ν.Γ., Αθήνα.
248.
Φραγκουδάκη Άννα, 1987: Γλώσσα και Ιδεολογία, Οδυσσέας, Αθήνα.
- 1987: Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και φιλελεύθεροι διανοούμενοι, έκδ. πέμπτη, Αθήνα.
249.
Φραγκούλας Ν. Ι., 1978: Σκιαθίτικα Α΄, Ιστορία της Σκιάθου, Ιωλκός, Αθήνα.
250.
Φωκάς Ν., 1982: Επιχειρήματα για τη γλώσσα – για τη λογοτεχνία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα.
251.
Φωτιάδης Ν., 1902: « Το γυναικείον ζήτημα », Πλειάς 5, σ. 68.
252.
Φωτίου Σ., 1992: « Γλωσσικές υποθήκες του Παπαδιαμάντη », Παπαδιαμαντικά Τετράδια, τχ. 1, σ σ. 32-39.
253.
Χαραλαμπάκης Χ., 2001: « Κοινωνιογλωσσική προσέγγιση των έργων της κρητικής λογοτεχνίας », Κριτολογικά μελετήματα. Γλώσσα, λογοτεχνία πολιτισμός, Πανεπιστημιακές εκδ. Κρήτης, Ηράκλειο, σ σ. 171-185.
254.
Χάουζερ Α., 1984: Κοινωνική Ιστορία της τέχνης, εκδ. Κάλβος, Αθήνα.
255.
Χατζηγιακουμής Μ., 1980: Χειρόγραφα Εκκλησιαστικής Μουσικής (1453 – 1820), ΜΙΕΤ, Αθήνα.
256.
Χατζηδάκις Μ., 1985: Ρωμαϊκή αγορά. Για πιάνο και τραγούδι, Μουσικός εκδ. οίκος Παπαγρηγορίου Κ.- Νάκα Χ., τχ. β΄, Αθήνα.
257.
Χατζόπουλος Δ., 1908: « Η ιστορία του γυναικείου κινήματος. Μια νίκη των Γερμανίδων », Μηνιαίον Παράρτημα 8, σ σ. 1031-1034.
258.
Haag T., 1992: To αρχαίο μυθιστόρημα, μετ.Μαστοράκη Τζένη, MIET, Αθήνα.
259.
Henrich-Χρυσομάλλη Κ.,1997: « Αφηγηματική τεχνική, αφηγηματικός χρόνος και η επίδρασή τους στη διαμόρφωση της λογοτεχνικής μορφής. Έρευνες στους Μυριβήλη, Βενέζη και Φακίνου με ιδιαίτερη έμφαση στις γυναικείες μορφές », ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 88, σ σ. 206-215.
260.
Highet G., 1988: Η κλασσική παράδοση, Ελληνικές και Ρωμαϊκές επιδράσεις στη λογοτεχνία της Δύσης, μετ. Μαστοράκη Τζένη, ΜΙΕΤ, Αθήνα.
212
261.
Xουρδάκης Α., 2001: επιμ., Στη Μυθοχώρα με τα φτερά του Πήγασου, Ε.ΔΙΑ.Μ.ΜΕ, Ρέθυμνο.
262.
Hobsbawn J. E., 1994: Η εποχή του κεφαλαίου (1848-1875), μετ. Κουρτόβη Δ., ΜΙΕΤ, Αθήνα.
263.
Χρηστέα-Δουμάνη Μ., 1989: Η Ελληνίδα Μητέρα άλλοτε και τώρα, Κέδρος, Αθήνα.
264.
Χριστοδούλου Α. Γ., 1979: « Αρχαία λογοτεχνική κριτική », περ. Διαβάζω, τ χ. 18, σ σ. 58-60.
265.
Χρονάκη Ζώγια, 2002: « Ο αγώνας της Ελληνίδας για πολιτικά δικαιώματα », εφημ. Η Καθημερινή, ένθ. Επτά ημέρες, σ σ. 6-9.
266.
Ψαρρά Αγγέλικα, 2002: « Το ανέφικτο ξεσκλάβωμα », εφημ. Η Καθημερινή, ένθ. Επτά ημέρες, σ σ. 10-13.
– 1979: « Γυναικεία περιοδικά του 19ου αιώνα », Σκούπα 2, σ σ. 10-13.
267.
Ψαρούκης Ν., 1974: Το Ελληνικό παροικιακό φαινόμενο, Αθήνα.
268.
Ψυχάρης Γ., 1983: Το ταξίδι μου, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.
Β. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ
1.
Alexiou Margaret, 2002: After Antiquity, Greek Language, Myth and Metaphor, Cornell University Press, Ithaka - London.
2.
Anouilh J., 1960: Antigone, Hanap & co LTD, London, σ σ.7-35.
3.
Ardener E., 1978: « Belief and the Problem of Women », Perceiving Women, Halstead Press, New York, σ σ. 37-46.
