Παρασκευή 4 Απριλίου 2014


Libby Sacer [Λίμπι Σάκερ]
Η Libby (Liberty) Sacer (γεν. ως Jan Tamrat) γεννήθηκε στην Αιθιοπία το 1925. Ο Αιθίοπας εβραίος πατέρας της, Tariku Tamrat, ενώ στα αρχεία της κοινότητάς του (Beta Israel) αναφέρεται ως εργάτης, υπήρξε ευρυμαθής χειροτέχνης, μιλούσε πάνω από 20 τοπικές διαλέκτους και ενίοτε εργάζονταν ως διερμηνέας. Ο θάνατός του σε ατύχημα, όταν το μοναχοπαίδι του ήταν 5 ετών, υπήρξε καθοριστικός για 'κείνην. Η Δανή μητέρα της Tania, γόνος οικογένειας γαιοκτημόνων που δραστηριοποιούνταν στην Αιθιοπία και αλλού, υπήρξε συγγραφέας ρομαντικών μυθιστορημάτων και ταξιδιωτικών βιβλίων, τα οποία υπέγραφε με ψευδώνυμα. Χάρη σ’ αυτήν, η Sacer ταξίδεψε ανά τον κόσμο από μικρή ηλικία και έλαβε εξαιρετική μόρφωση. Η Libby  Sacer άλλαξε το όνομα της σε αυτό που γνωρίζουμε όταν ήταν 25 ετών, ενώ στα γραπτά της αφήνει υπονοούμενα για το φύλο της που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ήταν ερμαφρόδιτη ή διεμφυλική. Τόσο η ίδια όσο και ο ρόλος της στη διαμόρφωση διάφορων κινημάτων τέχνης και σκέψης, ήταν άγνωστα ως το θάνατό της στο Λονδίνο το 2013, σε ηλικία 88 ετών.

Καθώς δεν απέκτησε ποτέ παιδιά, μετά το θάνατό της η περιουσία της περιήλθε στον κατά τη διαθήκη της εντεταλμένο αποδέκτη, τον Βρετανό καλλιτέχνη και ακτιβιστή R.H., τον οποίον η ίδια δεν είχε συναντήσει ποτέ. Ο κληρονόμος της, αναγνωρίζοντας τον πλούτο υλικού που υπήρχε στο σπίτι της, απευθύνθηκε σε ομάδα ειδικών για την έρευνα και ταξινόμηση του. Έτσι ξεκινά μια σειρά ανακαλύψεων που αφορούν τη σύγχρονη τέχνη και σκέψη.

Στο σπίτι της Libby Sacer στο Λονδίνο βρέθηκαν, ανάμεσα στα άλλα, σημαντικά έργα τέχνης των Klossowski, Claude Cahun, Jean-Michel Basquiat, Μarcel Βroodthaers κ.α., που είτε θεωρούνταν χαμένα, είτε ήταν άγνωστα ως τώρα, προσωπική αλληλογραφία της με πάνω από 20 προσωπικότητες των τελευταίων 50 χρόνων, από τους χώρους της φιλοσοφίας, της πολιτικής και της τέχνης, καθώς και σπάνια αντικείμενα όπως αφρικανικά τελετουργικά σκεύη και μάσκες, ταριχευμένα ζώα, χιλιάδες βιβλία, βιντεοκασέτες, αρχεία ήχου σε μπομπίνες και κασέτες, μια τεράστια συλλογή από γυναικεία και αντρικά κοστούμια και αξεσουάρ μεταμφίεσης, και μια σειρά προσωπικών αντικειμένων των Albert Camus, Michel Foucault, Pier Paolo Pasolini, Guy Debord, Jack Smith, Hannah Arendt, Louis Althusser και άλλων, ταξινομημένα σε προθήκες. Επίσης, βρέθηκαν σημειώσεις αλλά και βιβλία που είχε συγγράψει η ίδια και ηχογραφημένοι συλλογισμοί της, υλικό που όπως φαίνεται διακινούσε αποκλειστικά από χέρι σε χέρι. Μέχρι σήμερα, στη δημοσιότητα έχουν δοθεί μόνο κάποιοι από τους τίτλους αυτών των έργων [ενδεικτικά: “Meta-fetishism” (Μετά-φετιχισμός), “Part of the Plan” (Μέρος του Πλάνου), “Alluring dominance” (Θελκτική κυριαρχία), “What is to be un-done” (Τι πρέπει να ξε-γίνει), “City Spine” (Αστική σπονδυλική στήλη)], “The Method” (Η Μέθοδος)]. Έχουν επίσης βρεθεί κάποιες από τις επιστολές που έστειλε η ίδια σε σημαντικές προσωπικότητες οι οποίες της είχαν επιστραφεί. Από το σύνολο των ευρημάτων προκύπτουν ενδείξεις του ρόλου της σε σημαντικά κινήματα της τέχνης, της φιλοσοφίας και της πολιτικής για μία περίοδο που καλύπτει πάνω από μισό αιώνα.

Η Libby Sacer βρέθηκε στην καρδιά μιας σειράς καίριων γεγονότων του προηγούμενου αιώνα, με χαρακτηριστική στιγμή το 1938 όπου εγκαταλείπει το Βερολίνο, καίγοντας προηγουμένως όλα της τα υπάρχοντα ώστε να σβήσει τα ίχνη τους. Παρόλο που τα διαθέσιμα βιογραφικά στοιχεία της είναι ακόμη ελλιπή, μεγάλο μέρος της ζωής της έχει χαρτογραφηθεί, εκτός από την δεκαετία του ΄60 που παραμένει μυστήριο. Σύμφωνα με κάποια στοιχεία, κατά την περίοδο αυτή, όπου απεβίωσε και η μητέρα της, η Libby S. αποσύρθηκε σε μια έρημη περιοχή κοντά στη γενέθλια πόλη της, στα σύνορα της Αιθιοπίας με την Ερυθραία. Σύμφωνα με κατόψεις που βρέθηκαν, το σπίτι αυτό είχε σχεδιαστεί από τον καλλιτέχνη και αρχιτέκτονα Constant Nieuwenhuys ως δείγμα κτίσματος της ουτοπικής πόλης Νέα Βαβυλώνα. Εκεί, μαζί με κάποια άλλη άγνωστη γυναίκα (φωτογραφίες της οποίας έχουν βρεθεί), έδιναν θεατρικές παραστάσεις χωρίς κοινό (είχαν ζωγραφίσει θεατές στους τοίχους), συνέθεταν και έπαιζαν μουσική και πραγματοποιούσαν καλλιτεχνικά πρότζεκτ χωρίς αποδέκτες. Το 1968 πάντως βρίσκεται στο Παρίσι, όπου παίρνει μέρος στις οδομαχίες, καταγράφει τα γεγονότα και τραυματίζεται στο αριστερό πόδι. Χρόνια αργότερα φαίνεται να περνάει και από την Αθήνα, όπου φωτογραφίζεται με τον Jean Genet σε κεντρικό ζαχαροπλαστείο.

Ενώ η πηγή των εισοδημάτων της παραμένει κατά κύριο λόγο άγνωστη, μέρος τους προερχόταν από δοκίμια και άρθρα που δημοσίευε κατά καιρούς με ψευδώνυμα, κατά το πρότυπο της μητέρας της, αλλά και πιθανόν από κάποιο μερίδιο της μητρικής περιουσίας. Το πώς και σε τι βαθμό η Libby Sacer επηρέασε την σύγχρονη σκέψη και τέχνη, παραμένει προς διερεύνηση από την ομάδα μελέτης που σύστησε ο κληρονόμος της.



Από την Libby Sacer στην θεματική Διαβατήριο παρακαλώ / Passport please

Η αμφίσημη σεξουαλικότητά της Libby Sacer, ιδωμένη μέσα από το πρίσμα του τρέχοντος διαλόγου περί κανονικότητας και κοινωνικού φύλου σε σχέση με τις κυριαρχικές δομές, μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν θα είχε μείνει στο περιθώριο εάν η ταυτότητα της είχε υπάρξει αναγνωρίσιμη και ταξινομήσιμη ως αντρική ή γυναικεία. Από την άλλη, ίσως η σκέψη της να μην είχε απλωθεί σε τόσα πεδία εάν δεν την προβλημάτιζε μια απτή δική της διαφορετικότητα, κι ακόμα: πώς η αντίληψή της για το χώρο επηρεάστηκε από τα αλλεπάλληλα ταξίδια της και την έλλειψη εθνικής ταυτότητας; Αυτή η μιγάδα Εβραία που έζησε την εποχή της ακμής του Χίτλερ αλλά και του Απαρτχάιντ, μοιάζει να καταλαμβάνει μια συνοριακή περιοχή σε πολλαπλά επίπεδα. Έχτισε την ταυτότητά της στον χώρο ανάμεσα στα δύο φύλα, κι ενώ έζησε κοντά σε διάσημες προσωπικότητες παραμένοντας στην αφάνεια, σήμερα αποκαλύπτεται πως χάραξε ένα θεαματικό μονοπάτι στις σκιές. Ενώ οργάνωνε και κατέγραφε τις σκέψεις της, τις καθιστούσε ημι-δημόσιες, διακινώντας τες μόνον σε επιλεγμένους παραλήπτες, κάποιοι από τους οποίους είτε τις οικειοποιούνταν είτε επηρεάζονταν από αυτές, όπως δείχνει η πολυετής αλληλογραφία της.