4.
Athanassakis A., 1983: Hesiod: Theogony, Works and Days, Shield, Baltimore, J. Hopkins Univercity Press.
5.
Atkins H. J., 1952: Literary Critisism in Antiquity. A Sketch of its Development, τόμ. I, II, Methuem & Co Ltd., London.
6.
Barte R., 1973: « Analyse textuelle d’ un conte d’ Edgar Poe », Semiotique narrative et textuelle, University Larousse, Paris, σ. 30.
213
7.
Botha M. Deirdre., 1999: « Eve and Pandora », Ekklesiastikos Pharos, τόμ. 81, new series 10, σ σ. 7-11.
8.
Bowden R., 1987: « Sorcery, Illness and Social Control in Kwoma Society », Stephens M. (ed.), Sorcerer and Witch in Melanasia, σ. 190.
9.
Bury G.R., 1973: The Symposium of Plato, W. Heffer & Sons LTD, Cambridge.
10.
Carson A., 1986: Eros, the Bittersweet, University Press, Princeton.
11.
Cornford F.M., 1950: «The Doctrine of Eros in Plato’s Symposium », The Unwritten Philosophy, σ. 75.
12.
Chadwick H., 1996: Early Christian Thought and the Classical Tradition, Oxford.
13.
Chambers-Macmillan., 1996: South African Student’s Dictionary, Macmillan.
14.
Chodorow Nancy, 1978: The Reproduction of Mothering, Psychoanalysis and the Sociology of Gender, University of California Press, Berkeley.
15.
Cholmeley J. R., 1930: The Idylls of Theocritus, Bell G & Sons, LTD, London.
16.
Clapham H. – Power E., 1944: Economic History of Europe, Cambridge University Press.
17.
De Beauvoir Simon, 1960: The Second Sex, New English Library, (ed.) Rashsley M. H., London.
18.
Dinnerstein Dorothy, 1976: The Mermaid and the Minotaur: Sexual Arragements and Human Malaise, Harper and Row, New York.
19.
Doll E. A., 1953: The Measurement of Social Complete. A Manual for the Vineland Social Maturity Scale, Minneapolis, Education Test Bureau.
20.
Donovan Josephine., 1997: « Beyond the Net: Feminist Criticism as a Moral Criticism », Twentieth-Century Literary Theory, B΄ ed., Newton – New York,
σ σ. 211-215.
21.
Dover K.J., 1966: «Eros and Nomos », Βulletin of the Institute of Classical Studies 11, σ σ. 31-42.
22.
Felman S., 1975: « Women and Madness: The Critical Phallacy », Diacritics 5, σ. 10.
23.
Flint J. I. V., 1991: The Rise of Magic in Early Medieval Europe, Princeton University Press, Princeton – New Jersey. 214
24.
Fradersdorff J. W., 1867: English – Greek Lexikon, fourth ed., Cambridge.
25.
Freud S., 1950: Collected Papers, τόμ. II, The Hogarth Press, London.
26.
Furman Nelly, 1980: « Τextual Feminism », Women and Language in Literature and Society, Mc Connell S. – Borker R. – Furman N. (eds.), New York, σ σ. 48.
27.
Genette G., 1997: « Structuralism and Literary Criticism », Twentieth –Century theory, B΄ ed., Newton - New York, p p. 89 – 93.
28.
Golsin D. A., 1969: Handbook of Socialisation Theory and Research, Rand Mc Nally, Chicago.
29.
Graves R., 1955: The Greek Myths, Endinburg.
30.
Greene W. C., 1944: Moira, Fate, Good and Evil in Greek Thought, Cambridge.
31.
Ηarding M. E., 1971: Woman’s Mysteries, C. G. Jung Foundation, Nev York.
32.
Hedelson J.W., 1981: « Apollo and Dionysos in Greek Lyric », APOLLO, σ σ.. 10-16.
33.
Humm Maggie, 1986: Feministist Criticism, Brighton.
34.
Jackson Stevi, 1996: Christine Delphy, Sage, London.
35.
Jacobus Mary, 1979: « Difference of View », Women writing and Writing about Women, Jacobus M. (ed.), Harper and Row publishers, U.S.A., σ σ. 12-13.
36.
Jung C. C., 1973: Letters, translated by Jaffe A., τόμ. I (1906-1950), Princeton University Press, Princeton – New Jersey.
37.
Kachrillas Clelia, 1981: « Odysseas Elytis – The man and the poet », APOLLO I, σ σ. 22-26.
38.
Kegan Garnider Judith., 1985: « Mind Mother: Psychoanalysis and Feminism », Making a Difference: Feminist Literary Criticism, Green G.-Kahn C., London - New York, σ. 135.
39.
Kereny K., 1976: Dionysos: Archetypal Image of Intestructible Life, London.
40.