Η Libby Sacer απείχε από το δημόσιο λόγο, κρατώντας αποστάσεις που πιθανόν να της έσωσαν τη ζωή σε εποχές που θα διωκόταν κυριολεκτικά για όλα όσα ήταν. Κράτησε όμως αποστάσεις κι από πολλά άλλα, επιλέγοντας να ζήσει μέσα στα ίδια τα ρήγματα που η κοινή αντίληψη για το κανονικό και την επιτυχία δημιουργούν, στην πράσινη ζώνη ανάμεσα στην πρωτοπορία και την αφάνεια, την κανονικότητα και την εξαίρεσή της. Παραδόξως, με αυτή της την επιλογή ξεπέρασε φραγμούς και όρια, αφήνοντας το ίχνος της με έναν τρόπο που μοιάζει να είναι μπροστά από την εποχή του. Το κληροδότημά της μοιάζει να της παρέχει ένα μετά θάνατον διαβατήριο για να περάσει από την άλλη μεριά των συνόρων που είχε θέσει η ίδια ή της είχαν επιβληθεί. Ένα διαβατήριο που της παρέχει αναγνωρίσιμη υπόσταση και έγκυρη ταυτότητα, πυροδοτώντας πολλά ακόμη ερωτήματα αλλά και εκκινώντας μια αναμόχλευση όσων γνωρίζουμε για την κοινωνία της τελευταίας πεντηκονταετίας, την τέχνη και τη φιλοσοφία της. Εκεί που βρίσκεται η Libby Sacer σήμερα κανείς δεν πρόκειται να της ζητήσει διαβατήριο. Πρόκειται για μια ερώτηση που η ίδια θα μπορούσε να απαντήσει μόνο όταν δεν θα μπορούσε πια να της τεθεί:  Passport please / διαβατήριο παρακαλώ.

Θεωρώντας την κληρονομιά της Libby Sacer και δικό μας πνευματικό Kαταπίστευμα, κατά τους επόμενους επτά μήνες θα «συνομιλήσουμε» με το φάντασμά της: Ο  διάλογος, που θα εκτυλιχθεί σε δομές εργαστηρίου με τη συμμετοχή καλλιτεχνών και θεωρητικών, αναφέρεται σε οριοθετήσεις και περιορισμούς του χώρου, της ταυτότητας –έμφυλης και εθνικής– αλλά και των ιδεολογιών που σχηματοποιούν τα όριά τους. Μέσω του διαλόγου αυτού θα συντάξουμε «διαβατήρια» για αφανείς περιοχές της τρέχουσας εμπειρίας μας, θα συλλογιστούμε τις συνθήκες της πραγματικότητάς μας και θα αναζητήσουμε τα στοιχεία που οριοθετούν τα δικά μας «διαβατήρια». Τέλος, στις προθέσεις μας είναι να δημιουργηθεί ένα πεδίο ουσιαστικής κριτικής ή και αντιπαράθεσης, με όσα συμβαίνουν γύρω μας.




Επιπλέον πληροφορίες για την Libby Sacer

Κατοικία:
Το σπίτι όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της βρίσκεται μέσα στα όρια της πόλης του Λονδίνου, ενώ το σπίτι της στην Αιθιοπία –σύμφωνα με σχέδια και σημειώσεις που βρέθηκαν– βρίσκεται σε απομακρυσμένο και ερημικό σημείο, εκτός πόλης, σε περιοχή πολύ κοντά στην θάλασσα αλλά αποκομμένη από αυτήν.


Στοιχεία από άλλες πηγές:
Αρκετά στοιχεία που αφορούν και άλλα πρόσωπα, τα οποία μέχρι σήμερα έμεναν ασύνδετα και αινιγματικά, έχουν αρχίσει τους τελευταίους μήνες να έρχονται στο προσκήνιο και να αποκτούν νέο νόημα. Για παράδειγμα, στο σπίτι πολιτικής φυσιογνωμίας που συνδέθηκε με την «τρομοκρατία» (μέλος των Μαύρων Πανθήρων), είχε βρεθεί ένα σημείωμα που μη μπορώντας να συνδεθεί με κάτι άλλο, την περίοδο της σύλληψης της είχε απλώς καταχωρηθεί στα αρχεία της αστυνομίας. Το σημείωμα, καρφιτσωμένο στο εσωτερικό μίας ντουλάπας, είχε σημειωμένη την φράση:

«Δεν με ενδιαφέρει να γνωρίσουν οι πάντες ποια είμαι και τι σκέφτομαι, αυτό που με νοιάζει είναι να μιλήσω για αυτά με όσους καίγονται από την ίδια φλόγα και μαζί να κάνουμε πράγματα που θα αλλάξουν την πραγματικότητα με έναν αόρατο αλλά απτό τρόπο, τον οποίο κανείς να παίρνει ως δεδομένο, όπως οι πινακίδες στις οδούς.
~ L. Sacer»

Το σώμα της Libby Sacer έφερε δύο τατουάζ: Ένα τόξο στο εσωτερικό του αριστερού της βραχίονα με φορά προς την παλάμη και ένα όμοιο τόξο στο αντίστοιχο σημείο του δεξιού της βραχίονα, με αντίθετη φορά (προς τον αγκώνα). Εικάζεται πώς αυτά τα δύο τόξα υπήρξαν σύμβολα μίας από τις θεωρίες που είχε αναπτύξει η  L. S. για το σώμα σε σχέση με το χώρο και τους άλλους.

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Pink for girls & Blue for Boys? (nurture vs nature)

 

Read a great article on this question at: When Did Girls Start Wearing Pink?

Little Franklin Delano Roosevelt sits primly on a stool, his white skirt spread smoothly over his lap, his hands clasping a hat trimmed with a marabou feather. Shoulder-length hair and patent leather party shoes complete the ensemble.

Read more: http://www.smithsonianmag.com/arts-culture/When-Did-Girls-Start-Wearing-Pink.html#ixzz2Dn28NWGz
Follow us: @SmithsonianMag on Twitter

Little Franklin Delano Roosevelt sits primly on a stool, his white skirt spread smoothly over his lap, his hands clasping a hat trimmed with a marabou feather. Shoulder-length hair and patent leather party shoes complete the ensemble.

Read more: http://www.smithsonianmag.com/arts-culture/When-Did-Girls-Start-Wearing-Pink.html#ixzz2Dn28NWGz
Follow us: @SmithsonianMag on Twitter
Little Franklin Delano Roosevelt sits primly on a stool, his white skirt spread smoothly over his lap, his hands clasping a hat trimmed with a marabou feather. Shoulder-length hair and patent leather party shoes complete the ensemble.
We find the look unsettling today, yet social convention of 1884, when FDR was photographed at age 2 1/2, dictated that boys wore dresses until age 6 or 7, also the time of their first haircut. Franklin’s outfit was considered gender-neutral.
But nowadays people just have to know the sex of a baby or young child at first glance, says Jo B. Paoletti, a historian at the University of Maryland and author of Pink and Blue: Telling the Girls From the Boys in America, to be published later this year. Thus we see, for example, a pink headband encircling the bald head of an infant girl.
Why have young children’s clothing styles changed so dramatically? How did we end up with two “teams”—boys in blue and girls in pink?
“It’s really a story of what happened to neutral clothing,” says Paoletti, who has explored the meaning of children’s clothing for 30 years. For centuries, she says, children wore dainty white dresses up to age 6. “What was once a matter of practicality—you dress your baby in white dresses and diapers; white cotton can be bleached—became a matter of ‘Oh my God, if I dress my baby in the wrong thing, they’ll grow up perverted,’ ” Paoletti says.
The march toward gender-specific clothes was neither linear nor rapid. Pink and blue arrived, along with other pastels, as colors for babies in the mid-19th century, yet the two colors were not promoted as gender signifiers until just before World War I—and even then, it took time for popular culture to sort things out.
For example, a June 1918 article from the trade publication Earnshaw's Infants' Department said, “The generally accepted rule is pink for the boys, and blue for the girls. The reason is that pink, being a more decided and stronger color, is more suitable for the boy, while blue, which is more delicate and dainty, is prettier for the girl.” Other sources said blue was flattering for blonds, pink for brunettes; or blue was for blue-eyed babies, pink for brown-eyed babies, according to Paoletti.
In 1927, Time magazine printed a chart showing sex-appropriate colors for girls and boys according to leading U.S. stores. In Boston, Filene’s told parents to dress boys in pink. So did Best & Co. in New York City, Halle’s in Cleveland and Marshall Field in Chicago.
Today’s color dictate wasn’t established until the 1940s, as a result of Americans’ preferences as interpreted by manufacturers and retailers. “It could have gone the other way,” Paoletti says.
So the baby boomers were raised in gender-specific clothing. Boys dressed like their fathers, girls like their mothers. Girls had to wear dresses to school, though unadorned styles and tomboy play clothes were acceptable.


Read more: http://www.smithsonianmag.com/arts-culture/When-Did-Girls-Start-Wearing-Pink.html#ixzz2DmznCtVe
Follow us: @SmithsonianMag on Twitter
Little Franklin Delano Roosevelt sits primly on a stool, his white skirt spread smoothly over his lap, his hands clasping a hat trimmed with a marabou feather. Shoulder-length hair and patent leather party shoes complete the ensemble.
We find the look unsettling today, yet social convention of 1884, when FDR was photographed at age 2 1/2, dictated that boys wore dresses until age 6 or 7, also the time of their first haircut. Franklin’s outfit was considered gender-neutral.
But nowadays people just have to know the sex of a baby or young child at first glance, says Jo B. Paoletti, a historian at the University of Maryland and author of Pink and Blue: Telling the Girls From the Boys in America, to be published later this year. Thus we see, for example, a pink headband encircling the bald head of an infant girl.
Why have young children’s clothing styles changed so dramatically? How did we end up with two “teams”—boys in blue and girls in pink?
“It’s really a story of what happened to neutral clothing,” says Paoletti, who has explored the meaning of children’s clothing for 30 years. For centuries, she says, children wore dainty white dresses up to age 6. “What was once a matter of practicality—you dress your baby in white dresses and diapers; white cotton can be bleached—became a matter of ‘Oh my God, if I dress my baby in the wrong thing, they’ll grow up perverted,’ ” Paoletti says.
The march toward gender-specific clothes was neither linear nor rapid. Pink and blue arrived, along with other pastels, as colors for babies in the mid-19th century, yet the two colors were not promoted as gender signifiers until just before World War I—and even then, it took time for popular culture to sort things out.
For example, a June 1918 article from the trade publication Earnshaw's Infants' Department said, “The generally accepted rule is pink for the boys, and blue for the girls. The reason is that pink, being a more decided and stronger color, is more suitable for the boy, while blue, which is more delicate and dainty, is prettier for the girl.” Other sources said blue was flattering for blonds, pink for brunettes; or blue was for blue-eyed babies, pink for brown-eyed babies, according to Paoletti.
In 1927, Time magazine printed a chart showing sex-appropriate colors for girls and boys according to leading U.S. stores. In Boston, Filene’s told parents to dress boys in pink. So did Best & Co. in New York City, Halle’s in Cleveland and Marshall Field in Chicago.
Today’s color dictate wasn’t established until the 1940s, as a result of Americans’ preferences as interpreted by manufacturers and retailers. “It could have gone the other way,” Paoletti says.
So the baby boomers were raised in gender-specific clothing. Boys dressed like their fathers, girls like their mothers. Girls had to wear dresses to school, though unadorned styles and tomboy play clothes were acceptable.


Read more: http://www.smithsonianmag.com/arts-culture/When-Did-Girls-Start-Wearing-Pink.html#ixzz2DmznCtVe
Follow us: @SmithsonianMag on Twitter

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Elle, σελ. 31 (μια αναφορά στην Έντα Γκάμπλερ)

Είδατε τη μικρή μας παράσταση στο CAMP!; Διαβάστε εδώ ολόκληρο το Τεστ #6 και όχι μόνο...


Ολόκληρο το τεστ νούμερο 6 & τα αποτελέσματά του...

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Your "Pro-Slut" Problem—Not Ours, by Sigal Samuel

“Sigal Samuel seems to be pro-slut,” wrote Yisrael Medad after I published a column in support of Sarit Hashkes, the Israeli activist who decided to take off her shirt rather than yield to ultra-Orthodox attempts to drive her away from a public party.
For a moment, I stared at the word “slut” in mute shock. How could anyone fail to understand that to call Hashkes a slut now would be to reinscribe the very premise that had occasioned her actions in the first place? Then the moment passed, and I realized Medad’s comment—later elaborated on in The Jerusalem Post and on his personal blog—wasn’t really that surprising after all. In fact, it was typical of the responses feminists incur when they attempt to reappropriate a word, image or meme that’s being used against them.
slutwalk-openz-jpeg
An Israeli activist chants slogans during a Slutwalk march in Jerusalem on May 4, 2012 to protest claims that women's attire provokes rape and sexual assault. Sticker reads in Hebrew 'How am I dressed? Dial 1-800, none of your business.' (Gali Tibbon / AFP / Getty Images)