Kimmelman R., 1996: «The Seduction of Eve and the Exegetical Politics of Gender », Biblical Ιnterpretation 4, 1, σ σ. 1-38.
41.
Kitto H. D. F., 1961: Greek Tragedy: A literary Study, London.
42.
Lambert M., 1990: « The Trojan Myth », Aspects of Greek and Roman Life, part II, σ σ. 9-22.
215
43.
Larson J., 2001: Greek Nymphs, Myth, Cult, Lore, Oxford University Press, 2001.
44.
Lee Too Y., 1998: The Idea of Ancient Literary Criticism, Clarendon Press, Oxford.
45.
Lerner Gerda, 1979: The Challenge of Women’s History, The Majority Finds Its Past: Placing Woman in History, Oxford University Press, New York.
46.
Levi-Strauss Cl., 1966: The Savage Mind, Chicago.
47.
Long A. A., 1968: Language and Thought in Sophocles, University of London, The Athlone Press.
48.
Lukacs G., 1997: « Critical Realism and Socialist Realism », Twentieth – Century Literary theory, B΄ ed., Newton – New York, σ σ.. 163- 166.
49.
Mac Connell Sally, 1980: « Linguistics and the Feminist Challenge », Women and Language in Literature and Society, Mac Connell S.- Borker R. - Furman N., New York, σ. 12.
50.
Mac Mullen R., 1981: Paganism in the Roman Empire, New Haven and London, Yale University Press.
51.
Mahler M., 1979: « On the First Three Subphases of the separation – Individuation Process », The Selected Paper of Margaret S. Mahler, τόμ. II, Aronson J., New York, σ σ. 50-68.
52.
Markus R. A., 1955: «The Dialectic of Eros in Plato’s Symposium », Downside Review 73, σ σ. 219-230.
53.
Massai Fr., 1956: Plethon et le platonisme de Mistra, Les belles Letters, Paris.
54.
Mead Margaret, 1967: Male and Female, Penguin, New York.
55.
Milton J., 1974: Paradise Lost, Longman, London.
56.
Mitchell Juliet., 1984: Women: The Longest Revolution: Essays in Feminism, Literature and Psychoanalysis, London.
57.
Nilson P. M., 1975: The Dionysiac Mysteries, Arno Press, Nev York.
58.
Nietzsche Fr., 1958: The Birth of Tragedy from the Spirit of Music, Doubleday Ancor Books, New York.
59.
Palmer R. L., 1980: The Greek Language, Faber & Faber, London – Boston.
216
60.
Panofski E – Dora, 1978: Pandora’s Box, Bollingen, Princeton University Press.
61.
Pearsall J., 1999: ed., The Concise Oxford Dictionary, 10th ed., Oxford University Press, New York.
62.
Pike D. L., 1989: « On talking the day off: religious festivals and public holidays », Aspects of Ancient Greek and Roman Life, part I, σ σ. 43-49.
63.
Phipps E.W., 1988: «Eve and Pandora contrasted », Theology today, τόμ. 45, σ. 37.
64.
Rabinowits I., α. χ. : « Towards a valid Theory of Biblical Hebrew Literature », The Classical Tradition, Literary and Historical Studies in Honor of Harry Caplan, Cornell University Press, Ithaka – New York, σ σ. 315-328.
65.
Rich Adrienne, 1976: Of Woman Born, Motherhood as Experience and Institution, Norton.
66.
Richard M. R. – Vandewicli L.R.: 1974: Sex Differences in Behaviour, New York.
67.
Riencourt de A., 1974: Sex and Power in History, Delta, New York.
68.
Rosen S., 1968: Plato’s Symposium, New Haven.
69.
Russel A. D., 1981: Critisism in Antiquity, University of California Press, Berkley- Los Angeles.
70.
Τaketori Monogatri., 1974: « The Supernatural in Legend and Literature », An invitation to the Japan’s Literature, translated by Currie W., Japan Culture Institute, Tokyo, σ σ. 50-51.
71.
Tennant D. M. W., 1989: « Superstition and magic in ancient Roman times, Aspects of Ancient Greek and Roman Life, part I, σ σ. 50-57.
72.
Waldock A.J.A., 1966: Sophocles, the Dramatist, Cambridge University Press, London.
73.
Warrington J., 1956: introduction, Euripides’ Plays, translated by Way S. A., τόμ. one, Everyman’s library 63, Dent & Sons LTD, London, σ σ. vii-xi.
74.
Weinberg R. D., 1977: The Nature, Style and Aesthetics of Papadhiamandis’ Michte, Dissertation, Michigan State University.
75.
Wiles D., 2000: Greek Theatre Performance, Cambridge University Press.
217
218
76.
Williams C. W., 1979: Selected Poems, Penguin.
77.
Sfar J., 2002: Platon, Le banquet, La Petite bibliotheque de Joann Sfar, Breal.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου